Την Τρίτη κλείνει τα 63 χρόνια του ένας μεγάλος πωλητικός άντρας, ένα ορόσημο για την Ελλάδα (γεννημένο στο St Paul της Minnesota, βέβαια), ο εμβληματικός Παπανδρέου Γ. ο Εσχατος.
Θα μείνουμε στις νοσταλγικές μνήμες και στα μνήματα του παρελθόντος, πηγές από τις οποίες αντλεί συχνά την έμπνευσή της η λαϊκή μούσα, που αναθυμάται:
– Ο μαϊντανός κι ο άνηθος κοστίζανε πενήντα
κι έπειτα πήγαν, Τάσο μου, εκατόν εβδομήντα!
– Το ξέρω Γκόλφω. Κι άμα πω να φάω ένα σουβλάκι
πρέπει να δώσω –ανάθεμα!- ένα χιλιαρικάκι.
– Τι θες να πεις; Μήπως κι εσύ πεθύμησες δραχμούλα;
– Αχ δύστυχη, με δίστιχο στο λέω να γροικήσεις:
Και με δραχμή και με ευρώ
λάθος τον δρόμο μου θα βρω.
Τι με δραχμή, τι με ευρώ… Σημείωσε και τούτο:
Πρώτα ήταν ο φοίνικας, δραχμούλα στο κατόπι
μετά φέρανε το ευρώ, μα πάντα εγώ είμαι τόπι
να με κλωτσάν’, να με χτυπάν’ και να κατρακυλάω.
Και μια υπόμνηση προς διάφορους σφουγγοκωλάριους της «ελπίδας που έρχεται», που πουλάνε βαρύ στιλάκι (ίσως για να καλύψουν θεωρητικά και πρακτικά κενά που χάσκουν αδυσώπητα μέσα τους και στα μάτια των «ψημένων»): «Η ηθική δεν είναι επάγγελμα, και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθη, πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος. Οστις πράγματι πονή τον τόπον του, και έχει την ηθικήν όχι εις την άκραν της γλώσσης ή εις την ακωκήν της γραφίδος αλλ’ εις τα ενδόμυχα της ψυχής, βλέπει πολύ καλά ότι είναι αδύνατον να πολιτευθή» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης).
Μετά από συντονισμένη προσπάθεια, η Ε.Υ.Π. (Επιχείρηση Υποκλοπών Πνεύματος) κατάφερε να απαλλοτριώσει το σημειωματάριο της λαϊκής μούσας! Και έδωσε στη δημοσιότητα το παρακάτω ανέκδοτο υλικό από το αστικό μυθιστόρημα «Ο έκλυτος κοινωνικοπολιτικός βίος του Ζαν ντε λα Μπαρούφ» (θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι από τις εκδόσεις «Διαγραφή»):
Ο Ζαν ντε λα Μπαρούφ ξύπνησε περδόμενος και δέχτηκε τις αιχμηρές παρατηρήσεις τής περιβαλλοντικά υπερευαίσθητης συζύγου του, της λαίδης ντε λ’ Αρμέ που ήταν μέλος της οργάνωσης «Λεσβιακή-Μυκονιάτικη», για την περαιτέρω επιβάρυνση της τροπόσφαιρας με μεθάνιο. Εξυσε με τη χαρακτηριστική αβρότητα του αυθεντικού τζέντλεμαν το μαλακό του υπογάστριο και κλείστηκε στην τουαλέτα μαζί με το μόνιμο αινιγματικό χαμόγελό του. Οταν βγήκε, η λάμψη δεκάδων καλλυντικών «για τον άντρα που δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ» έκανε τη λαίδη να γελάσει, όπως γελούσαν και όσοι είχαν δει εκείνη να φοράει το αλησμόνητο φόρεμα με τη μοναδική ονομασία «Αναμπελ μύγδαλα», εκείνο το ιστορικό φόρεμα με τους ελληνοπρεπείς μαιάνδρους.
Καταβρόχθισαν με μανία το πρωινό τους, αυτή τη φορά χωρίς τα ενοχλητικά φλας των φωτογράφων που πάντα τους πετύχαιναν στο φαγητό, ακριβώς όπως συνέβαινε παλιότερα μ’ έναν άλλο μαϊντανό του μεσαιωνικού δημόσιου βίου, τον Τεό Παγκάλ (πιγκάλ για τους εχθρούς). Φουά γκρα, μπέικον, αυγά ποσέ, σπαράγγια και φρυγανιές εξαφανίστηκαν ευγενικά μαζί με τον χυμό επτά φρούτων και φυσικά με γαλλικό καφέ για να σβηστεί το αβρό ρέψιμο του τέλους. Ο Ζαν ντε λα Μπαρούφ έκανε ν’ ανοίξει συζήτηση για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά της Αλσατίας και την κοινωνική αδικία που μαστίζει τον μεσαιωνικό κόσμο. Η λαίδη ντε λ’ Αρμέ έκανε ένα μορφασμό πόνου (προφανώς από κάποιο πιάσιμο κατά τη γυμναστική), αλλά η απόπειρα συζήτησης διακόπηκε άδοξα. Ενα μήνυμα για τον γάλλο ευγενή που έφερε ο μπάτλερ στον ασημένιο δίσκο τον έκανε να χλομιάσει και να χαλαρώσει το παπιγιόν του με την κόκκινη γραμμή. Η συμμορία των λύκων (wolfgang) από τις πλαγιές του Μέλανα Δρυμού, εκείνη με την κωδική ονομασία «σόι μπλε», που παρέπεμπε στην μετά από αιώνες εμφάνιση της «κόζα νόστρα» και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τον καλούσε στο κρησφύγετό της. Με σταθερές και σίγουρες κινήσεις σέλωσε το άλογό του και ξεχύθηκε σαν άνεμος με το ξυρισμένο κρανίο του στους πεζούς δρόμους του/της Αιόλου.
Κοκκινοσκουφίτσα