Δύο χιλιάδες δεκατέσσερα.
Ορθιοι! Οχι πια στα τέσσερα.
Αρχή: Αρχή δι’ ανασκόπηση της αργοσάλευτης ελληνικής και καλπάζουσας παγκόσμιας επικαιρότητας.
Πού είν’ ο Κουτσούμπας βρε παιδιά; Πού είναι ο Αλέξης;
Μου φαίνεται ή πάει καιρός που λείπουν απ’ την πιάτσα;
Η ζέστη βαράει κατακέφαλα και το (όποιο) μυαλό παίρνει περίεργες στροφές. Πέρα από τον αναγκαίο πρόλογο, γνωρίζει κανείς γιατί μετά τη θητεία τους οι πλανητάρχες ψιλοεξαφανίζονται;
– Σώπασαν τα χρυσαύγουλα ή ‘γω δεν τα ακούω;
Λάθος κάνω ή βάλανε στα σκέλια τις ουρές τους;
– Μη ξεγελιέσαι Κωνσταντή, μη πιάνεσαι μ’ άλλα cash
Πάλι με χρόνια με καιρούς αντίκρυ θα στους στήσουν.
Μέσα στη θερινή ραστώνη (συνέχεια της εαρινής που διαδέχτηκε τη χειμερινή) κυλούν οι μέρες. Μια εξοργιστική όσο και ανίκητη απραξία απλώνεται μαζί με τις συχνές θερινές νεφώσεις ενός άρρωστου καλοκαιριού. Αρρωστα όλα… Αεροπλάνα πέφτουν, βόμβες πέφτουν, κορμιά, κάστρα, αλλά εμείς έχουμε βγάλει τους καθρέφτες από τα σπίτια μας για να μην βλέπουμε. Να μην βλέπουμε όχι όσα συμβαίνουν, αλλά εμάς. Κι η Κοκκινοσκουφίτσα σιχαίνεται όλο και περισσότερο τον εαυτό της, έχοντας πια πρόβλημα διαχείρισης όσων την τρυπάνε.
Αριστερά όπως κοιτάς μέσ’ στα σκιερά ρουμάνια
άμα προσέξεις θα με δεις να παίζω το πουλί μου
με ύφος περισπούδαστο όξω απ’ το μαγαζάκι
την ώρα που γυπαετοί ορμάνε να με φάνε.
Πάει, χάθηκε πια κάθε μέτρο! «Να φύγουν από το δημόσιο φίλοι και ρουσφέτια» ζητά ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, που πήρε ως σύμβουλό του τον… αστυνομικό και παντελώς άσχετο με το χαρτοφυλάκιό του, Φώτη Νασιάκο.
Γιε, τα τενεκεδάκια σου να τα συχνογυαλίζεις
να τα περνάς γυαλιστικό, να τα περνάς και λούστρο
γιατί μ’ αυτά στα δόντια σου μια δοξασμένη μέρα
θε να σε αποπέμψουμε για την Αχερουσία…
Λίγο πιο εκεί, ολοφύρεται και ολολύζει παρά τη θεαματική μείωση της ποινής του ο πάλαι ποτέ πρώτος πολίτης της συμβασιλεύ-ουσας, «ο δήμαρχος που αξίζει στην πόλη» σύμφωνα με παλιό σύνθημά του. Ο εισαγγελέας ψάχνει για «παράνομο πλουτισμό από προϊόντα εγκλήματος», ενώ εκείνος κάνει λόγο για… «κρυστάλλινους τραπεζικούς λογαριασμούς» του. Η στήλη, αταλάντευτα στραμμένη στο πολιτιστικό και συγγραφικό έργο των επωνύμων, αναμένει με ανυπομονησία το νέο συγγραφικό πόνημά του που –όπως όλα δείχνουν– δεν θα αργήσει να έρθει. Την ανυπομονησία μας εντείνει η περίοδος ραστώνης που έκανε τους εθνοπατέρες να σταματήσουν την παραγωγή πνευματικών αποσταγμάτων.
Περίσσεψε η οργή στις γαλλικές διαδηλώσεις για το έγκλημα στη Γάζα, πλημμύρισαν οι δρόμοι τόσων ευρωπαϊκών πόλεων από διαδηλωτές, αλλά ο δήμαρχος Αθηναίων στην κοσμάρα του. «Δεν μπορούμε να βγάζουμε ψηφίσματα για το παραμικρό» είπε (η τελευταία λέξη σηκώνει πολλή κουβέντα και πολλά… γαλλικά) σε σχετικό αίτημα! Επίκουρος καθηγητής του συνταγματικού δικαίου είναι, αυτός ξέρει. Κι ύστερα αναρωτιούνται γιατί τους βρίζουν στα καφενεία με λόγια που αν αντιγράψουμε θα κοκκινίσουν μέχρι και τα πάλλευκα ευγενικά οπίσθια των ψαλιδόκωλων των αποστειρωμένων κάστρων. Οπίσθια που τρέμουν στη σκέψη του λαϊκού σοδομισμού, προοπτική αναπόφευκτη από την οποία μόνο ο χρονικός προσδιορισμός λείπει…
Τίποτε άλλο δεν θα πει η μούσα για τη Γάζα
γιατί θα βρίσει άσχημα, θα βρίσει μανιασμένα
θα σιχτιρίσει άγαρμπα και σα βρύση θα βρίσει.
Πριν από μια δεκαετία, η δικαστική έδρα ρωτούσε εναγωνίως «πού είναι τα λεφτά των ληστειών» και κραύγαζε για την επιστροφή τους. Δεν βλέπουμε την ίδια σπουδή για τα χρήματα περί τις υποθέσεις των φτερωτογιατρόπουλου και του άλλου –όπουλου, εκείνου ντε με το φτωχικό της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τους εις Παρισίους γάμους.
«Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων / εμείς καθόμασταν τα βράδια / και ζωγραφίζαμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου. / Ετσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας. / Κι όταν πεθάνω και δε θα ‘μαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας / τα βιβλία μου, στέρεα και απλά / θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια / ανάμεσα στο ψωμί και τα εργαλεία του λαού. / Κατά πού πέφτει, λοιπόν, ο κόσμος;» (Τάσος Λειβαδίτης – «Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα»).
Αρχή: είπαμε στην αρχή, αρχή: λέμε και τώρα…
Κοκκινοσκουφίτσα