Δύο χιλιάδες δεκατέσσερα.
Ορθιοι! Οχι πια στα τέσσερα.
Λιγόστεψαν, χάθηκαν, σίγησαν, δεν δραστηριοποιούνται όσο άλλοτε και όσο προστάζει το ειδικό βάρος τους, οι μεγάλοι χορηγοί της στήλης. Πού είναι τα βιβλία των εθνοπατέρων (αλήθεια, οι εθνομητέρες τι κάνουν; Με τι ασχολούνται στον ελεύθερο χρόνο τους;) που άλλοτε εκδίδονταν σωρηδόν και δεν προλαβαίναμε; Πού είναι οι δηλώσεις των εμβριθών ογκόλιθων της κοινοβουλευτικής –κυρίως– αλλά και εξωκοινοβουλευτικής διανόησης; Πού είναι οι λαμπρές μέρες του χθες; Μια ανορεξία και μια κλινική καχεξία απλώνονται απ’ άκρου εις άκρο της μακάριας χώρας, ανεπίτρεπτη όμως για τους μπροστάρηδες πνευματικούς ταγούς. Ας ελπίσουμε (έτσι κι αλλιώς δεν κάνουμε κάτι για άλλο για τίποτε, μόνο ελπίζουμε, ευχόμαστε και προσμένουμε) ότι η κατάσταση θα αλλάξει μετά τη χθεσινή εαρινή ισημερία και τον ερχομό της άνοιξης.
Πάντως, το πιάσιμο της αριστερής πλευράς (που δεν είναι απλή ψύξη αλλά… κατάψυξη) επιμένει. Και μας αναγκάζει να στρέφουμε μόνο προς τα δεξιά. Γιατί αριστερά πονάει…
Φυλλορροεί η χρυσαυγή! Το λέν’ πουλιά στα κλώνια
ο Κούγιας το υπαινίχθηκε κι ο Μπούκουρας σφραγίζει
τον δρόμο του Αλεξόπουλου μα και καμπόσων άλλων.
Και χαίρεται το πόπολο π’ όλα τα περιμένει
από μια θεία επέμβαση, ασάλευτο ως στέκει
βρίζοντας, μουρμουρίζοντας, προσμένοντας… τι, αλήθεια;
Μελετάμε τα βράδια το απαγορευμένο βιβλίο (όχι από επαγγελματική ή άλλη διαστροφή, αλλά από επιλογή) και ταξιδεύουμε σε εποχές που φαντάζουν τόσο μακρινές! Κι όμως, ήταν σχεδόν χθες που η λεβεντιά κι η περηφάνια είχαν θέση όχι μόνο στα ψηλά και στα μεγάλα, μα και στα μικρά και καθημερινά. Οχι μόνο στις ανθρώπινες προεξοχές μα και στα πλατώματα. Τώρα σα να σιώπησαν, σα να μην ακούγεται η κελαρυστή ελπίδα του καθαρού λόγου και του καθαρού βλέμματος. Ή μήπως δεν ακούει πια η Κοκκινοσκουφίτσα; Ποιος ξέρει…
Σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια
κι εκείνο που δεν ήλπιζα το ‘δαν τα δυο μου μάτια.
Πονώ, πονείς, πονείς, πονώ, τα δυο μαζί πονούμε
έλα να βγούμε στο στρατί, τον πόνο μας να πούμε.
«Ταραχοποιός στην υπηρεσία τρομοκρατικής οργάνωσης ο Berkin», σύμφωνα με την προκλητική δήλωση του «σουλτάνου» Erdogan. Ιδια τ’ αφεντικά, το σεράι, η παράγκα, οι υπηρέτες, ίδια όλα δεξιά και αριστερά του μεσημβρινού του Γκρήνουιτς. Μόνο η παλικαριά διαφέρει από λαό σε λαό ή από μέλη σε μέλη (σε μέλλει;) της εργατικής τάξης.
Εδώ τ’ αηδόνι δεν λαλεί κι ο κούκος δεν το λέει
πέρασαν χίλιες άνοιξες κι ακόμα εμείς ραγιάδες.
Και μέσα σε όλα αυτά, «το αεροπλάνο χάθηκε, το αεροπλάνο πάει» όπως μοιρολογεί και η λαϊκή μούσα. Παράξενο, όταν με ένα κινητό που έχουμε, ξέρουν πού βρισκόμαστε ανά πάσα στιγμή! Κι εδώ χάθηκε το στίγμα από διακόσια και βάλε κινητά, από ραντάρ, από μαύρα κουτιά και πάει κλαίγοντας! Παράξενο στ’ αλήθεια…
«Λες έχω αμπέλια και χωράφια και σπίτια και γης. Κουράδες έχεις. Κανένας άνθρωπος δεν έχει γη. Η γης έχει εμάς και σπάει κέφι μαζί μας, άσε που την ενοχλάμε κάθε λίγο σαν κοτόψειρες. Δύναμη; Μπούρδες. Ιδρωσες να κάνεις μια πολυκατοικία 46 διαμερίσματα και πλακώνει ένας σεισμός και στην κάνει λιάδα. Πήρες παρασήματα και χειροκροτήματα και ζήτω και έρχεται αδερφάκι μου ένα τόσο δα μικρόβιο από συνάχι και σε κάνει μια πτωματάρα χωρίς να το καταλάβεις. Εβαλες παρά στην μπάντα και διέταξες κόσμο κάντε έτσι ρε μερμήγκια ασήμαντα, και σε πιάνει ένα κόψιμο και είσαι ρεζίλης στην λεκάνη του καμπινέ. Κάνεις το δυνατό κι έτσι και πιάσει μια παγωνιά τρέμεις σαν παλιόσκυλο και από την άλλη μεριά μια μολόχα, ένα χορταράκι ασήμαντο, κάθεται όλη νύχτα και τρώει τους αέρηδες και το χιονιά και το πρωί είναι φρέσκο και δεν τούγινε τίποτα. Πού ‘ναι η δύναμή σου ρε φιόγκο κάτου από τούτο εδώ το Σύμπαν που μας πλακώνει με το βάρος του; Πού ‘ναι τα μεγαλεία σου και το τουπέ σου; Μια ανάποδη να πάρουνε τα πράματα, στα λεφτά, στα πολιτικά, στην υγεία, στα όλα που την βασίζεις, πας, ξεγράφτηκες και μήτε που θέλουνε να σε θυμούνται οι άλλοι. Πέθανες και περάσανε πενήντα χρόνια και μήτε κανένας ξέρει αν υπήρξες και αν έκανες και σε φοβηθήκανε και σε λογαριάσανε» (Νίκος Τσιφόρος – «Τα παιδιά της πιάτσας»).
Κοκκινοσκουφίτσα