Ορθιοι! Οχι πια στα τέσσερα.
«…της Μυρτούς». Οπου κι αν έβλεπε κανείς στο διαδίκτυο ή στον Τύπο, αυτή ήταν η κυρίαρχη γενική πτώση στις αρχές της εβδομάδας. Ελάχιστες οι φωτεινές εξαιρέσεις (υπήρξαν κι αυτές) που εξακολουθούν να μιλάνε και να γράφουν ελληνικά ώστε να μη χαθεί τουλάχιστον ένα από τα εναπομείναντα «προνόμια», αυτό της συνεννόησης. Δεν θα πρέπει κάποιος κάποτε να μάθει στους επαγγελματίες του λόγου ότι η γενική του ονόματος Μυρτώ είναι «της Μυρτώς» και όχι «της Μυρτούς»; Σε λίγο θα μας κάνουν να λέμε η Θεανώ της Θεανούς και η Αργυρώ της Αργυρούς! Γιατί όχι και η Φρόσω της Φρόσους…
«Το άδικο προχωράει σήμερα με βήμα όλο σιγουριά. Οι καταπιεστές προετοιμάζονται για δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Καμιά φωνή δεν αντηχεί έξω από τη φωνή των κυρίαρχων, μα κι από τους καταπιεσμένους λένε τώρα πολλοί: Αυτό που θέλουμε, ποτέ δεν πρόκειται να γίνει. Οποιος ακόμα ζει, δε λέει: Ποτέ! Οταν πουν ό,τι είχανε οι κυρίαρχοι να πούνε, θα μιλήσουν οι κυριαρχούμενοι. Ποιος φταίει σαν η καταπίεση παραμένει; Εμείς. Ποιος φταίει σαν η καταπίεση συντριβεί; Εμείς πάλι. Οποιος γονατισμένος είναι, όρθιος να σηκωθεί! Οποιος χαμένος είναι, να παλέψει! Γιατί οι νικημένοι του σήμερα είναι οι νικητές του αύριο» (Berthold Brecht – «Εγκώμιο στη διαλεκτική»).
Αν η μισή καρδιά μας βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα, η άλλη μισή στην Κεφαλλονιά βρίσκεται. Σέρνεται ανάμεσα σε σπίτια και σε δημόσια κτίρια που χτύπησε ο σεισμός. Νωρίτερα τα είχε χτυπήσει η όξυνση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας που τα θέλει όλα πια για τους αεριτζήδες κηφήνες του κόσμου. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τον εκτελούντα χρέη πρωθυπουργού να προστάξει ως καλός και επικοινωνιακά ευέλικτος πατερούλης τον πιλότο που τον γύριζε από τις Βρυξέλλες, να αλλάξει ρότα και να τον κατεβάσει στην Κεφαλλονιά. Τι κι αν όλοι θα τον έβλεπαν να περιφέρεται ανάμεσα σε ραγισμένα σπίτια και ραγισμένες ζωές; Ποιος θα τον κατηγορούσε για κάτι; Ο σεισμός τα κάλυψε όλα, «ένας σεισμός μας σώζει» πάντα. Φέρνει και καλά, όπως το πάγωμα αποπληρωμής των δανείων των Κεφαλλονιτών, όπως και το φιλανθρωπικό βοήθημα των εξακοσίων ευρώ διά του οποίου μπορεί κάλλιστα να αγοραστεί ένα μεγάλο αντίσκηνο που να χωράει όλη την οικογένεια… Κι η μισή καρδιά μας στέκει εκεί, κοιμάται σε καράβια φοβισμένη και περιμένει τη νέα συνομιλία τού φωτισμένου με τον θεό.
Απόψε την κιθάρα μου τη στόλισα βρισίδια
και στα καντούνια έπεσαν όλα τα κεραμίδια.
Η λαϊκή μούσα μετέβη κι αυτή στην Κεφαλλονιά, για να συγγράψει τις καντάδες της επικαιρότητας. Είδε ένα βιντεάκι αρχείου, με τα θρυλικά «επίκαιρα» της εποχής και την «επίσκεψη του βασιλικού ζεύγους» στο σακατεμένο από τους σεισμούς του 1953 νησί και το αντιπαρέβαλε με το σήμερα. Ιδιο το ύφος, ίδιο το σκηνικό, ίδια η φιλάνθρωπος αδιαφορία… Ιδιες και οι καντάδες, ελαφρά παραλλαγμένες από τη μούσα για ν’ αποτυπώνουν τα λαϊκά ντέρτια:
Λαλούν τ’ αηδόνια στα κανάλια, μαδούν τα ρόδα και μεθώ
το φεγγαράκι κουβεντιάζω και μου ‘ρχεται να τους ριχτώ…
«Τελευταία μου προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία οι εκκλήσεις υπέρ του νόμου και της τάξεως. Ιδεώδες σκηνικό για τον νόμο και την τάξη είναι το νεκροταφείο. Στον κόσμο υπάρχουν χρεοκοπημένοι και τραπεζίτες, χριστιανοί και άθεοι, ομοφυλόφιλοι και ετεροφυλόφιλοι. Ολοι μαζί. Η έννοια της ζωής είναι αντίθετη προς τον νόμο και την τάξη. Μόνο οι νεκροί βρίσκονται σε τάξη και υπακούουν όλους του νόμους. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελούσαν μια πολύ επιτυχημένη υλοποίηση του νόμου και τάξεως και γι' αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με αυτό το σύνθημα» (Heinrich Böll).
Απεύθυνση της στήλης προς όσους πλήττουν και δεν έχουν μια καλή ταινία να δουν, ένα καλό μυθιστόρημα να ξεχαστούν, ένα παλιό Μίκι Μάους να διαβάσουν και να γελάσουν: παρακολουθήστε την πορεία του Γρηγόρη Ψαριανού παιδιά. Είτε τελευταία είτε –αν θέλετε– πάρτε τα άπαντα ώστε να έχετε πληρέστερη εικόνα.
«Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει ν’ αλλάξουμε τον κόσμο / και αυτό δεν γίνεται με εξοχή. / Το ‘χαμε πει αυτό. / Ψάχναμε να βρούμε όπλα / ξέραμε πως όλοι πεθαίνουνε / αλλά υπάρχουν θάνατοι που βαραίνουνε / γιατί διαλέγουν οι ίδιοι τον τρόπο. / Αποφασίσαμε το θάνατο στο θάνατο γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή» (Κατερίνα Γώγου – «Τρία κλικ αριστερά»).
Κοκκινοσκουφίτσα