Ορθιοι! Οχι πια στα τέσσερα.
Αφωνη για καιρό η λαϊκή μούσα απέναντι στις εξελίξεις, καταφέρνει να ψελλίσει κάποια λόγια κι έπειτα πέφτει σε νιρβάνα (και σε ντορς ή ρεντ χοτ τσίλι πέπερς), φλομωμένη από τις αναθυμιάσεις της… δάφνης (ποιας Σημίτη ρε;) που σιγοκαίγεται πάνω στη σχάρα της «επικαιρότητας» και των «εξελίξεων».
Καιάδας δεν βρίσκεται λέξη καμία
να ‘χει στον ήχο της τόση αρμονία.
«Στης χούντας το αλισβερίσι / λεύτερο ήταν το χασίσι / ποτέ ο λαός να μην ξυπνήσει» που τραγουδούσε κι ο μακαρίτης ο Τζαβέλας. Αντιπνευματικοί καιροί. Η μισή συμμορία στη φυλακή, κουρασμένοι οι γραφικοί έχουν πια μεγάλα διαλείμματα σιωπής, οι αλλοτινοί μεγάλοι χορηγοί της στήλης περνάνε ζόρια, τι να κάνει και η έρμη η μούσα… Από πού να εμπνευστεί, σε ποιους τοίχους τους στίχους να γράψει;
Σημαίνει κι ο Κορυδαλλός, το μέγα μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα. Κι ο Δομοκός ακούει.
Μέρος της ετυμηγορίας Τατσόπουλου (όπως διατυπώθηκε ενώπιον του Νίκου Ευαγγελάτου), καταγράφεται και διασώζεται από τη στήλη προς χρήση των ιστορικών του μέλλοντος: «Αυτοί οι άνθρωποι δεν βρίσκονται στη φυλακή για τις ιδέες τους, αλλά γιατί σκότωσαν 23 ανθρώπους πισώπλατα. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι μπήκαν φυλακή ως δολοφόνοι και όχι ως αγωνιστές, ούτε ως μέτοχοι επαναστατικής δράσης όπως είπε ο κ. Ραγκούσης και μας σηκώθηκαν οι τρίχες όλων». Και πρόσθεσε: «Υπάρχουν άνθρωποι μέσα στον ΣυΡιζΑ που μπορεί να βλέπουν με συμπάθεια τις ιδέες αυτών των ανθρώπων. Φαντάζομαι ότι υπάρχουν από τις δηλώσεις τους ότι θεωρούσαν τον Ξηρό πολιτικό κρατούμενο. Αλλά δεν είναι η κυρίαρχη αντίληψη στον ΣυΡιζΑ».
«Για όποιον έχει διαβάσει ιστορία, η ανυπακοή είναι η πρωταρχική αρετή του ανθρώπου» (Norman Mailer).
Από τη ραγισμένη λεκάνη (ποιας Μέρκελ ρε;) τρέχουν τα απόνερα της εμετικής μπουγάδας των μέσων μαζικής εξημέρωσης. Οι θλιβεροί μονόλογοι συνεχίζονται, αναβιώνουν με τον ίδιο εξωφρενικό τρόπο οι τρομοϊστορίες και φέρνουν στο νου «παλιά καλοκαίρια» που λένε και οι Κατσιμίχες. Κάτσει, μη χεσ’…
Τα πάντοτε παρόντα και εγγενή του καπιταλισμού σκάνδαλα που σήμερα στέλνουν κάποιους στη φυλακή, κάποτε έμεναν απλά στη δυσωδία και στις «αποχρώσες ενδείξεις» πριν τεθούν στο αρχείο (και φυσικά αυτό δεν άλλαξε από το βάρος καμιάς λαϊκής πίεσης). Στη συνέχεια ενός από τα πολλά –που οι κραδασμοί που έφτασαν από την Ιταλία ουδόλως ενόχλησαν τους εδώ εμπλεκόμενους–, ήταν τέτοιες μέρες (19 Γενάρη) του 1994 όταν συνελήφθη ο πρώην πρόεδρος της «Calcestruzzi» Lorenzo Panzavolta με την κατηγορία της απάτης κατά του κράτους. Είχε προηγηθεί το ξεπούλημα της ΑΓΕΤ «Ηρακλής», μα… «στον μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο / ποιος τη θυμάται τώρα πια»…
Και μέσα σ’ όλα τ’ άλλα να καταργείται και το αστυνομικό τμήμα Ακροπόλεως! Oh mon dieu, πού οδηγούμεθα; Γιατί δεν διαμαρτύρεται κανείς; Τι κάνει το αυτοαποκαλούμενο «κομμουνιστικό» κώμα;
Ας αφήσουμε τους αφορισμούς και ας διαβάσουμε προσεκτικά καμιά εγκυκλοπαίδεια (την wikipedia εν προκειμένω), αν θέλουμε να κατανοήσουμε το φαινόμενο των Λιάπηδων: «Οι φερόμενοι με την ονομασία Λιάπηδες, ή Λιάπιδες αποτελούν ιδιαίτερη εικαζόμενη αλβανική φυλή, κάτοικοι της άλλοτε Λιαπουριάς. Οι Λιάπηδες άρχισαν να αναφέρονται με την ονομασία αυτή σε γραπτά κείμενα κατά τον 14ο με 15ο αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή φέρονται κάποιες φατρίες αυτών να κατήλθαν στον κυρίως ελλαδικό χώρο "συν γυναιξί και τέκνοις και κτήνεσι", όχι όμως ως πολέμιοι αλλά φιλικά διακείμενοι όπου και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές Αττικοβοιωτίας, Εύβοιας και στην Πελοπόννησο και από εκεί στις Σπέτσες και την Υδρα. Σημειώνεται ότι από τους ομοφύλους τους Αλβανούς περιφρονούνταν άδικα ως νυκτοκλέφτες, αλλά όχι ως νυκτομάχοι, που εξ αυτού θεωρούνταν κατώτεροι από τους Τσιάμηδες, Τόσκηδες και Γκέκηδες, όπως σημειώνει ο Β. Δ. Ζώτος Μολοσσός στο έργο του "Δρομολόγιο της Ελληνικής Χερσονήσου" Αθήναι 1878, σελ. 99. Εκ των δραστηριοτήτων τους όμως πράγματι διαφαίνονταν ότι ήταν εξίσου ευφυείς, πονηροί και πανούργοι, αλλ’ όμως σε πολεμικές επιχειρήσεις λιγότερο ορμητικοί».
Μαξίμου την Τρίτη, λέει το ημερολόγιο. Χρόνια πολλά στο μέγαρο. Οσο για τον «παίδαρο» που συμπληρώνει το γνωστό άσμα:
Με τις δικογραφίες μου στοίβα μες στη βαλίτσα
πήγα να απολογηθώ μια μέρα του Γενάρη.
Κι έτσι όπως ελησμόνησα και κα’να σλιπ να πάρω
σαν λερωθώ μες στη στενή, βάζω δικογραφίες.
Κοκκινοσκουφίτσα