ή τζάμπα θα χαθούμε;
«Δεν θα έπρεπε η ανθρωπότητα μπροστά στις τόσες μηχανές και τεχνικές προόδους που της ευκολύνουν τη ζωή να νιώθει το ρόδινο φως, το δροσερό πρωινό αγέρι να σημαίνει τον ερχομό ευλογημένων εποχών; Γιατί λοιπόν είναι όλα τριγύρω τόσο γκρίζα, γιατί τούτη η κολασμένη θύελλα που σκοτώνει καθώς λένε και νεκρούς; Οταν η κυρίαρχη τάξη σαπίζει, τότε η σαπίλα κυριαρχεί» (Bertolt Brecht).
Η στήλη παρακαλεί την Γενική Γραμματέα Αθλητισμού Κού-λα Γιαννακίδου, παλιά συναθλήτρια του άλλοτε φτερωτού γιατρού, μετέπειτα φτερωτού δημάρχου της συμβασιλεύουσας και νυν ισοβίτη (ποιου Αρκά ρε;), να ικανοποιήσει το αίτημά του και να του στείλει τις «δύο-τρεις μεγάλες και τρεις-τέσσερις μικρές μπάρες με τα ανάλογα βάρη». Δεν ζητάει τίποτε παράλογο ο άνθρωπος: «Να δώσουμε διέξοδο στην ενέργεια που μας περισσεύει. Θέλουμε να γυμναστούμε» λέει. Βλέπετε, αυτός δεν είναι εχθρός του καθεστώτος για να αντιμάχεται βαρέλια και να ζητάει να δει λίγο ουρανό και φως της μέρας, αυτός είναι ένα τυπικότατο καθεστωτικό δείγμα που ακούει ακόμη και τα σφυρίγματα των τρένων και μάλιστα θεωρεί ότι του κάνουν σινιάλο! Κι αν όλα αυτά δεν αρκούν για να σας πείσουν, να ένα απόσπασμα από την επιστολή που μπορεί να λυγίσει και σταλινικές (ατσάλινες δηλαδή, σε μετάφραση) καρδιές: «Η φυλακή είναι γεμάτη από νέους ανθρώπους. Παλικάρια που θέλουν κάπου να διοχετεύσουν την ενεργητικότητά τους. Μια λύση, μια διέξοδος είναι η άσκηση με βάρη. Γυμνάζεσαι, κουράζεσαι, ξεχνιέσαι…
Πήγα και εγώ τις προάλλες να κάνω λίγα βάρη, να θυμηθώ τα νιάτα μου. Τα βάρη της φυλακής είναι τακτοποιημένα σε μια γωνιά της "αυλής" σε ένα χώρο που οι γυμναζόμενοι κρατούν πάντα καθαρό. Εσκυψα να σηκώσω ένα. Η "μπάρα" από ξύλο! Τα "βάρη" πλαστικά μπουκάλια γεμάτα άμμο και νερό, δεμένα με λωρίδες από κουβέρτες επάνω στην ξύλινη μπάρα! Τραγική η κατάσταση, αλλά αν έχεις όρεξη δεν σε σταματά τίποτε. Δίπλα μου τα βάρη ανεβοκατέβαιναν…». Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα πάντως, θα του προτείναμε να ρίξει μια ματιά και στις κατασκευές του Χριστόδουλου…
«Από τα βάθη της καρδιάς μου περιφρονώ / το σινάφι των αρχόντων και των ιερέων / μα πιο πολύ το πνεύμα που συμπράττει μ’ αυτούς» (Johann Christian Friedrich Hölderlin).
«Γιορτάστηκαν» τα 46χρονα από την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών, «γιορτάστηκαν» και τα τρίχρονα από την (ορατή, γιατί προηγήθηκε η αόρατη) χούντα του αεριτζίδικου ιμπεριαλιστικού κεφάλαιου που ανακοινώθηκαν στο διάγγελμα του Καστελόριζου.
«Τίποτα δεν απειλεί το ανθρώπινο μυαλό τόσο όσο η εκνευριστική δουλοπρέπεια, αφού οι σκλάβοι δεν παύουν να παίζουν τους αφέντες υποτάσσοντας τους πιο αδύναμους από αυτούς. Παράδειγμα οι άνεργοι, που αν και στιγματισμένοι οι ίδιοι, ρέπουν στον ρατσισμό και στην ξενοφοβία χωρίς να υποψιάζονται σε ποιο βαθμό οι πολυεθνικές, μοναδικές υπεύθυνες για την κατάπτωσή τους, απολαμβάνουν ένα τόσο επωφελή αντιπερισπασμό» (Raoul Vaneigem).
Πρωί Κυριακής, αμέσως μετά τον πατροπαράδοτο και επιβεβλημένο εις τας απέλπιδας ημέρας μας εκκλησιασμό, χτυπάει ο θύραθεν κώδων.
Τέτοια ώρα ποιος; Μάρτυρες του Ιεχωβά ή μάρτυρες κατηχητικού, σκέφτηκε η Κοκκινοσκουφίτσα. Τελικά δεν έπεσε και πολύ έξω. Κνιτάκια ήταν (οι διαφορές με τα παιδιά του κατηχητικού δεν είναι ορατές σε μη έμπειρα μάτια) που ήθελαν να μας διαπαιδαγωγήσουν, να «σπρώξουν» τον αποκαλούμενο «Ριζοσπάστη» και να επι/προ-βάλλουν την αναγκαιότητα εορτασμού της πρωτομαγιάς τη Μεγάλη Τετάρτη. Είμαι σίγουρη ότι θα γίνει ανάρπαστο το θεατρικό έργο με τους διαλόγους μας, μόλις το εκδώσουμε…
«Θυμούμαι καλά. Προτού να συμπονέσω τον άνθρωπο, ένιωσα μέσα μου ντροπή. Ντρεπόμουν να βλέπω τον πόνο του ανθρώπου. Ελεγα: "Δεν είναι αλήθεια, μην παρασυρθείς κι εσύ σαν τους απλοϊκούς ανθρώπους και πιστέψεις, πείνα και χορτασμός, χαρά και πόνος, ζωή και θάνατος, όλα φαντάσματα!". Το ‘λεγα και το ξανάλεγα, μα όσο κοίταζα τα παιδιά που πεινούσαν κι έκλαιγαν και τις γυναίκες με τα βουλιαγμένα μάγουλα και τα μάτια τα γεμάτα μίσος και πόνο, η καρδιά μου σιγά-σιγά έλιωνε. Παρακολουθούσα με συγκίνηση την απροσδόκητη μέσα μου αλλαγή. Στην αρχή χτύπησε στην καρδιά μου η ντροπή, ύστερα η συμπόνια. Αρχιζα να νιώθω τον πόνο των άλλων σαν εδικό μου πόνο. Κι ύστερα ήρθε η αγανάκτηση κι ύστερα η δίψα της δικαιοσύνης. Κι απάνω απ’ όλα η ευθύνη. Εγώ φταίω, έλεγα, για όλη την πείνα του κόσμου, για όλη την αδικία εγώ έχω την ευθύνη» (Νίκος Καζαντζάκης).
Κοκκινοσκουφίτσα