Θα οργανωθούμε
ή τζάμπα θα χαθούμε;
Πέρασαν δεκαεννιά χρόνια από τότε που η σύγχρονη Ελλάδα άγγιξε την ευκαιρία να δει μια επανάσταση, έστω και του κώλου. Ηταν τέτοιες μέρες (4 Φλεβάρη) του 1994 όταν με απόφαση του τότε γίγαντα υπουργού Δημόσιας Τάξης Στέλιου Παπαθεμελή, ανακοινώθηκε ότι «από τις 16 Μαρτίου θα απαγορευόταν η παράταση του ωραρίου λειτουργίας των νυχτερινών καταστημάτων πέραν της 2ας πρωινής». Τη συνέχεια την ξέρουμε όλοι, όπως και το ότι μόνο για τέτοιους λόγους μπορούμε να εξεγερθούμε οι ιθαγενείς της μακάριας αποικίας, αφού τα υπόλοιπα δεν φαίνεται να έχουν τόση σημασία για μας. Απόδειξη όσα συμβαίνουν σήμερα…
Από παλαιοτάτων χρόνων και από σχετικούς και άσχετους απαντημένο το ερώτημα: «Εκείνοι δεν θα ήταν λύκοι / εάν εμείς δεν ήμασταν αρνιά» (William Shakespeare).
Τελικά το «κίνημα» που ασχολείται με την προώθηση αγροτικών προϊόντων χωρίς μεσάζοντες δείχνει πως επιθυμεί να μετεξελιχθεί σε μέσο προώθησης μιας νέας τάξης «ημετέρων», με τάσεις επέκτασης και πέραν των αγροτικών προϊόντων. Βέβαια, τον «καταναλωτή» δεν τον πολυενδιαφέρει, αν παίρνει φτηνά και καλά προϊόντα κι εκεί είναι που «τσιμπάει» (όσο για πολιτικά προτάγματα, ας μη στεναχωρηθούμε τέτοιες ώρες…). Ομως, αν παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά και αν έχουμε το νου μας θα αντιληφθούμε διάφορα…
«Είναι η βαρβαρότητα. Τη βλέπω να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωσή του. Οπότε αναρωτιέται κανείς: Για τι παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στα εργαστήριά μας; Παλεύουμε για ένα τίποτα που ωστόσο είναι το παν. Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί που όλα δείχνουν ότι δεν θ’ αντέξουν για πολύ. Είναι η ποιότητα που γι’ αυτή δεν δίνει κανείς πεντάρα. Είναι η οντότητα του ατόμου που βαίνει προς την ολική της έκλειψη. Είναι η ανεξαρτησία των μικρών λαών που έχει καταντήσει ήδη ένα γράμμα νεκρό. Είναι η αμάθεια και το σκότος (…) Οτι οι λεγόμενοι “πρακτικοί άνθρωποι” –κατά πλειονότητα οι σημερινοί αστοί– μας κοροϊδεύουν, είναι χαρακτηριστικό. Εκείνοι βλέπουν το τίποτα. Εμείς το παν. Πού βρίσκεται η αλήθεια θα φανεί μια μέρα, όταν δεν θα ‘μαστε πια εδώ. Θα είναι όμως, εάν αξίζει, το έργο κάποιου απ’ όλους εμάς. Και αυτό θα σώσει την τιμή όλων μας και της εποχής μας» (Οδυσσέας Ελύτης).
Πάει κι ο Ντερτιλής… Ερήμωσε η πτέρυγα, έχασε την αίγλη της η γειτονιά… Ωστόσο τα νέα φυντάνια έχουν εκκολαφθεί, μεγαλώσει και επιστρατευτεί. Μπορείς να τα δεις παντού πια…
Μπορεί ο… κομμουνιστής (τι γελάτε ρε;) πρόεδρος της Κύπρου Δημήτρης Χριστόφιας να έλαβε το ανώτατο παράσημο της Δημοκρατίας της Σερβίας, δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε τα χιλιάδες καθημερινά παράσημα που λαμβάνει από τον λαό της μεγαλονήσου και όχι μόνο…
Την ώρα που «τα χειρότερα για την Ελλάδα έχουν περάσει» κατά Προβόπουλο, ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής του London School of Economics, Κέβιν Φέδερστοουν, δηλώνει ότι «ο Αντώνης Σαμαράς είναι ίσως η τελευταία ελπίδα της Ελλάδας». Κάποιος πρέπει να διαφωτίσει τον καθηγητή (παραβλέπουμε τη δήλωση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για ευνόητους λόγους) για την έννοια των όρων «τελευταίος», «ελπίδα» και «Ελλάδα»… Οσο για τον Αντώνη Σαμαρά, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές βρισκόταν κι αυτός στο Κατάρ όπως διάφοροι προκάτοχοί του. Χωρίς να μας εξηγούν τι είδους μέλι έχει και τους προσελκύει όλους το συγκεκριμένο εμιράτο και μόνο αυτό. Ο δε Ευάγγελος Βενιζέλος ήταν στο Βερολίνο, αλλά αυτό δε νομίζουμε πως απασχολεί κανένα ή έστω αποτελεί αξιομνημόνευτη είδηση.
Και κλείνουμε με ένα απόσπασμα που δεν προέρχεται από ελληνική ταινία, αλλά από τον… ναό της δημοκρατίας. Οι ατάκες που παρατίθενται δεν είναι μεταξύ Δέσποινας Στυλιανοπούλου και Μαρίκας Νέζερ αλλά της κοινοβουλευτικής εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας και της βουλευτή των «Ανεξάρτητων Ελλήνων»: Σοφία Βούλτεψη: «Βρε Τέρενς, είμαστε κι εμείς εδώ. Πως κάνετε έτσι;». Ραχήλ Μακρή: «Τι λες μωρή που είστε κι εσείς εδώ» Σ. Β.: «Εγώ εδώ είμαι. Εσύ πού μεγάλωσες;». Ε. Μ.: «Εγώ μεγάλωσα στη Σαλονίκη. Εσύ ξέρουμε πού και πώς μεγάλωσες και ποιος ήταν ο πατέρας σου…» Σ. Β.: «Ποιος ήταν ο πατέρας μου;» Ρ. Μ.: «Αμα δεν τον ξέρεις θα στον μάθω εγώ ποιος ήταν» Σ. Β.: «Αϊ σιχτίρ ρε παλιοτσόκαρο».
Κοκκινοσκουφίτσα