παρόν και μέλλον: σκότος πηχτό
Καλώς ανταμώνουμε συντρόφια μετά από ένα παντοιοτρόπως θλιβερό καλοκαίρι, απ' αυτά που ο λαός λέει «να φύγουν και να μην ξανάρθουν». Ελα όμως που όλο και πληθαίνουν αυτά τα καλοκαίρια, αυτοί οι «ατέλειωτοι χειμώνες», αυτές οι ζωές ολόκληρες που λυμαίνεται και τσακίζει ο καπιταλισμός.
Ομως αυτό το ίδιο καλοκαίρι στο τέλος διασκέδασε τις εντυπώσεις και τα έφερε όλα τούμπα, αφού μας επιφύλασσε την έξοδο από τα μνημόνια (τι γελάτε ρε;). Χαράς ευαγγέλια και πανηγύρια που δε λένε να κοπάσουν, αφού άλλαξαν όλα για τον λαό και ακόμη γυρνάει πανηγυρίζοντας στους δρόμους με την ανάπτυξη στα χέρια.
«Οι σάλπιγγες αναγγέλλουν κρεμάλες / κι ασήμαντα ανθρωπάκια εξαγγέλλουν / όσα δεν θα μπορέσουν να κάνουν ποτέ» (Τσαρλς Μπουκόφσκι).
Ανιστόρητος μ' άλλα cash ο σύγχρονος Οδυσσέας. Προσπαθεί να πείσει ότι Τροία-Ιθάκη είναι ένα τσιγάρο δρόμος…
Η ελληνική (α)συνέχεια: «Στα χρόνια που πέρασαν από την επανάσταση του 1821 καλλιεργήθηκε επίμονα η ιδέα από τους ιστορικούς και τους πνευματικούς ηγέτες της ελληνικής αστικής τάξης, πως η σημερινή νεοελληνική εθνότητα βαστά τα ίσα από την αρχαία Ελλάδα κι ακόμα πως και το βυζαντινό κράτος ήταν απόλυτα ελληνικό. Οι ιδέες και αντιλήψεις αυτές δεν είναι καθόλου σωστές. Ο ιστορικός βίος της αρχαίας Ελλάδας τερματίστηκε στα 147 με την καταστροφή της Κορίνθου από τους ρωμαίους και την τελειωτική υποδούλωση του αρχαίου ελληνικού λαού. Η φτώχεια και η κακομοιριά ήταν τα μόνα χαρακτηριστικά και η παλιά ένδοξη ιστορία και ο πολιτισμός ξεχασμένα. Κι εκείνοι που κατοικούσαν την κυρίως Ελλάδα δεν ενδιαφέρονταν (τουλάχιστον ως τον 14ο αιώνα) για την παλαιά ελληνική ιστορία. Οι Ρωμιοί κολακεύονται να πιστεύουν πως είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων… (Γιάννης Κορδάτος – «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821»).
«Ετσι γεννήθηκε, νευριασμένη. Μ' έναν μόνιμο εκνευρισμό, ένα διαρκές σφίξιμο. Περιπλανιόταν θυμωμένη στον μακεδονικό κάμπο (ποια Σκόπια ρε;), νευριασμένη πήγαινε στο σχολείο, σφιγμένη έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Δυσαρεστημένη έτρωγε το φαΐ της, μουρμουρίζοντας έβλεπε την Πέππα το γουρουνάκι. Μεγάλωσε. Τα νεύρα έγιναν μίσος, υπέγραφε με χέρια και με πόδια ό,τι ξήλωνε τις ζωές των ανθρώπων. Να μάθουν κι εκείνοι τι δράμα είναι να είσαι νευριασμένος εκ γενετής» (από το νέο βιβλίο της Κοκκινοσκουφίτσας «Τα 'δε Εφη Ζαραπούστρα»).
Και η λαϊκή μούσα συμπληρώνει και sim πληρώνει, simply Ronnie:
Κόβουν συντάξεις και μισθούς, κόβουνε τις ζωές μας
το μόνο που δεν κόβουνε είναι οι μαλακοί S.
Μοστράρουν για αριστεροί, ναι, το τολμούν ακόμα
αφού κανείς δεν βρίσκεται στον τοίχο να τους χτίσει.
Στα δε καφενεία, όπως συνηθίζεται, τα πράγματα είναι λίγο πιο… λαϊκά, λίγο πιο χύμα:
Πήρες τη δουλειά μου, πήρες τα λεφτά μου
έλα πάρε τώρα και τα μέζεά μου.
Δηλαδή και τι να γράψεις για τον ανασχηματισμό; Για την Παπακώστα και τους «πρόσφυγες-κατσαρίδες»; Για τη Νοτοπούλου; Για τη Γεροβασίλη; Για τη Μαριλίζα; Τόσες γυναίκες σε πρώτο πλάνο, μοιραία θα διολισθήσουμε στον σεξισμό. «Κι' αυτούς που φεύγουν κι αυτούς που μένουν, οι μοίρες μ' απονιά πάντα τους δέρνουν» όπως τραγουδούσε ο Γιάννης Πουλόπουλος. Ενίοτε τους δέρνει και η μαλακή α'. Κι όπως λέγαμε:
Του Τόσκα η άγρια ματιά, του Πάνου η πλαδαρότης,
του Φώτη η καταγέλαστη βαθύτατη σοφία
της Εφης η αγριότητα, του Ευκλείδη η αφωνία,
τρομάζουνε τα ζωντανά. Μαζέψτε τους λιγάκι.
«Η τεχνολογία, παραγωγικός μηχανισμός του καταναλωτισμού, οπλίζει το χέρι του αφέντη, όχι του δούλου. Το δούλο τον φορτώνει αδιάκοπα με καινούργια εφόδια ώστε να γένεται όλο και βαρύτερος, πιο δυσκίνητος, ασήκωτος, δηλαδή όλο και πιο ακίνδυνος για τον αφέντη. Οι καλοθρεμμένοι υπήκοοι της Κίρκης ποτέ δεν θα της αμφισβητήσουν της εξουσία της, γιατί δεν τους “συμφέρει“. Δε θα γίνουν ποτέ ελεύθεροι. Ευτυχία τους λένε τη σκλαβιά τους…» (Αγγελος Τερζάκης).
Και η λαϊκή μούσα να θρηνεί κρυφά τις νύχτες: «Κι όλο συρρικνωνόμαστε. Κι όλο καλπάζει ο φασισμός»…
Κοκκινοσκουφίτσα