Ορθιοι! Οχι πια στα τέσσερα.
Για όσους δεν το θυμούνται, παραθέτουμε ένα εξόχως διδακτικό απόσπασμα που δεν προέρχεται από ελληνική ταινία, αλλά από τον… ναό της δημοκρατίας. Οι ατάκες που παρατίθενται δεν είναι μεταξύ Δέσποινας Στυλιανοπούλου και Μαρίκας Νέζερ, αλλά της τότε κοινοβουλευτικής εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας και της τότε βουλευτίνας των «Ανεξάρτητων Ελλήνων»: Σοφία Βούλτεψη: «Βρε Τέρενς, είμαστε κι εμείς εδώ. Πως κάνετε έτσι;». Ραχήλ Μακρή: «Τι λες μωρή που είστε κι εσείς εδώ» Σ.Β.: «Εγώ εδώ είμαι. Εσύ πού μεγάλωσες;». Ρ.Μ.: «Εγώ μεγάλωσα στη Σαλονίκη. Εσύ ξέρουμε πού και πώς μεγάλωσες και ποιος ήταν ο πατέρας σου…» Σ.Β.: «Ποιος ήταν ο πατέρας μου;» Ρ.Μ.: «Αμα δεν τον ξέρεις θα στον μάθω εγώ ποιος ήταν» Σ.Β.: «Αϊ σιχτίρ ρε παλιοτσόκαρο».
Οσο κι αν τη μέρα διαψεύδεται, τις νύχτες συνεχίζεται στα σκοτεινά η παρατεταμένη πρόβα νυφικού για τον ΣυΡιζΑ, που γίνεται φροντισμένα και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Κάτι που είναι εντονότερο και ευκολότερα θεατό στην επαρχία. Απίθανοι και… πιθανοί τύποι, συνομιλίες, απορρίψεις, παραγοντισμός, σεχταριστικές πρακτικές, αναθέσεις, διανομή ρόλων, απ’ όλα έχει ο μυρωδάτος μπαξές του οποίου μυρωδάτα άνθη θα κόψουμε και θα διανείμουμε στην ώρα τους…
«Στον κόσμο ετούτο χωριανοί, που αρσενοθηλυκεύει / πολλά είναι τα παράξενα, πολλά είναι και μεγάλα! / Αλλος ορίζει το σπαρτό κι άλλος καρπό μαζεύει / άλλος έχει τα πρόβατα κι άλλος αρμέει το γάλα…» (Γιώργος Αθάνας – «Τραγούδια των βουνών»).
Εύηχες ομοιοκαταληξίες με λέξεις που ηχούν ίδια σε κάθε στίχο, μελετά αυτό τον καιρό η λαϊκή μούσα, εν όψει και της προδιαγεγραμμένης απραξίας του φετινού χειμώνα που θα ακολουθήσει αυτή του φθινοπώρου που ακολούθησε αυτή του καλοκαιριού. Μέσα στο γενικό μούδιασμα που θυμίζει χειμερία νάρκη, φίδια, αρκούδες και άλλα τινά, η λαϊκή μούσα -που θα συμμετάσχει στο συνέδριο παραδοσιακής ποίησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης εκπροσωπώντας την Ελλάδα- καταθέτει τα πρώτα τέσσερα ενδεικτικά δίστιχα:

Ψηφίζω μα βρίζω.
Υπάρχουν εδώ σύλλογοι
υπάρχουνε δωσίλογοι.
Η υπουργός πολιτισμού
ο πιο καλός πωλητής μου.
Στης ξευτίλας τ’ ανηφόρι
μέχρι και στη στάνη φόροι.
Sony και καλά, deck a καλά να μας κόψουν και το τσιγάρο. Κάτι που σύμφωνα με τους εχθρούς του ανθρώπου επιβάλλεται ως καλό κ’ αγαθό. Οπως ως καλό επιβάλλεται να κοπούν οι μισθοί, να φορολογηθούν άγρια τα πάντα, να ενδυθεί την παραδοσιακή φεουδαρχία ο μεταμοντέρνος καπιταλισμός, να αλλάξει η ροή της ζωής και να αξιοποιείται από αυτούς γι’ αυτούς. Οσο ήταν καλοκαιράκι, το πρόβλημα αντιμετωπιζόταν εύκολα. Το ζήτημα είναι –όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή- τι κάνει κανείς από δω και πέρα…
Μέρες πολυτεχνείου, μέρες που το 1968 ο Αλέκος Παναγούλης καταδικαζόταν δις εις θάνατο για την απόπειρα κατά άλλου ενός δυνάστη από αυτούς που ξεφυτρώνουν παντού και πάντα, μέρες που ο ίδιος σημείωνε: «Μην αφήνετε τον εαυτό σας να παρασύρεται από τα δόγματα, τις στολές, τις δοξασίες, μην αφήνετε τον εαυτό σας να εξαπατάται από αυτόν που σας κυβερνά, από αυτόν που σας υπόσχεται, από αυτόν που σας φοβίζει, από αυτόν που θέλει να αντικαταστήσει έναν αφέντη μ’ έναν καινούργιο αφέντη, μην είστε κοπάδι, για το Θεό, μην καλύπτεστε πίσω από τα φταιξίματα των άλλων, να αγωνίζεστε, να σκέφτεστε με το μυαλό σας, να θυμάστε ότι ο καθένας είναι κάποιος, ένα πολύτιμο, υπεύθυνο άτομο, δημιουργός του εαυτού του, να το υπερασπίζεστε το εγώ σας, πυρήνα κάθε ελευθερίας, η ελευθερία είναι καθήκον, περισσότερο από δικαίωμα είναι καθήκον».
«Οι δόσεις δεν θα λύσουν το πρόβλημα της βιωσιμότητας» λένε οι επερχόμενοι διαχειριστές παύλα καλλωπιστές της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, μια αποστροφή που έχει και αντίστροφη ανάγνωση καθώς ούτε η βιωσιμότητα θα λύσει το πρόβλημα των δόσεων. Και η Ζωή (ποια Κωνσταντοπούλου ρε;) συνεχίζεται.
Κλαύσαμε πικρά διά την καρατόμηση Στύλιου, το όνομα του οποίου ομολογούμε ότι ακούσαμε δις στον ταπεινό βίο. Μία όταν ανέλαβε καθήκοντα και μία τώρα. Στη σκιά του περιστύλιου της βουλής, την «περί Στύλιου» πολιτική νεκρολογία συγγράφει ολολύζοντας η λαϊκή μούσα.
«Ξέρει ο καταδιωκόμενος. Αλλάζουν τα χαρακτηριστικά, γίνεται όλο και πιο νέος κι όμορφος, ανεβαίνει δοξαστικά στο Θεό του. Και τόσο πιο πολύ, όσο η αιτία για την οποία διώκεται περιέχει τη δικαίωση όλο και περισσότερων ανθρώπων. Δεν πονάει πια. Τώρα ο τρόμος κάθεται στους ώμους των διωκτών του. Πληθαίνουν οι άγγελοι. Κασίμης, Τσιρώνης, Τσουτσουβής, Καλτέζας, Πρέκας» (Κατερίνα Γώγου–«Νόστος»).
Κοκκινοσκουφίτσα