είσαι ο μπάτλερ τους, Αλέξη
Θεανώ, να ελπίζουμε σε κανένα ρύζι από το Cosco-χώρι για τα γεμιστά; Σε καμιά σινική μελάνη από τη σουπιά, να 'χει να αμολάει και να νανουρίζει; Καθόλου σόγια; Ή μόνο τα δικά σας σόγια θα εξυπηρετούνται, γ@μω το soy (σόγια, βαρβαριστί) μου;
Την Κυριακή 10 Ιουνίου κλείνει τα 66 χρόνια του ο πανεπιστημιακός και πολιτικός (τον καιρό αυτό Πρόεδρος της Δημοκρατίας) Προκόπης Παυλόπουλος. Περισσότερα στις κοσμικές στήλες της «Κ»).
«Ως οι Ινδοί εις φυλάς, ούτω και οι Ελληνες διαιρούνται εις τρεις κατηγορίας: α) Εις συμπολιτευομένους, ήτοι έχοντας κοχλιάριον να βυθίζωσιν εις την χύτραν του προϋπολογισμού. β) Εις αντιπολιτευομένους, ήτοι μη έχοντας κοχλιάριον και ζητούντας εν παντί τρόπω να λάβωσιν τοιούτον. γ) Εις εργαζομένους, ήτοι ούτε έχοντας κοχλιάριον ούτε ζητούντας, αλλ’ επιφορτισμένους να γεμίζωσι την χύτραν διά του ιδρώτος των» (Εμμανουήλ Ροΐδης).
Βλέποντας καθημερινά στη «μικρή μας πολιτεία που θα εκραγεί από ευτυχία», όπως λέει και το τραγούδι, ένα φορτηγό που διανέμει νερά, μπίρες και αναψυκτικά με ανοιχτά ρολά, αναρωτιέμαι: άραγε σε ποιο βαθμό αλλοίωσης να φτάνουν όταν εκτίθενται στους σαράντα και πενήντα βαθμούς του καλοκαιρινού ήλιου;
«Αμα λευτερωθεί η Κρήτη θα γελάσω» έλεγε εκείνο το αλήστου μνήμης Χατζιδάκειο άσμα σε στίχους Νίκου Καζαντζάκη. Αλλοι πάλι μπορεί να γελάσουν άμα τελειώσει (κάποτε) η δίκη της Χρυσής Αυγής.
Πάει κι ο Μαρινόπουλος, αφού πρώτα «πήγε» ο Πι-Μι με τη δραχμή, λόγω ευρώ. Πάει κι ο Μαμιδάκης. Τον τσάκισαν τον πλούτο! Εδώ μας έφτασαν οι αλήτες (η αναφορά είναι μια ευγενική προσφορά του χορηγού της στήλης. Βλέπετε, μετά τα ναυαγισμένα ρούβλια έπρεπε κάτι να κάνουμε).
Πρωτοπορία η Καβάλα. Φασίστες καίνε μαγαζιά, τρομοκρατούν και σέρνουν αντιφασίστες στα δικαστήρια, σεκιουριτάδες τραμπουκίζουν εργαζόμενους των «Ελληνικών Λιπασμάτων» που περιφρουρούν την απεργία τους, ναυτεργάτες στην πορθμειακή γραμμή Κεραμωτής-Θάσου δουλεύουν σαν είλωτες και από δέκα (προβλεπόμενες) ώρες ανάπαυσης έχουν μόνο έξι και πάει κλαίγοντας.
Πού είν’ ο Πάγκαλος, παιδιά; Ο Byron πού είναι;
Μου φαίνεται ή πάει καιρός που λείπουν απ’ την πιάτσα;
Oh god, οποία decadence! Πνευματική πενία.
Αρκούσαν λίγες λέξεις τους και γέμιζε η στήλη…
Φυσικά οι ευαισθησίες των ζεσουήδων είναι επιλεκτικές και δεν ανάρτησαν καμιά τούρκικη, ιρακινή, μπαγκλαντεσιανή ή άλλη σημαία στα προσεγμένα προφάιλς τους στα μέσα κυνωνικής δικτύωσης. Μένουμε Ευρώπη! Δεν έχουμε καμιά δουλειά με γείτονες (εχθρούς, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει με τους γείτονες), ειδικά αν είναι Ασιάτες, τριτοκοσμικοί και τα τοιαύτα…
Ενας ξεφτίλας αεριτζής και τυχάρπαστος μικροεπιχειρηματίας –εμπορεύεται φύκια, χάντρες και καθρεφτάκια που προωθεί σε τριτοκοσμικούς- που έχουμε στη γειτονιά, μάθαμε (από τον κουρέα) ότι πήγε, λέει, στην Κίνα και παρακαλούσε να του δώσουν εμπόρευμα, γιατί βλέπει ότι οι δουλειές με την κρίση δεν πάνε καθόλου καλά. Οι κακές γλώσσες (μανάβης) λένε ότι στην πιάτσα κρατάνε τις κοιλιές τους από τα γέλια και τον περιμένουν να γυρίσει για να ευχαριστηθούν δούλεμα.
«Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια / έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– / βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας / “Δώστε τη χούντα στο λαό“. / Φοβάμαι τους ανθρώπους / που με καταλερωμένη τη φωλιά / πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου. / Φοβάμαι τους ανθρώπους / που σου 'κλειναν την πόρτα / μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια / και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο / να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν. / Φοβάμαι τους ανθρώπους / που γέμιζαν τις ταβέρνες / και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια / κάθε βράδυ / και τώρα τα ξανασπάζουν / όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη / και έχουν και “απόψεις“. / Φοβάμαι τους ανθρώπους / που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν / και τώρα σε λοιδορούν / γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο. / Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους. / Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο» (Μανόλης Αναγνωστάκης).
Κοκκινοσκουφίτσα