Ο σύγχρονος κόσμος κινείται ολοένα και περισσότερο σε πιο προβληματικές και επώδυνες κατευθύνσεις. Η μετανάστευση, οι πόλεμοι και κυρίως η οικονομική αβεβαιότητα κεντρίζουν το καπιταλιστικό εποικοδόμημα απανταχού, ώστε να εκτρέψει, να χειραγωγήσει και να αφομοιώσει αυτή την κατάσταση προς όφελός του. Φυσικά, αυτό δεν γίνεται πάντα σκόπιμα ή μονοσήμαντα. Ομως, σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ειδωθεί αυτή η προσπάθεια χειραγώγησης από την οποία βέβαια δεν εξαιρούνται οι τέχνες. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κινηματογράφο, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ασχολείται αρκετά με τους μετανάστες, το ρατσισμό αλλά και με πολιτικά φαινόμενα, όπως πρόσφατα την ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ ή τα δύο θέματα με τα οποία θα ασχοληθούμε σήμερα. Αν ξεχάσουμε ότι ο κινηματογράφος είναι ένα κατ` εξοχήν βιομηχανικό προϊόν, που απευθύνεται σε όσο γίνεται περισσότερους καταναλωτές, έχουμε ήδη παραβλέψει μια βασική στόχευσή του. Αυτό σημαίνει ότι σε μείζονα ζητήματα η υπόκλιση στις κυρίαρχες απόψεις, το στρογγύλεμα των γωνιών, η σχετικά ανώδυνη αντιμετώπιση, είναι εκ των ων ουκ άνευ για να έχει χρηματοδότηση και να «περπατήσει» μια ταινία. Οπως είπαμε, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις: δεν ξεχνάμε λογουχάρη το «Dogville» του Λαρς Φον Τρίερ, ή το «Ροζετά» των αδελφών Νταρντέν. Ομως, οι περισσότερες «ψαγμένες» ταινίες δεν είναι παρά επιφανειακά γρατζουνίσματα της πραγματικότητας, ενώ μερικές έχουν κρυφά ή φανερά αντιδραστικές προεκτάσεις. Για του λόγου το αληθές ας δούμε τις δυο παρακάτω πολιτικές ταινίες.
♦ ΝΤΕΝΙΣ ΓΚΑΝΣΕΛ
Το κύμα
Το 1967, ένας καθηγητής Ιστορίας διδάσκοντας το μάθημα του Εθνικοσοσιαλισμού σ` ένα γερμανικό λύκειο, προέβη σ` ένα πείραμα προκειμένου να γίνει πιο κατανοητός. Ζήτησε από την τάξη για μια βδομάδα να δράσει σαν ένα πειθαρχημένο σύνολο, με ομαδοποιημένη συμπεριφορά και μυστικούς κώδικες, υπακούοντας σε κανόνες και εντολές. Εκπληκτος παρατήρησε ότι η προθυμία με την οποία οι μαθητές ακολούθησαν τις οδηγίες του γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλο το σχολείο, εφαρμόζοντας άτυπους αποκλεισμούς και καταφεύγοντας σε φαινόμενα βίας…
Αργότερα ο Μάρτιν Ρου μετέτρεψε το πείραμα σε ανάγνωσμα και με τη σειρά του ο Γκάνσελ σε ταινία μυθοπλασίας. Είναι φανερό ότι το «Κύμα» επιδιώκει να ξυπνήσει την ιστορική ευθύνη της γερμανικής νεολαίας απέναντι στο ναζιστικό εφιάλτη που εξέθρεψαν οι πρόγονοί της. Ως εδώ καλά. Αυτό είναι και το μόνο δυνατό σημείο αυτής της ταινίας, αφού κατά τα άλλα βρίθει απλουστεύσεων και μάλιστα επικίνδυνων. Ας δούμε γιατί.
Ο κεντρικός πυρήνας αυτής της ταινίας είναι ότι κάθε ομαδοποίηση εγκυμονεί φασιστικό κίνδυνο, στα δε κενά των ατομοκεντρικών συμπεριφορών ελλοχεύει πάντα η δυνατότητα ανάδυσης ενός –ισμού. Σύμφωνα με το σκηνοθέτη, ζούμε στην εποχή των άκρων και κάθε –ισμός είναι μια ακρότητα. Παράλληλα, η ρίζα του κακού είναι κάτι που φωλιάζει σπερματικά στην ανθρώπινη φύση. Ολοι, ανεξάρτητα από προθέσεις, είναι ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο.
Δεν χρειάζεται να πούμε πόσο αντιδραστικές και ηλίθιες είναι τέτοιες απόψεις. Αγνοείται η βασική ιδιότητα του ανθρώπου ως σκεπτόμενου και κοινωνικού όντος και η συμπεριφορά του ανάγεται στη σφαίρα του ζωικού βασιλείου. Οχι ότι μπορεί να αγνοηθεί η βιολογική φύση των ανθρώπων και οι πολύπλοκες σχέσεις (π.χ. εξουσίας και υπακοής) που οικοδομούνται μεταξύ τους και οι οποίες θα πρέπει οπωσδήποτε να συσχετισθούν με το οικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο αναπτύσσονται, όμως δε μπορεί η νεολαία που ενδεχομένως είναι επιρρεπής σε δυναμικές δράσεις, επιθυμητούς ρόλους και ταυτότητες, να χρησιμοποιείται σαν όχημα για την κατανόηση του φασιστικού φαινομένου. Πρώτα απ` όλα, ο φασισμός είναι ένα οικονομικό φαινόμενο, η πιο σκληρή και αποτελεσματική έκφανση της κυριαρχίας του κεφαλαίου που χρησιμοποίησε τις πιο επιθετικές, στρατιωτικές μεθόδους για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής. Επιβλήθηκε με την πιο άγρια καταστολή και τρομοκρατία, ο δε ιταλικός και γερμανικός λαός που συνεισέφεραν στην άνοδο και εξάπλωσή του δεν χειραγωγήθηκαν απλώς. Κυρίως προσέβλεπαν σε καλύτερες οικονομικές συνθήκες σε βάρος των υπόλοιπων λαών και εκεί έγκειται και η ιστορική τους ευθύνη. Τα υπόλοιπα που αναμασούνται σ` αυτή την ταινία είναι φληναφήματα και αμπελοφιλοσοφίες ψυχολογικού χαρακτήρα, όπως αυτές που προσάπτονται στον Χίτλερ ως παρανοϊκό δικτάτορα.
Φυσικά, δεν περιμένει κανείς από μια ταινία να αναλύσει το καθετί. Ομως, ο φασισμός είναι πολύ σοβαρό ζήτημα για να παίζει κανείς με την ερμηνεία του. Δεν θα μείνουμε σε λεπτομέρειες, όπως π.χ. η εντελώς ανεπαρκής ανάπτυξη του χαρακτήρα-κλειδί του καθηγητή ή το ότι οι αναρχικές ομάδες παρουσιάζονται σαν έξαλλες συμμορίες. Ομως, θα πάμε στο βάθος και την ουσία αυτής της ταινίας, που είναι ότι δε μπορεί ο φασισμός, η πιο άγρια μορφή της δικτατορίας της αστικής τάξης, να ερμηνεύεται με όρους κοινωνιοβιολογίας.
♦ ΠΑΟΛΟ ΣΟΡΕΝΤΙΝΟ
Il divo
Ψυχολογικό και πολιτικό πορτραίτο του ιταλού χριστιανοδημοκράτη πολιτικού Τζούλιο Αντρεότι που κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της γειτονικής χώρας για πενήντα χρόνια. Επτά φορές πρωθυπουργός και οκτώ φορές υπουργός, είδε την καριέρα του να κλονίζεται, όταν το 1993 κατηγορήθηκε για σχέσεις με τη Μαφία. Μετά από πολλές δίκες και μια παραγραφή αθωώθηκε τελεσίδικα το 2003.
Ο Πάολο Σορεντίνο προσεγγίζει το θέμα του με χιούμορ και ειρωνεία, ενώ η κινηματογράφησή του είναι πρωτότυπη και αψεγάδιαστη. Παρολαυτά, η ταινία του πάσχει σε πολλά σημεία ουσίας. Καταπιάνεται με το τεράστιο θέμα των σχέσεων της αστικής εξουσίας με τον υπόκοσμο και αδυνατεί να του δώσει μια αποκαλυπτική και καταγγελτική δυναμική. Ιντρινγκάρεται τόσο πολύ με την ψυχολογική πλευρά της προσωπικότητας του Αντρεότι που μερικές φορές μοιάζει να τον αθωώνει. Τέλος, πελαγοδρομεί στον κυκεώνα των διάφορων υποθέσεων και στο πλήθος των ονομάτων που είναι αμφίβολο αν γνωρίζουν και οι ίδιοι οι Ιταλοί. Το αποτέλεσμα είναι η ταινία μερικές φορές να πλατειάζει και να γίνεται βαρετή. Αν και δε μπορεί κανείς να την προσπεράσει, υπάρχει μια τελική αίσθηση ναρκισσισμού, φλυαρίας και του «πολύ κακό για το τίποτα».
► Συνεχίζονται οι πολλαπλές προβολές στον κινηματογράφο «Αφαία» με αφιερώματα στον Δημήτρη Μακρή, τον Ντέρεκ Τζάρμαν, το Πολυτεχνείο και την Οχτωβριανή Επανάσταση. Εξαιρετικό επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει το αντιφασιστικό αφιέρωμα από τις 13 ως τις 16 Νοέμβρη με πολλές σπάνιες ταινίες.
Ελένη Σταματίου