Η περουβιανή σκηνοθέτιδα Κλόντια Γιόσα δεν είναι άγνωστη στο ευρωπαϊκό κοινό. Η προηγούμενη δουλειά της με τον τίτλο «Madeinusa», μια συνταρακτική ηθογραφία των καθυστερημένων αντιλήψεων, ηθών και εθίμων της φτωχής περουβιανής επαρχίας, είχε προκαλέσει αίσθηση για τον τρόπο γραφής, τον ωμό ρεαλισμό και το βάθος της. Ηταν επομένως φυσικό το «Γάλα της θλίψης» να αναμένεται με αυξημένες προσδοκίες που όμως διαψεύστηκαν. Οχι επειδή η σκηνοθετική ματιά της Γιόσα, η μουσική, η εικόνα κ.λπ. δεν βρίσκονται σ` ένα υψηλό επίπεδο, ούτε επειδή η ιστορία μιας τρομοκρατημένης και με ψυχολογικά τραύματα (λόγω του βίαιου πολιτικού περιβάλλοντος στο Περού) νεαρής υπηρέτριας δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον. Αντίθετα. Η ταινία αυτή όμως έχει δυο βασικά μειονεκτήματα: Το ένα είναι η εξεζητημένη κινηματογραφική της ανάπτυξη, η αίσθηση ότι η σκηνοθέτιδα κάθε στιγμή μοιάζει να υπενθυμίζει την παρουσία της πίσω από την κάμερα με περιττά εμβόλιμα στοιχεία και συνακόλουθη υπερβολή.
Το δεύτερο είναι ότι σε μια χώρα με εντονότατα πολιτικά προβλήματα, μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις και έντονη την αμερικάνικη παρέμβαση, όπως εξάλλου σ` ολόκληρη την Λατινική Αμερική, περνούν σε δεύτερη μοίρα (όταν δεν αποσιωπούνται) οι συνέπειες αυτής της κατάστασης, το θέμα προσωποποιείται περισσότερο απ` όσο θα έπρεπε και υπερτονίζονται τοπικά φολκλορικά στοιχεία. Ετσι, η ταινία χάνει σε βαθύνοια και παρά τις όποιες αρετές της γίνεται δέσμια μιας στιλιζαρισμένης επιφανειακής ματιάς, καταδικασμένης να περάσει σχεδόν απαρατήρητη.