Ακούστηκαν πολλά για την τελευταία ταινία του Ζακ Οντιάρ. Αποκλήθηκε μέχρι και η τέλεια ταινία. Φυσικά, όλα αυτά είναι υπερβολές. Για τον απλό λόγο, ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο για έναν οποιονδήποτε καλλιτέχνη να καθιερωθεί ως αληθινός δημιουργός χωρίς να διαθέτει, πέρα από το ταλέντο, ένα τεράστιο και πολύμορφο background και κυρίως τη γνώση και συνείδηση των μεγάλων αντιθέσεων του σύγχρονου κόσμου.
Ολες οι ταινίες του Οντιάρ συνηγορούν υπέρ μιας μετριότητας. Τουλάχιστον ο φίλος του Ματιέ Κασοβίτς κατάφερε να κάνει (έστω και τυχαία) ένα αριστούργημα, το «Μίσος». Κι αν θέλουμε να μιλήσουμε για οξύ κοινωνικό σχόλιο, το «Μίσος» είναι πλέον ταινία αναφοράς. Ομως από τον Οντιάρ λείπει ακριβώς αυτό: το βαθύ, το οξύ κοινωνικό σχόλιο, που ασφαλώς δεν χρειάζεται να είναι ούτε διδακτικό αλλά ούτε και προσχηματικό, όπως συμβαίνει στον «Προφήτη».
Εδώ ο νεαρός άραβας Μαλίκ, τυπικός εκπρόσωπος των παρισινών γκέτο, καταλήγει στη φυλακή μετά από μια συμπλοκή με μπάτσους και μεταμορφώνεται σταδιακά σ` έναν εξπέρ του εγκλήματος. Η έμφαση δίνεται σ` αυτή ακριβώς τη μεταμόρφωση, την αναρρίχηση στην ιεραρχία του υπόκοσμου. Κι αν έχουμε δει ανάλογες ταινίες! Που ακριβώς γι’ αυτό έγιναν τυπικά δείγματα του mainstream σινεμά, ακόμα και όταν πρόβαλαν την ταπεινή καταγωγή του περιθωριακού ήρωά τους.
Φυσικά, θα ήταν λάθος να αγνοήσουμε τις αρετές του «Προφήτη», όσο αδύναμο κι αν είναι το κοινωνικό του σχόλιο. Καταρχήν πρόκειται για μια ταινία υψηλής αισθητικής. Επειτα, οι έννοιες του καλού και του κακού αποδίδονται με όλη τη σχετικότητα που έχουν. Ο κεντρικός ήρωας, προερχόμενος από τα έγκατα αυτής της κοινωνίας, παραπαίει συνεχώς ανάμεσα σ` ένα ζωώδες ένστικτο επιβίωσης και την ανάγκη να αισθανθεί πραγματικός άνθρωπος, ν` αγαπήσει, να χαρεί τη φύση, τη ζωή. Ομως, στην πραγματικότητα αυτή η κοινωνία δεν του έχει αφήσει καμιά επιλογή, παρά μόνο το μίσος και το έγκλημα. Επιπλέον, η ζοφερή κατάσταση των φυλακών, η διαφθορά, οι εξαναγκασμοί, η κυριαρχία του υπόκοσμου, αποτυπώνονται με εξαιρετικό ρεαλισμό.
Ελένη Σταματίου