ΤΖΟΝ ΚΡΟΟΥΛΙ
Boy A
Ενας νεαρός άνδρας προσπαθεί, μετά από 14 χρόνια φυλάκισης για ένα έγκλημα που διέπραξε στην παιδική του ηλικία, να επανενταχθεί κοινωνικά. Αρωγός σ` αυτή τη δοκιμασία του είναι ο κοινωνικός λειτουργός και μέντοράς του. Εμπόδιο και μάλιστα ανυπέρβλητο η κυρίαρχη κοινωνική ηθική.
Αν και το θέμα της ταινίας μοιάζει κοινότοπο, όσο και δύσκολο ψυχολογικά, ο Τζον Κρόουλι προσπαθεί να το δώσει με λεπτούς και ήρεμους τόνους έτσι που τελικά μόνο προς το τέλος αποκτά τη δύναμη και την ένταση που εξαρχής εμπεριέχει. Ετσι, η ταινία από τη μια κερδίζει σε πρωτοτυπία ενώ από την άλλη παρουσιάζει αδυναμίες στην ανάπτυξη του σεναρίου. Δυσκολίες παρουσιάζει επίσης η ανάγνωση του εσωτερικού κόσμου του πρωταγωνιστή όσο και η ανάδειξη της προσωπικότητας του κοινωνικού λειτουργού.
Παρά ταύτα, η ταινία αποκτά αξία όχι μόνο για την αισθητική και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της, αλλά κυρίως για την κριτική της στις κυρίαρχες ηθικές αντιλήψεις και τον ανθρωποφαγικό ρόλο των ΜΜΕ.
Η αναγωγή της ηθικής , ιδιαίτερα στις αγγλοσαξονικές χώρες, σε εξωανθρώπινο, υπερταξικό, ιδεαλιστικό πρόταγμα συγκαλύπτει τις επίγειες, τις κοινωνικές αιτίες της ηθικής και τις ευθύνες των ενηλίκων για τα παιδικά παραστρατήματα, μεγιστοποιεί την κοινωνική υποκρισία και «αγνοεί» ότι το καλό και το κακό είναι ιδιότητες σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση, εξαρτώμενες από τις συνθήκες και τις αναγκαιότητες της επιβίωσης. Η ταινία του Κρόουλι, παρά τις αδυναμίες της, θέτει επί τάπητος αυτούς τους προβληματισμούς και αυτό ανήκει στα θετικά της.
ΚΡΙΣΤΟΦ ΜΠΑΡΑΤΙΕ
Paris 36
Μέσα από την ιστορία ενός μουσικού θεάτρου που χρεοκοπεί και παλεύει για την ανασυγκρότηση του, ο Κριστόφ Μπαρατιέ («Τα παιδιά της χορωδίας») επιχειρεί μια αναπαράσταση του πολιτικού, κοινωνικού και καλλιτεχνικού κλίματος στο Παρίσι το 1936. Είναι η εποχή που το Λαϊκό Μέτωπο ανεβαίνει, οξύνονται οι ταξικές συγκρούσεις και αναζωπυρώνονται οι ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Σ` αυτές τις συνθήκες οι άνεργοι ηθοποιοί του θεάτρου «Σονσονιά» βρίσκουν το κουράγιο να κάνουν δυο προσπάθειες επαναλειτουργίας του.
Αξιοπρεπής, μεγαλόπνοη ταινία εποχής, που ξεχειλίζει από νοσταλγία και καλές προθέσεις, αλλά χάνει κάθε ουσία. Με αδύναμο πολιτικό στίγμα και ανεπαρκές σενάριο, το «Παρίσι 36» δεν είναι ούτε μιούζικαλ, ούτε ρομάντζο, ούτε κωμωδία, αλλά λίγο απ` όλα, με αποτέλεσμα να χάνει σε όλα τα επίπεδα. Το μόνο που καταφέρνει είναι να συντηρεί το διαχρονικό μύθο μιας Πόλης που δεν χάνει ποτέ τη λάμψη και τη γοητεία της. Ομως, αυτό δεν αρκεί για να γίνει μια ταινία, ακόμα κι αν μιλάμε για το Παρίσι…