Η παράδοση και οι παρακαταθήκες της παίζουν τελικά το ρόλο τους σε κάθε μορφή της τέχνης και της ζωής. Αυτό τουλάχιστον αντιλαμβάνεται κανείς βλέποντας αυτή την αξιόλογη ουγγρική ταινία, καθώς φέρνει στη μνήμη του τη μακρά κινηματογραφική παράδοση αυτής της χώρας, την ίδια στιγμή που κάνει μελαγχολικές σκέψεις για το παρελθόν και το παρόν της ελληνικής κινηματογραφίας.
Ο Ούγγρος, λοιπόν, Χαϊντού παραδίδει στο κοινό μια ταινία χάρμα ειδέσθαι, προσεγμένη σε όλες της τις λεπτομέρειες, με εξαιρετικές ερμηνείες, θαυμάσια φωτογραφία, αινιγματική, σουρεαλιστική ατμόσφαιρα και ενιαίο, συμπαγές σκηνοθετικό ύφος. Επιπροσθέτως, η ταινία αυτή ασχολείται μ` ένα καυτό, τεράστιο ζήτημα, εκείνο της παράνομης διακίνησης (εμπορίου ακριβέστερα) γυναικών, αλλά και την «υποκουλτούρα της χορτασμένης δυτικής διανόησης, τις σεξουαλικές διαστροφές της, την μεταμφίεση της σόου-μπιζ σε τέχνη» κ.λ.π. (δήλωση του ίδιου του σκηνοθέτη).
Η μοναδική αλλά ισχυρή ένσταση που μπορεί να έχει κανείς γι’ αυτή την ταινία είναι ότι η επιλογή των πολλαπλών ανοιχτών ερμηνειών που διατρέχουν πολλές σκηνές, σε συνδυασμό με την εκθαμβωτική, ονειρική ατμόσφαιρα, με την οποία ολόκληρη η ιστορία παρουσιάζεται, έρχεται σε οξεία αντίθεση με το σκληρό θέμα του τράφικινγκ, με το σχεδόν απίστευτο γεγονός ότι χιλιάδες κλαμπ ανά τον κόσμο δεν είναι απλώς πορνεία πολυτελείας, αλλά χώροι σεξουαλικών ακροτήτων και «ανθρωποθυσιών».
Η αντίθεση αυτή υπερβαίνει ενδεχομένως τις όποιες υποκειμενικές κρίσεις και αντιλήψεις περί τέχνης, ειδικά όταν αυτό που βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη, χωρίς να ψεύδεται, αγγίζει με μεταφορική διάθεση λίαν σοβαρά και εξοργιστικά ζητήματα της επικαιρότητας. Πάντως –συγκριτικά έστω– «Οι νύχτες του Πασκάλ» είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της σεζόν και αξίζει την προσοχή σας.