Ας ξεκινήσουμε από το επιμύθιο του σκηνοθέτη: Μόνο οι οικογενειακές αξίες μπορούν να φρενάρουν το πάθος του τζόγου!!! Τουτέστιν, από πού ν’ αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει; Οτι η κορωνίδα του σύγχρονου καπιταλισμού, δηλαδή το χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεν είναι ζήτημα λειτουργίας του συστήματος –στην πιο παρασιτική του μάλιστα έκφραση– αλλά ζήτημα πάθους και τζόγου; Οτι οι λεγόμενες αγορές, που απροκάλυπτα πλέον συνθλίβουν αθόρυβα τους λαούς, προκαλώντας μέχρι αληθινούς λιμούς, είναι μια χαριτωμένη ιστορία κυνισμού, που σκοντάφτει καμιά φορά στα ανθρώπινα συναισθήματα; Οτι η αμερικάνικη κυβέρνηση παρεμβαίνει που και που θετικά για να βάλει τάξη στο λάκκο των λεόντων; Οσο για τις φανφάρες περί απληστίας, «σαπουνόφουσκων», καρχαριών, κερδών κ.λπ., αλλά και τις αηδίες περί οικογενειακών αξιών, που αναμασά εντελώς κοινότυπα ο Στόουν, όλ’ αυτά μόνο καγχασμό μπορούν να προκαλέσουν.
Κοντολογής, έχουμε μια ταινία που απευθύνεται στον «μέσο» αδαή θεατή και βεβαίως σ’ όλους τους ηλίθιους αυτού του κόσμου. Μια ταινία που δεν είναι καν λαϊκίστικη, αφού είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αμερική τουλάχιστον ο κεντρικός ήρωας, που υποτίθεται ότι είναι ένα κάθαρμα, λειτούργησε σαν θετικό πρότυπο για πολλούς επίδοξους χρηματιστές της Wall Street! Τυχαίο; Δεν νομίζω! Ο Ολιβερ Στόουν κλείνει με συμπάθεια το μάτι στους απανταχού αδηφάγους καταφερτζήδες του χρηματιστηρίου κι αυτό δεν μπορεί να το κρύψει. Εξ άλλου, ανήκει στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων, για τους οποίους το τέλος της ιστορίας μοιάζει αδιαμφισβήτητο γεγονός. Και φυσικά, για ένα μόνο πράγμα δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς: αφέλεια.
Οπότε τι απομένει απ΄ όλο αυτό το πόνημα; Ο θετικός θόρυβος που ακολούθησε την πρώτη ταινία ( Το «Wall street», γυρισμένο το 1987), τα φτηνά λαϊκίστικα φληναφήματα και η υπολογίσιμη παρουσία του Μάικλ Ντάγκλας που πρωταγωνίστησε και στην πρώτη ταινία.
Ελένη Σταματίου