Θυμηθείτε τα μελοδράματα του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του `60. Θυμηθείτε τον Νίκο Ξανθόπουλο, τον Αρτέμη Μάτσα και κυρίως τον Βασιλάκη Καΐλα. Θυμηθείτε τη μουσική υπόκρουση των ταινιών αυτών, την ινδική της –μερικές φορές– προέλευση, και θα έχετε ήδη την πρώτη εικόνα για το «αριστούργημα» που σάρωσε τα φετινά Οσκαρ. Οσο για τον Ντάνι Μπόιλ που σκάρωσε αυτή την ινδική μελό σαπουνόπερα, ε, αυτός σίγουρα έπιασε την καλή. Γιατί αποκλείεται να μη σκέφτηκε το ινδικό-βρετανικό κοινό αλλά και τον υπόλοιπο ατελείωτο ινδικό πληθυσμό που έχει «αναδείξει» το δικό του Μπόλιγουντ, προκειμένου να φτιάξει αυτή την οσκαρικών προδιαγραφών καθαρά εμπορική ταινία.
Ολα για τα εισιτήρια λοιπόν. Μα καλά, θα πουν μερικοί, δεν είναι αυτό το φιλμ απόδοση τιμής στην παλιά καλή εποχή του ινδικού σινεμά; Δεν είναι συγκινητικές οι εικόνες των απόκληρων και των τρωγλών της Βομβάης; Δεν είναι σοκαριστικές οι οικονομικές αντιθέσεις στη ινδική κοινωνία; Ε, και λοιπόν; απαντούμε εμείς. Κάθε καλό μελόδραμα αποτυπώνει τη δυστυχισμένη πλευρά της ζωής. Οπως στην πολιτική έτσι και στον κινηματογράφο, η κυρίαρχη ιδεολογία δεν έχει κανένα πρόβλημα να περιγράψει με τα μελανότερα χρώματα τη σκληρότητα αυτού του κόσμου. Αρκεί να μην υπάρχει υπόνοια αλλαγής του. Πρόκειται για το είδος εκείνο της πληροφορίας που σπανίως οδηγεί τη σκέψη παραπέρα. Ο θεατής αφήνεται σε μια ανώδυνη παραλυτική μυθοπλασία που –προς Θεού– δεν έχει καμιά πολιτική-διδακτική πρόθεση και –το κυριότερο– δεν επιδιώκει ανατροπές και συγκρούσεις. Διαπιστώνει με ανάμικτα αισθήματα, ότι αυτός ο παλιόκοσμος ήταν και παραμένει ίδιος, οπότε η γοητεία της αμεριμνησίας και το κυνήγι του έρωτα, της δόξας και του χρήματος είναι «μια χαρά» εφήμερη φυγή από την πραγματικότητα.
Και καλά, ο απλός θεατής, για ευεξήγητους λόγους, στερεί πρόθυμα πολλές φορές από τον εαυτό του την ικανότητα κρίσης. Η χαζοχαρούμενη όμως κριτική, που απονέμει εύκολα εύσημα και εκθειάζει την απόδοση τιμής στο Μπόλιγουντ, ας σκεφτεί ότι τα προκλητικά happy end και η φωτογένεια της φτώχειας διανθισμένη με λίγο χιούμορ δεν μπορούν να αποφορτίσουν την οποιαδήποτε αθώα μυθοπλασία από το ιδεολογικό της φορτίο. Αυτή η χαζοχαρούμενη κριτική μόνο δυο επιχειρήματα έχει: την αρτιότητα αυτού του φιλμ και την ανάμνηση των παλιών καλών ημερών του σινεμά, που φέρνει.
Μέχρι και στο ηλίθιο, τύπου γιουροβίζιον τραγουδάκι των τίτλων του τέλους υποκλίθηκε. Ε, βέβαια, πήρε και αυτό όσκαρ!
Το Slumdog millionaire δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αντιδραστική ταινία. Φυσικά και είναι ευχάριστη. Φυσικά και αντανακλά όσα αισθάνεται το κοινό. Γιατί πάνω απ` όλα το κοινό πρέπει να περνάει καλά, να ξεχνά, να μην πολυσκέφτεται, να ελπίζει (έστω στα τηλεπαιχνίδια) και κυρίως να καταναλώνει και να καθησυχάζει τις ανησυχίες του. Να μην είναι παραγωγικό, να μην είναι ενεργό.
Οσο για τον Ντάνι Μπόιλ, μια υπολογίσιμη ταινία κατάφερε να γυρίσει, το «Trainspoting». Ηταν, όπως και του Ματιέ Κασοβίτς «Το μίσος», η πρώτη του. Από κει και μετά το χάος. Ετσι, έχει τώρα κάθε λόγο να πανηγυρίζει. Το Οσκαρ τον έφερε, έστω για λίγο, στο προσκήνιο.
Ελένη Σταματίου