Ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με ένα εξαιρετικά δύσκολο θέμα, αυτό της παιδοφιλίας. Στην ταινία παρακολουθούμε έναν 35χρονο παιδόφιλο, τον Μίχαελ, ο οποίος έχει απαγάγει ένα 10χρονο αγόρι και το κρατά φυλακισμένο στο υπόγειό του. Ο Σλάιζνερ αφηγείται την ιστορία του από την πλευρά του θύτη και όχι του θύματος, αποφεύγοντας τις πολλές συναισθηματικές εντάσεις και τις οποιεσδήποτε ηθικολογικές αναφορές. Ο Μίχαελ είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, συνηθισμένος, ευυπόληπτος, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Παρακολουθώντας τη ζωή των δυο αυτών ηρώων βλέπουμε ότι έχει δημιουργηθεί μια περίεργη κανονικότητα στην καθημερινή τους ζωή, μια ρουτίνα, γεγονός που εντείνει ακόμα περισσότερο τη φρίκη που προκαλεί από μόνη της η ιστορία.
Η κανονικότητα και η λειτουργικότητα ενός ευπρεπούς μέλους της κοινωνίας δεν αποκλείει τη μοναχικότητα και τη δυστυχία. Στην πραγματικότητα, η ζωή αυτού του συνηθισμένου ανθρώπου αντανακλά τις ανεπάρκειες, την αλλοτρίωση, τη σκοτεινιά, την εσωστρέφεια και την αποστείρωση ενός ολόκληρου κοινωνικού περιβάλλοντος που με τον τρόπο του οδηγεί σε τέτοιες διαστροφικές συμπεριφορές και μοιάζει εξίσου υπεύθυνο.
Ο Σλάιζνερ σ’ αυτή την πρώτη του ταινία δίνει ηχηρό παρών σ’ αυτό το ιδιαίτερο, αποστασιοποιητικό και σκεπτόμενο σύγχρονο αυστριακό σινεμά που έδωσε αριστουργήματα όπως «Η έβδομη ήπειρος», «Η δασκάλα του πιάνου» κ.ά. Με μακρά θητεία στον κινηματογράφο από διάφορες θέσεις, εργάστηκε επίσης στο καστ των εξαιρετικών ταινιών «Σκυλίσιες μέρες» του Ούλριχ Ζάιντκ και «Λευκή κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε.