Αν αυτή η ταινία γυριζόταν φέτος, σήμερα θα ήταν μια κατάβαση στην κόλαση. Γυρίστηκε όμως πέρυσι και είναι αποτύπωση της πρόσφατης πραγματικότητας στην Παλαιστίνη: ένα οδοιπορικό δηλαδή στη μιζέρια, την αβεβαιότητα, τη βία και τις απαγορεύσεις που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητα μιας κατεχόμενης χώρας. Κάτω από τις συνθήκες αυτές (τα γυρίσματα έγιναν στη Δυτική Οχθη και το Ισραήλ), η πραγματοποίηση μιας παλαιστινιακής ταινίας είναι άθλος και η χρησιμότητά της προφανής. Γιατί όσες ενστάσεις κι αν έχει κανείς για το περιεχόμενό της, σπάει το τείχος της σιωπής με το οποίο η «πολιτισμένη» Δύση έχει περιβάλλει τα τεκταινόμενα σ` αυτή τη μαρτυρική γη.
Μια Παλαιστίνια της διασποράς, λοιπόν, με αμερικανική υπηκοότητα, επιστρέφει στη γη των πατέρων της για να διευ-θετήσει μια τραπεζική υπόθεση. Εκεί ανακαλύπτει ότι κάθε προσπάθεια τήρησης των νόμων, κάθε απόπειρα ιδιωτικής, φυσιολογικής ζωής προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια καταλήγοντας στην παρανομία, τη φυλακή ή την έξοδο από τη χώρα.
Η ταινία δεν αναφέρεται καθόλου στην παλαιστινιακή Αντίσταση. Αποπνέει μια δόση ηττοπάθειας. Κι έτσι όμως, προβάλλει τη σαδιστική ισραηλινή βία, τα όνειρα των προσφύγων, την απελπισμένη προσπάθεια των ανθρώπων να ζήσουν στη δική τους πατρίδα. Κι έτσι όπως είναι, ταράσσει την «ησυχία», την αφάνεια και τη φίμωση που οι καταχτητές έχουν επιβάλλει σ’ αυτό το τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, που δεν είναι μόνο η Γάζα. Τέτοιες ταινίες σχίζουν το πέπλο απάθειας με το οποίο η εφησυχασμένη, το ίδιο ένοχη με το Ισραήλ Δύση, έχει τυλιχτεί. Και αυτή είναι η συνεισφορά τους.
Ελένη Σταματίου