Γίνεται λόγος για ένα νέο ρεύμα στον ελληνικό κινηματογράφο, που περιγράφεται σαν ένας αποστασιοποιημένος τρόπος γραφής, προκλητικός, υπερβατικός και αιχμηρός, που δίνει έμφαση στις σύγχρονες σχέσεις και προβλήματα της κοινωνίας κ.λπ. Ετσι, δεν είναι δύσκολο να δει κανείς τη συνάφεια ανάμεσα στον «Κυνόδοντα», λόγου χάρη, του Γιώργου Λάνθιμου και στο «Attenberg» της Αθηνάς Τσαγγάρη. Υπάρχει μεγάλη ομοιότητα στη φόρμα και τον τρόπο αφήγησης, αλλά υπάρχει επίσης μια ειδοποιός διαφορά ουσίας στο περιεχόμενο, τέτοια που τοποθετεί τον μεν «Κυνόδοντα» στις καλύτερες ελληνικές ταινίες των τελευταίων χρόνων, το δε «Attenberg» στις μέτριες.
Η ενασχόληση του Λάνθιμου με το πορτραίτο της κλειστής, αμυντικής, δυσλειτουργικής οικογένειας, που χαρακτηρίζει τις ανταγωνιστικές κοινωνίες, υπήρξε ουσιαστική και επιτυχής. Από την άλλη, στο «Attenberg» παρακολουθούμε μια νεαρή κοπέλα στην πορεία αναζήτησης της σεξουαλικής της ταυτότητας και στη διαδικασία συνειδητοποίησης του θανάτου.
Πρόκειται περισσότερο για μια περιγραφή, χωρίς κοινωνικούς προβληματισμούς, της δύσκολης ενηλικίωσης της νεαρής ηρωίδας, παρά για μια ευρύτερης σημασίας προσέγγιση των αφύσικων, αλλοτριωμένων σχέσεων σ` ένα αποξενωμένο κοινωνικό περιβάλλον. Η σκηνοθέτης, σαν σε μια προσπάθεια ενδυνάμωσης της κεντρικής ιδέας, χρησιμοποιεί αρκετά προκλητικά στοιχεία, χωρίς καμιά ουσιαστική στόχευση. Επιτηδευμένοι διάλογοι και στιλιζάρισμα που ευτυχώς έρχεται να ισορροπήσει η παρουσία του –για άλλη μια φορά– καλού ηθοποιού Βαγγέλη Μουρίκη. Η εντυπωσιακή δε χρήση βιομηχανικών τοπίων (άσπρα σπίτια, ορυχεία βωξίτη κ.λπ.), εξυπηρετεί μόνο εικαστικούς σκοπούς, χωρίς να υποδηλώνει τίποτα περισσότερο.
Ολ` αυτά δεν σημαίνουν ότι η ταινία της Αθηνάς Τσαγγάρη στερείται αρετών.
Δεν είναι όμως οι κάποιες αρετές που λείπουν από το ελληνικό σινεμά σήμερα. Κυρίως λείπει η ισχυρή γείωση με την πραγματικότητα. Οι ομφαλοσκοπήσεις περισσεύουν. Οπως και η ανώδυνη, ανάλαφρη παράδοση του παρελθόντος, αν και βέβαια αυτό δεν αφορά το «Attenberg».
Ελένη Σταματίου