«Από τα βάθη της καρδιάς μας είμαστε περήφανοι που πολεμήσαμε το αίμα και τη φωτιά με τα δάκρυά μας. Η πάλη μας ήταν αγνή και δίκαιη και έβαλε τέλος στην εξευτελιστική σκλαβιά. Πρωί και βράδυ έπρεπε να ανεχτούμε ξύλο, ρεζίλεμα, βρισιές, μόνο και μόνο γιατί ήμασταν “νέγροι“, “αράπηδες”. Γίναμε μάρτυρες όσων διώχτηκαν για τις πολιτικές και θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και κατέληξαν εξόριστοι στην ίδια τους τη χώρα, εξαναγκαζόμενοι σε μια μοίρα χειρότερη κι από το θάνατο. Πώς μπορεί να ξεχάσει κανείς τις σφαγές που κόστισαν τη ζωή σε πολλούς αδελφούς μας, τα κελιά όπου ρίχτηκαν από το δυνάστη; Εμείς που υποφέραμε στην καρδιά και το σώμα μας από το αποικιοκρατικό καθεστώς, λέμε τώρα δυνατά και καθαρά ότι τελείωσε».
Αυτά τα λόγια του Πατρίς Λουμούμπα, του ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος του Κονγκό, μας ήρθαν στο νου καθώς βλέπαμε χθες την πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου να παρασημοφορεί τον βασιλιά και τη βασίλισσα των Βέλγων με το Παράσημο του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος του Σωτήρος και να παρασημοφορείται από τον βασιλιά Φιλίπ με το Παράσημο του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος του Λεοπόλδου.
Απ’ όλα τα παράσημα που θα μαζέψεις αυτό να το φοράς πάντοτε, κυρία Σακελλαροπούλου. Για να βλέπουν όλοι οι άνθρωποι με μνήμη έναν κατακόκκινο λεκέ από αίμα πάνω στο λευκό κοστούμι σου. Είναι το παράσημο που φέρει το όνομα του «κτήνους», του βασιλιά Λεοπόλδου Β’ του Βελγίου. Του ανθρώπου που «πήρε» το Κονγκό ως προσωπική του αποικία και το μετέτρεψε σε κόλαση.
Το τάγμα του Λεοπόλδου, ο προσωπικός του στρατός από 20.000 μισθοφόρους, μαζί με τους μισθοφόρους που του παραχώρησαν οι εκπρόσωποι των εταιριών που εκμεταλλεύονταν το χαλκό, το καουτσούκ, τα διαμάντια, το ελεφαντόδοτο και άλλα πολύτιμα προϊόντα της αφρικανικής γης, μετέτρεψαν έναν πληθυσμό περίπου 25 εκατ. ανθρώπων σε σκλάβους.
Δουλειά μέχρι θανάτου. Οποιος δεν έπιανε τη νόρμα που καθόριζαν οι αποικιοκράτες μαστιγωνόταν με ειδικό μαστίγιο από δέρμα ιπποπόταμου. Αν ήταν… υπότροπος, μαστιγωνόταν μέχρι θανάτου. Οποιος αντιμιλούσε ακρωτηριαζόταν. Μαζί του ακρωτηριάζονταν και μέλη της οικογένειάς του, ακόμα και παιδιά. Oι αποικιοκράτες μισθοφόροι είχαν μετατρέψει τα ακρωτηριασμένα άκρα των Κονγκολέζων σε… μονάδα μέτρησης για προϊόντα!
Πάνω από τρία εκατομμύρια Κονγκολέζοι υπολογίζεται ότι δολοφονήθηκαν μέσα σε μια δεκαετία (1895-1905). Τετραπλάσιος αριθμός πέθανε από την εξάντληση, την πείνα και διάφορες λοιμώδεις ασθένειες. Το 1911, η απογραφή μέτρησε μόλις 7,5 εκατομμύρια αυτόχθονες στο «Βελγικό Κονγκό». Λιγότερους από το ένα τρίτο του πληθυσμού που σκλάβωσαν οι βέλγοι αποικιοκράτες!
Από τα 1908, μετά από την κυκλοφορία φωτογραφιών με ακρωτηριασμούς και άλλα βασανιστήρια, τις μαρτυρίες κάποιων ιεραπόστολων που έφριξαν μ’ αυτά που είδαν, την κυκλοφορία του βιβλίου του Τζόζεφ Κόνραντ «Η καρδιά του σκότους» (1900) και του διηγήματος του Μαρκ Τουέιν «Ο μονόλογος του βασιλιά Λεοπόλδου» (1905) και διάφορα δημοσιεύματα σε αμερικανικές και βρετανικές εφημερίδες, είχαμε αλλαγή σκυτάλης: το «κτήνος», όπως είχε ονομαστεί ο Λεοπόλδος, παρέδωσε την προσωπική του αποικία στο βελγικό κράτος και είχαμε πλέον το «Βελγικό Κονγκό».
Η αποικιοκρατία συνεχίστηκε, το ίδιο εκμεταλλευτική, το ίδιο αιματηρή, αλλά με μεγαλύτερη προσοχή: πλέον δεν σκότωναν, δεν μαστίγωναν και δεν ακρωτηρίαζαν ακόμα και για απόλαυση, αλλά μόνο για «ανταρσία». Κι όλα σκεπάζονταν με ένα πέπλο σιωπής, γιατί το «κτήνος» είχε αποδειχτεί πρωτοπόρο και τις μεθόδους του είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν και οι άλλοι αποικιοκράτες στην Αφρική.
Το «κτήνος» είχε προλάβει να πάρει την τιμητική ονομασία «βασιλιάς οικοδόμος» στο Βέλγιο, χάρη στα μεγαλειώδη οικοδομήματα και τις υποδομές που έφτιαχνε με το αίμα των σκλάβων του Κονγκό. Με το ίδιο αίμα διαφθάρηκε η βελγική εργατική τάξη. Της πετούσαν κάποια ψίχουλα και εξασφάλιζαν την κοινωνική ηρεμία μέσα στο Βέλγιο (το φαινόμενο –όχι μόνο για το Βέλγιο- έχει περιγράψει στα έργα του ο Λένιν, αναλύοντας την κοινωνική βάση του οπορτουνισμού και της διαφθοράς της Β’ Διεθνούς).
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου η «μαύρη ήπειρος» άρχισε να αφυπνίζεται. Αντιαποικιακά κινήματα άρχισαν να αναπτύσσονται σχεδόν παντού. Ηγέτης του αντιαποικιακού κινήματος του Κονγκό αναδείχτηκε ο Πατρίς Λουμούμπα, ένας ταχυδρομικός υπάλληλος. Οταν οι βέλγοι αποικιοκράτες τον συνέλαβαν το 1959, κάηκε η Κινσάσα (τότε την έλεγαν ακόμα Λεοπολντβίλ, προς τιμήν του «κτήνους»!).
Η αποικιοκρατία δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο. Το 1960, το Βέλγιο αναγκάστηκε ν’ αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Κονγκό. Ο Λουμούμπα έγινε πρωθυπουργός. Δεν ήταν κομμουνιστής, ένας προοδευτικός μικροαστός εθνικιστής ήταν, με όραμα μια ανεξάρτητη και ενωμένη χώρα. Αρνήθηκε και τη διαίρεση του Κονγκό σε μικρότερα κρατίδια και την αναγόρευση του βασιλιά του Βελγίου Μποντουέν σε επικεφαλής του νέου κράτους. Δεν τον άφησαν στην πρωθυπουργία ούτε δέκα εβδομάδες. Είχε προσβάλει και τον Μποντουέν, λέγοντάς του κατάμουτρα στην τελετή ανάληψης της πρωθυπουργίας τα λόγια που παραθέσαμε στην αρχή. Και συμπλήρωσε σε δήλωσή του προς τους ανταποκριτές του ξένου Τύπου: «Αυτή η ανεξαρτησία, ακόμη και αν σήμερα τη γιορτάζουμε μαζί με το Βέλγιο, κανένας Κονγκολέζος, που του αξίζει να λέγεται έτσι, δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι κερδήθηκε με σύγκρουση»! Εκανε και επαφές με την ΕΣΣΔ των αναθεωρητών του Χρουτσιόφ.
Οι Βέλγοι, με τη βοήθεια των Αμερικανών οργάνωσαν στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Λουμούμπα συνελήφθη, φυλακίστηκε και στη συνέχεια βασανίστηκε απάνθρωπα και δολοφονήθηκε, με εντολή των Βέλγων. Τέσσερις βέλγοι αξιωματούχοι ήταν παρόντες στο βασανισμό, τη δολοφονία και την ταφή του (αυτό αναγκάστηκε να το παραδεχτεί το 2002 και η… προοδευτική βελγική κυβέρνηση). Οταν η είδηση έγινε γνωστή την επόμενη μέρα, ξέθαψαν βιαστικά το πτώμα και το μετέφεραν αλλού. Εκεί ένας βέλγος αξιωματούχος το τεμάχισε με σιδηροπρίονο, περιέλουσε τα κομμάτια του με θειικό οξύ, για να μην αναγνωρίζεται, και κράτησε σαν… σουβενίρ δυο δόντια!
Γι’ αυτό σας λέμε, κυρία Σακελλαροπούλου: αυτό το παράσημο του Τάγματος του Λεοπόλδου να το φοράτε πάντοτε, έχει ιδιαίτερη αξία. Θα μας θυμίζει τα λόγια που βάζει ο Μαρκ Τουέιν στο στόμα του «κτήνους» Λεοπόλδου: «Τα λένε όλα: ότι εξοντώνω έναν λαό μοναχικών πλασμάτων, σβήνοντάς τους από τον χάρτη με κάθε μορφή δολοφονίας, προς χάριν της τσέπης μου και μόνο, και πως κάθε σελίνι που βγάζω κοστίζει έναν βιασμό, έναν ακρωτηριασμό ή μια ζωή» (Μαρκ Τουέιν, Τυράννων Μονόλογοι, μτφρ. Νάσος Ταρκαζίνης, εκδ. Παπαδόπουλος).