Και να ήθελαν να το κρύψουν, αυτή τη φορά δεν μπορούσαν. Μια αποχή που έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 50% σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές (Mάης 2019), φτάνοντας το επίσημο ποσοστό του 60%, πρωτοφανές στα ελληνικά εκλογικά χρονικά, δεν κρύβεται. Αναγκαστικά την έκαναν θέμα συζήτησης. Και αντίθετα προς ό,τι μας είχαν συνηθίσει ως τώρα, άρχισαν το γλείψιμο προς τους… στεναχωρημένους και… απογοητευμένους ψηφοφόρους. Αποφεύγοντας να πουν αυτό που βρίσκεται πίσω από την έκρηξη της αποχής. Τη συνειδητοποίηση (ανεξάρτητα από το βάθος της που δεν είναι σε όλα αυτά τα εκατομμύρια των πολιτών το ίδιο) του ότι η ψήφος δεν έχει καμιά αξία.
Ενα εκλογικό αποτέλεσμα είναι καταρχάς αριθμοί. Απόλυτοι αριθμοί, όχι ποσοστά. Γιατί τα ποσοστά βγαίνουν επί των εγκύρων ψηφοδελτίων, οπότε η αποχή και τα άκυρα είναι σαν να μην υπήρξαν. Ειδικά όταν έχεις τέτοια αποχή, τότε τα ποσοστά δεν έχουν καμιά σημασία. Σημασία έχουν οι απόλυτοι αριθμοί. Είναι η πρώτη φορά, απ’ όσο μπορούμε να θυμηθούμε, που κάποιοι από τους πανελίστες των καναλιών ασχολήθηκαν αρκετά και με τους απόλυτους αριθμούς των ψήφων που πήραν τα κόμματα και όχι μόνο με τα ποσοστά τους.
Από την άλλη, υπάρχει το ζήτημα της βάσης σύγκρισης. Με τι θα συγκρίνουμε ένα εκλογικό αποτέλεσμα; Με τις ομοειδείς εκλογές που έγιναν πριν από πέντε χρόνια ή με τις πιο πρόσφατες εθνικές εκλογές; Ετσι, κι αλλιώς κάθε σύγκριση έχει μέσα παράγοντες που απαγορεύουν να τη θεωρήσουμε απόλυτη. Το σωστό είναι να βρούμε εκείνη τη βάση σύγκρισης που επιτρέπει τα πιο στέρεα συμπεράσματα.
Προεκλογικά, τα μεγάλα αστικά κόμματα έθεσαν ως βάση σύγκρισης τις ευρωεκλογές του 2019. Αυτό βόλευε τον Μητσοτάκη, που στις ευρωεκλογές είχε πάρει πολύ πιο χαμηλό ποσοστό σε σχέση με τις βουλευτικές, βόλευε τον Κασσελάκη, βόλευε τον Ανδρουλάκη, βόλευε και τον Κουτσούμπα, καθώς ο Περισσός εμφάνιζε ανοδική τάση και κέρδιζε κάτι από τις διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ.
Ομως, από τις ευρωεκλογές του 2019 δεν πέρασαν μόνο πέντε χρόνια, αλλά έγιναν και μεγάλες αλλαγές. Ο ΣΥΡΙΖΑ γνώρισε συνεχείς ήττες και άλλαξε αρχηγό, ενώ μετά την αλλαγή αρχηγού ακολούθησε και διάσπαση. Αρχηγό άλλαξε και το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ. Στον ακροδεξιό-φασιστικό χώρο είχαμε επίσης αλλαγές, καθώς οι χρυσαυγίτες νεοναζιστές πήγαν στη φυλακή, ενώ νέα μορφώματα σχηματίστηκαν και διαλύθηκαν για να σχηματιστούν άλλα. Καμιά σύγκριση με τις ευρωεκλογές του 2019, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι ασφαλής, δεδομένου ότι υπήρξαν μεγάλες αλλαγές στο αστικό πολιτικό τοπίο.
Το 2023 έγιναν βουλευτικές εκλογές. Τον Μάη, με την απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ και τον Ιούνη με την ενισχυμένη της ΝΔ. Η νίκη είχε κριθεί τον Μάη. Ο Μητσοτάκης πήγε στις δεύτερες εκλογές για να πάρει η ΝΔ αυτοδυναμία. Η συμμετοχή στις δεύτερες εκλογές έπεσε σημαντικά (τον Ιούνη ψήφισαν περίπου 800.000 λιγότεροι σε σχέση με τον Μάη), κυρίως γιατί το αποτέλεσμα είχε κριθεί. Η αύξηση της αποχής έβαλε στη Βουλή τη θρησκευτοακροδεξιά Νίκη και τους νεοναζιστές Σπαρτιάτες, τη συμμετοχή των οποίων επέτρεψε ο Μητσοτάκης, υπολογίζοντας ότι θα κόψουν ψήφους από τον Βελόπουλο και θα τον αφήσουν εκτός Βουλής. Τελικά, μπήκαν όλα τα μορφώματα: Βελόπουλος, Νατσιός και Κασιδιαραίοι.
Οι εκλογές της απλής αναλογικής τον Μάη του 2023 είναι η πιο καλή βάση σύγκρισης, γιατί έχει τις λιγότερες αβεβαιότητες (μαθηματικά και πολιτικά μιλώντας). Στον Πίνακα που ακολουθεί κάνουμε σύγκριση των ψηφοφόρων των χτεσινών ευρωεκλογών και με τις ευρωεκλογές του 2019 και με τις εθνικές εκλογές του Μάη 2023.
Χτες, ψήφισαν σχεδόν δύο εκατομμύρια λιγότεροι ψηφοφόροι σε σχέση με τον Μάη του 2023 και σχεδόν 1,9 εκατομμύρια λιγότεροι σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2019. Σε σχέση με το 2019 «χάθηκε» το 31,4% των ψηφοφόρων. Σε σχέση με το 2023 «χάθηκε» το 33% των ψηφοφόρων. Ανεξάρτητα από το πώς κατανεμήθηκαν οι απώλειες (θ’ ασχοληθούμε μ’ αυτό σε άλλο άρθρο), σημασία έχει ότι το σύνολο των κομμάτων και μορφωμάτων που διεκδίκησαν την ψήφο των ελληνίδων και ελλήνων πολιτών «έχασε» το ένα τρίτο των ψηφοφόρων, είτε συγκρίνουμε με το 2019 (σχεδόν το ένα τρίτο) είτε συγκρίνουμε με το 2023 (ακριβώς το ένα τρίτο).
Ποιο ήταν το προεκλογικό σλόγκαν όλων όσων ζητούσαν ψήφο; Ανεξάρτητα από τις φραστικές περικοκλάδες, όλοι, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος, ένα πράγμα έλεγαν: «μην αφήνεις άλλους να αποφασίζουν για σένα»! Από εκεί και πέρα, όσο πιο αριστερά πήγαινες στην πολιτική γεωγραφία του κοινοβουλευτικού και του εξωκοινοβουλευτικού φάσματος τόσο πιο χυδαία ήταν η λοιδορία της αποχής. Η αποχή αντιμετωπιζόταν ως… απολίτικη στάση. Ούτε καν ως στάση διαμαρτυρίας.
Φυσικά, η αποχή δεν είναι ένα ιδεολογικοπολιτικά συμπαγές ρεύμα. Οπως είπαμε και στον πρόλογο, όμως, η συντριπτική πλειοψηφία όσων επέλεξαν την αποχή δεν το έκαναν από αδιαφορία (δε γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, δύο εκατομμύρια άνθρωποι να γίνουν πολιτικά αδιάφοροι, από πολιτικά… ενεργοί). Ηταν μια συνειδητή στάση, που στη βάση της έχει τη συνειδητοποίηση της μηδενικής αξίας της ψήφου. Ειδικά στις ευρωεκλογές, που δεν βγάζουν κυβέρνηση, έφυγαν και οι τελευταίες ταλαντεύσεις από κάποιους, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί, φυσικά, να προσδιοριστεί ούτε κατά προσέγγιση.
Η απόσπαση της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ και των παραφυάδων του Αριστεράς από αυτή την αυθόρμητη λαϊκή τάση ήταν πλήρης. Για μια ακόμα φορά επιχείρησαν με το στανιό να ενσταλάξουν στις συνειδήσεις των ανθρώπων τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, αντί να βοηθήσουν να γίνει πιο στέρεο αυτό το πρώτο, δειλό και ασφαλώς όχι ιδεολογικά συνειδητοποιημένο (όμως πολιτικά σαφές) βήμα προς την απελευθέρωση από το στενό κορσέ του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Αυτό που έλεγαν στον κόσμο ήταν το τετριμμένο: ο Μητσοτάκης είναι ο πήξες, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ είναι ο δήξες, ψηφίστε εμάς τους συνεπείς (υπήρχε, βέβαια, και το… συνεπόμετρο, ανάλογα με το ποιο κόμμα μιλούσε).
Στο κείμενο-διακήρυξη για τις ευρωεκλογές γράψαμε:
Η ίδια η εκλογική τακτική, όποιος κομματικός φορέας κι αν την προωθεί, υπονομεύει την ταξική συσπείρωση και την ταξική ανασυγκρότηση. Η εκλογική τακτική φτιάχνει απελπισμένους ψηφοφόρους και όχι αγωνιστές του ταξικού αγώνα. Γιατί η εκλογική τακτική είναι εξ ορισμού υπονομευτική, ιδιαίτερα στις συνθήκες των τελευταίων χρόνων.
Πόσα «κομμένα χέρια» πρέπει να δούμε για να καταλάβουμε ότι η ψήφος δεν έχει καμιά δύναμη; Αρκεί να πάρουμε τη μνημονιακή περίοδο, από το 2010 και μετά, και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας; Τι έγιναν τα «Ζάππεια» του Σαμαρά; Υπογραφή του δεύτερου Μνημόνιου! Τι έγινε το «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια με ένα νόμο σε ένα άρθρο» του Τσίπρα; Υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου! Και αυτοί που δεν μπήκαν στις κυβερνήσεις, ενδιαφέρθηκαν και ενδιαφέρονται μόνο για την αύξηση του μίζερου κοινοβουλευτικού τους ποσοστού και όχι για τη χάραξη μιας γραμμής πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και τους πολιτικούς της υπηρέτες.
Η καλλιέργεια του κοινοβουλευτικού κρετινισμού και ο προσανατολισμός σε εκδηλώσεις για το φαίνεσθαι σκόρπισαν περισσότερη σύγχυση, περισσότερη απογοήτευση, έσπειραν την ηττοπάθεια, την παραίτηση, τη διάλυση. Αμα κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα, θα τα δούμε αυτά δίπλα μας, στους χώρους δουλειάς, όπου βασιλεύει η τρομοκρατία του αφεντικού και των ρουφιάνων του, το κλείσιμο του κάθε συναδέλφου και της κάθε συναδέλφισσας στο ατομικό καβούκι, το σκύψιμο του κεφαλιού, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον συλλογικό αγώνα.
Βέβαια, αυτή η… επαναστατική στρατηγική και τακτική δεν είναι καινούργια. Δεν μπορεί να διεκδικήσει το copyright ο Περισσός. Αυτό το έχουν κατοχυρώσει ο Μπερνστάιν, ο Κάουτσκι, ο Σάιντεμαν και τινές άλλοι, κάπου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Ονομάστηκε ρεφορμισμός αυτή η στρατηγική-τακτική και οι φορείς της οπορτουνιστές, ρεφορμιστές, αποστάτες και άλλα τέτοια εύηχα. Είπαμε, όμως, αυτά είναι παλαιοκομμουνιστικά. Ισχυαν… άλλες εποχές, όχι τώρα.
Υπάρχει, όμως, και ένας αστερισμός μικρότερων οργανώσεων και κομμάτων της Αριστεράς (ριζοσπαστικής, επαναστατικής, εξωκοινοβουλευτικής ή όπως αλλιώς αυτοπροσδιορίζονται), που συμμετέχουν στις εκλογές αυτόνομα ή συνεργατικά και που επίσης ζητούν την αριστερή ψήφο μας. Ειλικρινά, δεν έχουμε καταλάβει για ποιο ακριβώς λόγο μας τη ζητούν. Τουλάχιστον ο Περισσός και τα δυο κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ λένε κάτι συγκεκριμένο: ψηφίστε μας για ν’ αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί και να ξεκινήσει έτσι μια διαδικασία αλλαγής πολιτικής. Οι της ριζοσπαστικής κτλ. Αριστεράς δε λένε τέτοιο πράγμα. Ζητούν εκλογική καταγραφή μιας απόφασης γι’ αγώνα; Ζητούν αποστολή αγωνιστικών μηνυμάτων μέσω της κάλπης;
Αν δεν απαντήσουν στο ερώτημα: γιατί όλα τούτα πρέπει να καταγραφούν μέσω μιας ψήφου και όχι μέσω της αποχής, δικαιούμαστε να υποστηρίξουμε ότι το μόνο που επιδιώκεται είναι η στήριξη πολιτικά ετοιμόρροπων «μαγαζιών», που δεν θέλουν και δεν μπορούν να βγουν από την πολιτική ρουτίνα της αστικής δημοκρατίας και των «αντιπροσωπευτικών» της θεσμών. Που δεν θέλουν και δεν μπορούν να χαράξουν μια πολιτική τακτική πλήρους ρήξης με την αστική δημοκρατία και τους θεσμούς της, αλλά τσαλαβουτούν στα λασπόνερα που καλύπτουν το περιθώριο του συστήματος. Που δεν έχουν διδαχτεί τίποτα από το παρελθόν, το οποίο μας προσφέρει αφειδώς παραδείγματα συγκέντρωσης μερικών δεκάδων χιλιάδων ψήφων, που δεν σηματοδότησαν απολύτως τίποτα σε επίπεδο κοινωνικού κινήματος.
[…]
Η δική μας πολιτική πρόταση είναι η ΑΠΟΧΗ. Ετσι απλά και χωρίς τυμπανοκρουσίες. Είναι το πιο ισχυρό αντικοινοβουλευτικό μήνυμα που μπορεί να στείλει κανένας. Αν αυτό το μήνυμα «συναντηθεί» με την αυθόρμητη διαμαρτυρία εργαζόμενων και νέων, ακόμα καλύτερα. Δεν θα το «πιστώσουμε» στη δική μας δράση. Απλώς θα μετρήσουμε με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις αδυναμίες μας, που δεν μας επιτρέπουν να «συναντηθούμε» ουσιαστικά με τις αυθόρμητες τάσεις που συγκυριακά αναπτύσσονται μέσα στο λαό.
Το ζητούμενο σήμερα είναι να χαραχτεί μια διακριτή διαχωριστική γραμμή με τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας. Οι εκλογές είναι μόνο μια στιγμή. Η στάση σ’ αυτές είναι μια ελάσσων πολιτική στάση, γιατί ελάσσων είναι η ίδια η σημασία των εκλογών. Το μείζον είναι να ακουστεί όσο πιο δυνατά γίνεται το μήνυμα: «τα προβλήματα δεν λύνονται με ψηφοφορίες, αλλά με αγώνες». Να αρχίσουν να διαμορφώνονται (όχι μέσω των εκλογών, αλλά και με τη στάση στις εκλογές) όροι ταξικής ανασύνταξης.
Καμιά εμπιστοσύνη στα μεγάλα λόγια, στις αγωνιστικές φανφάρες, στις εκκλήσεις χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, στο κάθε είδους πολιτικάντικο νταραβέρι.
Χρειαζόμαστε μια γραμμή πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και το πολιτικό της σύστημα. Εξω και πέρα από τον άγονο κύκλο του κοινοβουλευτισμού και των εκλογών του. Αυτό δεν είναι απολιτική ή μη πολιτική στάση, όπως λένε οι καλοθελητές των κομματικών επιτελείων του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Αυτό είναι μια βαθύτατα πολιτική στάση, μια στάση ρήξης και αποδέσμευσης από την εκλογική κοροϊδία και τους αέναους κύκλους της. Είναι η δέσμευση ότι δεν πρόκειται να βαδίσουμε πια κάτω από ξένες σημαίες, αλλά μόνο κάτω από τις δικές μας. Οτι παύουμε να είμαστε ψηφοφόροι που αναθέτουμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας σ’ αυτούς που ψηφίσαμε και ότι παίρνουμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια.
Τις δικές μας σημαίες, τις σημαίες της εργατικής τάξης, κανείς δεν μας τις χάρισε ποτέ. Αυτές οι σημαίες φτιάχτηκαν από τα πουκάμισα των προγόνων μας και χρωματίστηκαν από το αίμα τους. Μόνοι μας πρέπει να τις φτιάξουμε και πάλι, για να τις δούμε να κυματίζουν ξανά στους αγώνες για τα δικαιώματά μας μέσα στον καπιταλισμό, στους αγώνες για να εξαφανιστεί από προσώπου Γης η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και ν’ ανατείλει το φως μιας κοινωνίας χωρίς κεφαλαιοκράτες και εργάτες, χωρίς αφέντες και δούλους, με τον πλούτο να αποτελεί συλλογική ιδιοκτησία της κοινωνίας των ανθρώπων της δουλειάς.
Σας καλούμε σε ΑΠΟΧΗ από τις ΚΑΛΠΕΣ της απάτης.
Σε μια αποχή-δέσμευση για συμμετοχή στους ταξικούς αγώνες.
Για να ξεκινήσει -επιτέλους- η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.
Για να μπορούμε να στεκόμαστε απέναντι από το αστικό στρατόπεδο και ν’ αποκρούουμε τις επιθέσεις του, διεκδικώντας τα δικαιώματά μας, αντί να σερνόμαστε πίσω από τις πολιτικές του ηγεσίες, δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα.
Ασφαλώς και η αποχή στο σύνολό της δεν έχει τα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά με τα οποία τη συνοδεύαμε εμείς ως εκλογικό πολιτικό πρόταγμα. Ομως η απαξίωση του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος μέσω της αποχής είναι μια νίκη του αυθόρμητου εργατολαϊκού κινήματος και της νεολαίας. Μια νίκη που θα ήταν ευρύτερη και με μεγαλύτερο ιδεολογικοπολιτικό βάθος, αν δυνάμεις που αυτοποθετούνται στον αντικαπιταλιστικό χώρο εγκατέλειπαν τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και στρατεύονταν στον αγώνα της συνολικής ρήξης με τον αστικό κοινοβουλευτισμό.
Θα επαναλάβουμε το αυτονόητο (επειδή υπάρχουν οι καλοθελητές). Φυσικά, η αποχή από μόνη της είναι απλά ένα μήνυμα αποδοκιμασίας σύμπαντος του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Για να βαθύνει ως πολιτική στάση θα πρέπει να αντιστοιχηθεί με εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες. Το ίδιο ισχύει, όμως, και για τη θετική ψήφο σε εκλογικά σχήματα που ομνύουν στους αγώνες.
Το μείζον, αυτό που πολλοί κάνουν πώς δεν το βλέπουν, είναι η αποκρουστική για πολύ κόσμο ταύτιση της αγωνιστικής διάθεσης με την ψήφο στις εκλογές. Μια στάση μικρομέγαλη και πολιτικά αλαζονική, που κόβει ή έστω παρεμποδίζει τους διαύλους επικοινωνίας μ’ αυτή την αυθόρμητη εργατική και λαϊκή διαμαρτυρία που εκφράστηκε μέσω της αποχής. Ο δικός μας στόχος είναι να μείνει ανοιχτός και να λειτουργήσει ένας τέτοιος δίαυλος επικοινωνίας.
ΥΓ. Εχουμε γράψει αναλυτικά (Πόση είναι η πραγματική αποχή;) για το «φούσκωμα» των εκλογικών καταλόγων στην Ελλάδα, που δίνει και «φουσκωμένο» ποσοστό στην Αττική. Γι’ αυτό και δεν μείναμε στο ονομαστικό 60% της αποχής, αλλά στους απόλυτους αριθμούς: πόσο μειώθηκε ο αριθμός των ψηφοφόρων. Αυτός ο αριθμός δεν έχει κανένα λάθος και δείχνει την πραγματική τάση.