Eρώτηση: Γιατί στην κοινοβουλευτική συζήτηση για τη σύσταση της «Προανακριτικής Τριαντόπουλου» δε σηκώθηκε ο Μητσοτάκης (ή ο Βορίδης που έπαιζε το ρόλο του αντ’ αυτού) να ζητήσει από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συμφωνήσουν σε λειτουργία της Προανακριτικής σε δύο συνεδριάσεις, με την πρώτη να αναλίσκεται στα τυπικά (εκλογή προεδρείου) και τη δεύτερη να αποφασίζει να στείλει τον Τριαντόπουλο κατευθείαν στο «φυσικό του δικαστή», χωρίς εξέταση μαρτύρων, ανάγνωση εγγράφων και λοιπές προανακριτικές πράξεις; Γιατί δεν ζήτησε το ίδιο πράγμα ο «ερευνώμενος» Τριαντόπουλος;
Δεν το σκέφτηκαν; Αστεία πράγματα. Και πολιτική πείρα έχουν και ικανότατους νομικούς συμπαραστάτες. Απλά, ήξεραν πως, αν έκαναν μια τέτοια κίνηση εκείνη τη στιγμή, θα τους κατακεραύνωναν από το βήμα της Βουλής οι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τροφοδοτώντας με περισσότερη οργή το τεράστιο λαϊκό ακροατήριο που βρισκόταν «στα κάγκελα». Επρεπε να το πάνε «λάου-λάου»: συμφωνούμε να φτιάξουμε Προανακριτική Επιτροπή για τον Τριαντόπουλο, αν και πιστεύουμε ότι είναι αθώος, λευκός σαν το χιόνι στις άβατες κλιτύες των ορίων (αυτά δεν έλεγε ο Βορίδης, που μίλησε σαν συνήγορος υπεράσπισης του τότε υφυπουργού και πάντοτε μυστικοσύμβουλου του Μητσοτάκη;). Μόλις συγκροτηθεί η Προανακριτική, θα την κλείσουμε, παραπέμποντας τον Τριαντόπουλο στο «φυσικό του δικαστή» (το δικαστικό συμβούλιο από ανώτατους δικαστές του Αρείου Πάγου και του ΣτΕ).
Η μεθόδευση είναι άθλια απ’ όλες τις απόψεις, αλλά εδώ που έχουν φτάσει, ζυγίζουν τις αθλιότητες και επιλέγουν εκείνη που (τους φαίνεται ότι θα) έχει το μικρότερο πολιτικό κόστος.
Ο Τριαντόπουλος κατελήφθη από… κρίση ευθιξίας και με επιστολή του στον πρόεδρο και τα μέλη της Προανακριτικής ζήτησε να τον στείλουν «αμελλητί στον φυσικό του δικαστή».
Γράφει στην επιστολή του:
«Αξιότιμε κ. Πρόεδρε και μέλη της Επιτροπής,
Οπως γνωρίζετε, μετά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής συστάθηκε η Επιτροπή σας, η οποία οφείλει να εξετάσει με ακεραιότητα και αμεροληψία την αποδιδόμενη σε εμένα κατηγορία, όπως αυτή οριοθετήθηκε από την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, πρόταση που υπερψήφισε, με δική μου προτροπή, η πλειοψηφία, ώστε να κριθεί εάν υπάρχουν οι απαιτούμενες απλές ενδείξεις, προς κίνηση σε βάρος μου ποινικής διώξεως για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος.
Οπως εξ αρχής δήλωσα, είμαι απολύτως αθώος όσων η πρόταση τούτη μου αποδίδει, κάτι που προκύπτει από μια στοιχειώδη -πλην όμως ψύχραιμη- επισκόπηση και της πρότασης του ΠΑΣΟΚ, και προς τούτο άλλωστε και ήμουν ο πρώτος που ζήτησε τη διερεύνηση της υπόθεσης, προκειμένου καμία σκιά να μην πλανάται ως προς την Αλήθεια.
Δυστυχώς, είναι εμφανές ότι διάγουμε μια περίοδο ακραίας πολιτικής πόλωσης όπου, κατά την άποψή μου, ένα τραγικό δυστύχημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο έχει εργαλειοποιηθεί από την αντιπολίτευση, προς απόσπαση πρόσκαιρων πολιτικών ωφελημάτων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, φοβούμαι πως το όποιο πόρισμα εκδώσει η Επιτροπή σας θα αποτελέσει αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης, η οποία μοιραία θα με ακολουθεί στο υπόλοιπο του δημόσιου και ιδιωτικού βίου μου. Και η ακεραιότητά μου, στα μάτια των συμπολιτών μου, είναι κάτι που δεν είναι, για εμένα τουλάχιστον, διαπραγματεύσιμο.
Επειδή λοιπόν δεν θα ήθελα η κρίση σας, επί της υποθέσεώς μου, να εκληφθεί ως ενδεχομένως εδραζόμενη στην πολιτική και κομματική ταυτότητα των μελών της Επιτροπής σας, επιθυμία μου είναι, όσο παράδοξο και εάν τούτο εκ πρώτης μπορεί να φαντάζει, να κριθώ από την τακτική Δικαιοσύνη, κατά τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών, αφού οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί διαθέτουν εγγυημένη ανεξαρτησία και αμεροληψία, αλλά και αυξημένες γνώσεις και κύρος.
Από την πρώτη στιγμή της εμπλοκής μου στην πολιτική, θεωρώ ακράδαντα και το ακολουθώ, πως η στάση, η πορεία και οι επιλογές ενός πολιτικού πρέπει να συνιστούν παράδειγμα για την κοινωνία και την πατρίδα που θέλουμε να έχουμε για τα παιδιά μας και τις επόμενες γενιές.
Επαναλαμβάνω ότι δεν έχω τίποτα να κρύψω, ούτε να φοβηθώ. Έχω απόλυτη πίστη στην αθωότητά μου και τυφλή εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, η οποία και επιθυμώ να με κρίνει απευθείας, ως σας ζητώ δια της παρούσας να πράξετε, λαμβάνοντας σχετική απόφαση».
Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, βρίσκει κανείς την απύθμενη υποκρισία πίσω από την «κρίση ευθιξίας» του Τριαντόπουλου. Φοβάται, λέει, πως όποια απόφαση κι αν πάρει η Προανακριτική θα εργαλειοποιηθεί σε βάρος του, ενώ η κρίση της τακτικής Δικαιοσύνης θα κριθεί ως αμερόληπτη.
Σώωωωπα. Αν -λέμε τώρα- η Προανακριτική αποφασίσει ομόφωνα την παραπομπή του όπως κατηγορείται (παράβαση καθήκοντος), ποιος θα μιλήσει για εργαλειοποίηση; Επομένως, ο Τριαντόπουλος προεξοφλεί ότι η νεοδημοκρατική πλειοψηφία της Προανακριτικής θα τον βγάλει αθώο και αυτό θα του μείνει ως στίγμα. Θέλει η αθώωσή του να προκύψει από το δικαστικό συμβούλιο, για να βγει και ο ίδιος και (κυρίως) ο Μητσοτάκης από τη δύσκολη θέση.
Και γιατί θεωρεί ότι δε θα κριθεί υπαγορευμένη μια αθωωτική απόφαση του δικαστικού συμβούλιου; Τι θα πει όλος ο κόσμος που πλημμυρίζει τους δρόμους και είναι πεπεισμένος ότι ο Τριαντόπουλος ήταν ο συντονιστής της επιχείρησης αλλοίωσης του τόπου της σύγκρουσης των τρένων; Δε θα πει το ίδιο που θα έλεγε σε περίπτωση αθώωσής του από τη νεοδημοκρατική πλειοψηφία της Προανακριτικής; Δε θα του μείνει το στίγμα σε κάθε περίπτωση; Υπάρχει μέσα στον ελληνικό λαό εμπιστοσύνη στο δικαστικό μηχανισμό; Ακόμα και τα «μαϊμουδέ» γκάλοπ το αντίθετο λένε.
Η κίνηση Τριαντόπουλου είναι υπαγορευμένη από τον Μητσοτάκη. Και να υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία επ’ αυτού, τη διέλυσε η άμεση παρέμβαση του ίδιου του Μητσοτάκη και η άμεση κινητοποίηση ολόκληρου του προπαγανδιστικού μηχανισμού της «λίστας Πέτσα», σε μια ανατριχιαστική συγχορδία που θυμίζει μέρες χούντας.
Ο Μητσοτάκης έσπευσε να γράψει αμέσως σε ανάρτησή του έναν ύμνο στον… γενναίο Τριαντόπουλο:
«Η πρωτοβουλία του Χρήστου Τριαντόπουλου να ζητήσει από την Προανακριτική Επιτροπή την παραπομπή του στη δικαιοσύνη αποτελεί ένα γενναίο βήμα που δεν έχει σύγχρονο προηγούμενο. Ενα βήμα που του επιτρέπει να κριθεί από τακτικούς δικαστές, οι οποίοι απολαμβάνουν των συνταγματικών εγγυήσεων λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Και μία ενέργεια που απεγκλωβίζει την αναζήτηση τυχόν ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων από τις τοξικές μικροκομματικές διαμάχες. Αυτές στις οποίες εξακολουθούν να επιδίδονται δυστυχώς τα άλλα κόμματα. Παρά τα πραγματικά στοιχεία, σύσσωμη η αντιπολίτευση είχε προεξοφλήσει τόσο τη δήθεν ενοχή του Χρήστου Τριαντόπουλου όσο και την τάχα κυβερνητική “συγκάλυψη”. Έτσι όλες οι πτέρυγες της Βουλής τίθενται προ των ευθυνών τους: Θα συμφωνήσουν άραγε με την πρωτοβουλία του υπουργού; Ή μήπως θα κρυφτούν και πάλι πίσω από τεχνάσματα και υπεκφυγές για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα;».
Για να θολώσει τα νερά, έδωσε και… οραματική διάσταση στην προπαγάνδα του:
«Είναι καιρός με τη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος να ενισχύσουμε πιο αποφασιστικά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα. Διευκολύνοντας την αναζήτηση της αλήθειας και περιορίζοντας ή και εξαλείφοντας την αρμοδιότητα και την εμπλοκή της Βουλής στην ποινική δίωξη υπουργών. Γιατί αποστολή του Κοινοβουλίου δεν είναι ούτε να αθωώνει πολιτικούς φίλους, ούτε να καταδικάζει πολιτικούς αντιπάλους»!
Πότε θυμήθηκε ότι «αποστολή του Κοινοβουλίου δεν είναι ούτε να αθωώνει πολιτικούς φίλους, ούτε να καταδικάζει πολιτικούς αντιπάλους»; Τώρα, που εμπλέκονται σε ποινικές κατηγορίες δικοί του υπουργοί. Οχι στην προηγούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, κατά την οποία διατηρήθηκε αλώβητη η συνταγματική προνομία της Βουλής να ασχολείται αυτή (και μόνο αυτή) με τις ποινικές κατηγορίες κατά διατελεσάντων μελών της κυβέρνησης. Βλέπετε, τότε ήθελε να στείλει στο Ειδικό Δικαστήριο τους συριζαίους Παππά και Παπαγγελόπουλο, όπως και έκανε.
Αναρωτιούνται, τάχα αθώα, κάτι… χατζηπαπάρες προπαγανδιστές της κυβερνητικής γραμμής και κάτι επιστρατευμένοι δικηγόροι: Μα είναι ασφαλέστερο να κρίνει τον Τριαντόπουλο η νεοδημοκρατική πλειοψηφία της Προανακριτικής και όχι το δικαστικό συμβούλιο των αρεοπαγιτών και συμβούλων Επικρατείας; Δεν έχουμε καμιά δυσκολία να απαντήσουμε: από ποινική άποψη είναι το ίδιο. Γιατί ούτε αφελείς είμαστε, ούτε στερούμαστε πείρας από το πώς «στήνονται» συνθέσεις και πετυχαίνονται οι επιθυμητές αποφάσεις.
Ας δούμε εν τάχει τι προσπαθεί να κερδίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πολιτικά και ποινικά, «πασάροντας» κατευθείαν την υπόθεση Τριαντόπουλου στο δικαστικό συμβούλιο:
1. Γλιτώνει ένα διάστημα (τουλάχιστον τρίμηνο) δυσμενούς γι’ αυτήν επικοινωνιακού αντίκτυπου. Ο ανακριτής-μέλος του δικαστικού συμβούλιου θα κατεβάσει ρολά στην ενημέρωση. Αντίθετα, αν γινόταν προκαταρκτική εξέταση από την Επιτροπή της Βουλής, κάθε λεπτομέρεια θα έβγαινε στο φως (με τη γνωστή μέθοδο των διαρροών-κανονικό ραπόρτο). Η αντιπολίτευση θα κατέθετε πρόταση να κληθούν ως μάρτυρες κυβερνητικά στελέχη, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Μητσοτάκης. Ο,τι θα κατέθεταν θα γινόταν αμέσως γνωστό και θα τροφοδοτούσε την οργή του ελληνικού λαού.
2. «Τσιμεντάρει» την κατηγορία κατά Τριαντόπουλου στον πλημμεληματικό βαθμό της «παράβασης καθήκοντος». Σιγά που θα βρεθεί ανακριτής που θα αναβαθμίσει την κατηγορία. Ελάτε τώρα, στην ίδια χώρα ζούμε και ξέρουμε πώς «δουλεύει» το πράγμα. Θα μας πείτε ότι το ίδιο θα μπορούσε να κάνει και η νεοδημοκρατική πλειοψηφία της Προανακριτικής. Ναι, αλλά θα χρεωνόταν το πολιτικό κόστος η κυβέρνηση, ενώ τώρα θα κρύβεται πίσω από την «ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης». Επιπλέον, στις διαδικασίες της Προανακριτικής θα υπήρχε και αντίλογος (από την αντιπολίτευση), ενώ στη δικαστική διαδικασία δε θα υπάρχει κανένας αντίλογος. Ούτε καν ένδικα μέσα.
3. Το κυριότερο, περιορίζει την κατηγορία μόνο στον Τριαντόπουλο. Παρά τα όσα λένε οι γκεμπελίσκοι της κυβερνητικής προπαγάνδας, ούτε ο ανακριτής ούτε το δικαστικό συμβούλιο έχουν το δικαίωμα να διευρύνουν τον κύκλο των ερευνώμενων πολιτικών προσώπων. Ετσι και «σκοντάψουν» σε όνομα άλλου μέλους της κυβέρνησης, οφείλουν να στείλουν «αμελλητί» τη δικογραφία στη Βουλή, τη μόνη αρμόδια για να ερευνήσει αν πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη και κατά άλλων προσώπων που διατέλεσαν μέλη της κυβέρνησης.
Αν τους έκαιγε τόσο πολύ η διερεύνηση της αλήθειας, όπως ισχυρίζονται, γιατί δεν παρέπεμπαν σε Προανακριτική και τον Καραμανλή (και όποιον άλλο) και μετά να τους στείλουν «πακέτο» στο «φυσικό τους δικαστή»;
Ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του «δεν δικαιούνται για να ομιλούν», όπως θα έλεγε ο πασόκος Μένιος Κουτσόγιωργας (που άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στην αίθουσα ενός Ειδικού Δικαστήριου). Τις προθέσεις τους τις έδειξαν καθαρά όταν όχι μόνο αρνήθηκαν να γίνει Προ9ανακριτική για Καραμανλή και σία, αλλά έστησαν και μια Εξεταστική Επιτροπή-πρόκληση, στην οποία αρνήθηκαν να καλέσουν τους πιο ουσιώδεις μάρτυρες και στο τέλος έβγαλαν πόρισμα «όλοι αθώοι»! Δε θα φάμε το παραμύθι του Μητσοτάκη που τώρα, αφού βγήκαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι στο δρόμο, έκανε δήθεν αυτοκριτική για την Εξεταστική-σκάνδαλο. Οι προθέσεις τους έγιναν καθαρές τότε και μόνο αφελείς μπορούν να χάψουν το παραμύθι ότι… μετάνιωσαν και τώρα ξαφνικά θέλουν να λάμψει η αλήθεια.
Κοντολογίς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ευελπιστεί ότι θα κλείσει αυτή την ιστορία με το κόστος μιας ακόμα συνεδρίασης της Βουλής, στην οποία θα εγκριθεί το «πόρισμα» που θα βγάλει η πλειοψηφία της Προανακριτικής για παραπομπή του Τριαντόπουλου απευθείας στο δικαστικό συμβούλιο, και μετά θα πέσει σκοτάδι πάνω στην υπόθεση, καθώς όλα θα γίνονται μέσα σε ένα πλήρως «στεγανοποιημένο» δικαστικό γραφείο.
Είναι συνταγματικά ορθή αυτή η διαδικασία; Το αστικό Σύνταγμα το κάνουν συνεχώς κουρελόχαρτο, όμως ας πούμε δυο λόγια απαντώντας σ’ αυτό το ερώτημα. Οταν το αστικό Σύνταγμα δίνει την αρμοδιότητα της ποινικής διερεύνηση (σε επίπεδο προκαταρκτικής εξέτασης) των διατελεσάντων μελών κυβερνήσεων αποκλειστικά στη Βουλή, η Βουλή είναι υποχρεωμένη να διεκπεραιώσει αυτό το καθήκον. Να ακούσει μάρτυρες, να αναγνώσει έγγραφα, να δει και ν’ ακούσει οπτικοακουστικό υλικό και αφού φτιάξει μια πλήρη δικογραφία, ν’ αποφασίσει αν θα απαγγείλει κατηγορία και -αν ναι- να στείλει τον κατηγορούμενο στο δικαστικό συμβούλιο. Οταν η Βουλή αποποιείται αυτή της την υποχρέωση (είναι υποχρέωση, δεν είναι στη διακριτική της ευχέρεια), παραβιάζει ωμά το Σύνταγμα. Σιγά, όμως, μην… στάξει η ουρά του γάιδαρου, επειδή το αστικό Σύνταγμα θα τσαλαπατηθεί για μια ακόμα φορά.
Οι πρώτοι διδάξαντες αυτών των «άλλων κόλπων» είναι οι συριζαίοι. Παρέπεμψαν σε Προανακριτική δέκα πολιτικά πρόσωπα (δύο πρώην πρωθυπουργούς και οχτώ πρώην υπουργούς) για το σκάνδαλο Novartis, αλλά επειδή ήξεραν πολύ καλά ότι η υπόθεση ήταν «τζούφια», η Προανακριτική δεν λειτούργησε. Η συριζαϊκή πλειοψηφία αποφάσισε ότι η Βουλή δεν είναι αρμόδια για να διερευνήσει το αδίκημα της δωροληψίας-δωροδοκίας, γιατί το αδίκημα δε διαπράχτηκε κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά… επ’ ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων τους!
Πώς διαπίστωσε η συριζανελίτικη πλειοψηφία τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχτηκε το αδίκημα και βρήκε αυτή τη λεπτή διαφορά; Εκανε μήπως κάποια έρευνα, εξέτασε έγγραφα, εξέτασε μάρτυρες, κάλεσε τους εμπλεκόμενους να δώσουν εξηγήσεις; Τίποτα τέτοιο δεν έγινε, όπως είναι γνωστό. Κοτζάμ καθηγητής του Ποινικού Δικαίου, με καλό ως τότε όνομα, ο Νίκος Παρασκευόπουλος, έφτιαξε ένα άθλιο νομικό σόφισμα για να εξυπηρετήσει τις πολιτικές σκοπιμότητες της κυβέρνησης Τσίπρα.
Αν υποθέσουμε ότι έτσι είχαν τα πράγματα, τι καινούργιο προστέθηκε στην Προανακριτική σε σχέση με αυτά που υπήρχαν όταν η Βουλή έπαιρνε απόφαση για τη συγκρότησή της; Ούτε οι ίδιοι ισχυρίστηκαν ότι προέκυψε κάτι καινούργιο. Γιατί τότε δεν έπαιρνε κατευθείαν η πλειοψηφία στην Ολομέλεια της Βουλής την απόφαση να επιστρέψει τον φάκελο στην τακτική Δικαιοσύνη, λόγω δικής της αρμοδιότητας; Γιατί χρειαζόταν όλο αυτό το καραγκιοζιλίκι της επιτροπής;
Αν ήθελαν να διατηρήσουν ένα άλλοθι αντικειμενικότητας, γιατί -προτού αποφασίσουν τη συγκρότηση της Προανακριτικής- δεν προχώρησαν στη συγκρότηση Τριμελούς Γνωμοδοτικού Συμβουλίου (αποτελείται από ανώτατους δικαστές) προκειμένου να ελέγξει τα νομικά στοιχεία της κατηγορίας και να υποβάλει σχετική γνωμοδότηση στη Βουλή, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό της; Η απάντηση είναι προφανής: γιατί δεν ήταν σίγουροι ότι αυτό το Τριμελές Γνωμοδοτικό Συμβούλιο θα γνωμάτευε όπως συνέφερε τη συριζανελίτικη πλειοψηφία, που ήθελε απλώς να σύρει την υπόθεση σε μάκρος.
Για να ακριβολογούμε, ήταν βέβαιο ότι το γνωμοδοτικό συμβούλιο των ανώτατων δικαστών θα γνωμοδοτούσε ότι το αδίκημα έχει τελεστεί κατά την άσκηση των καθηκόντων των πρώην πρωθυπουργών και υπουργών, όμως έχει παραγραφεί και η δικογραφία πρέπει να τεθεί στο αρχείο. Είναι σίγουρο ότι θα γινόταν έτσι, γιατί υπάρχει νομολογία με την υπόθεση Τσοχατζόπουλου, όταν το δικαστικό συμβούλιο αποφάνθηκε ότι το αδίκημα της δωροληψίας-δωροδοκίας εντάσσεται στα υπουργικά καθήκοντα. Οταν το τελευταίο επισημάνθηκε τότε στον πρόεδρο της «προκαταρκτικής» Θ. Δρίτσα, αυτός είχε έτοιμη την… καραγκιόζικη απάντηση: «Στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου υπάρχει όντως μια νομολογία ισχυρή, διότι είναι από το δικαστικό συμβούλιο, αλλά η νομολογία, όσο ισχυρή και αν είναι, δεν είναι νόμος και δεν υποκαθιστά το δικαίωμα κάθε δικαστηρίου να αποφανθεί. Η νομολογία είναι ισχυρή αλλά δεν αποτελεί υποχρέωση οποιουδήποτε δικαιοδοτικού οργάνου, όπως είναι η ειδική επιτροπή, να τη δεχτεί και να ακολουθήσει την ίδια άποψη»!
Ετσι, οι δέκα παραπεμφθέντες πρώην πρωθυπουργοί και υπουργοί στάλθηκαν στην τακτική Δικαιοσύνη και η Τουλουπάκη τους απάλλαξε τον ένα μετά τον άλλο (πλην του Λοβέρδου που απαλλάχτηκε με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών). Η μόνη διαφορά ανάμεσα στην αθλιότητα των συριζαίων και στην αθλιότητα της ΝΔ είναι πως οι συριζαίοι προσπάθησαν να κατασκευάσουν ένα νομικό σόφισμα, ενώ οι νεοδημοκράτες δεν μπαίνουν καν σ’ αυτόν τον κόπο (δεν προσφέρονται και τα δεδομένα της υπόθεσης Τριαντόπουλου). Επί της ουσίας κάνουν το ίδιο πράγμα: στεγανοποιούν μια ποινική υπόθεση, διώχνοντάς την μακριά από τη Βουλή, για να γλιτώσουν το πολιτικό κόστος που αναπόφευκτα προκαλεί η διαδικασία σε μια Προανακριτική της Βουλής.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η κίνηση δείχνει τον πανικό του Μητσοτάκη και των συμβούλων του, που ενεργούν καθαρά σπασμωδικά. Οσους… χατζηπαπάρες και να επιστρατεύσουν, όση νομική μπουρδολογία κι αν καταθέσει ο «πολύς» Αλιβιζάτος που πετάει στα σκουπίδια τη σοβαρή πολιτική διάσταση ενός εγκλήματος και περιορίζεται σε φτηνιάρικους νομικισμούς (φτηνιάρικους, γιατί παραβλέπουν τη συνταγματική υποχρέωση της Βουλής να ολοκληρώσει την προκαταρκτική εξέταση για κάθε ύποπτο μέλος της κυβέρνησης), όσοι επαγγελματίες συνήγοροι κι αν βγουν στο ραδιοτηλεοπτικό μεϊντάνι, η κίνηση των Μητσοτάκη-Τριαντόπουλου έχει ήδη αξιλογηθεί -μέσα σε λίγες ώρες- από τον ελληνικό λαό, ως μια κίνηση στην κατεύθυνση της συγκάλυψης ενός μαζικού εγκλήματος.