Η πιο γελοία αντίδραση για την πρόταση μομφής από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή του Μπαρουφάκη. «Με αυτό που έκανε σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας, που έπρεπε να το έχει κάνει τον Δεκέμβριο, όταν του το λέγαμε, τώρα τους συσπειρώνει». Προηγουμένως είχε αναγνωρίσει πως «ήταν συσπειρωμένη η κυβέρνηση εκείνες τις μέρες (σ.σ. τον Δεκέμβρη), προφανώς δεν θα χάναν την ψηφοφορία, αλλά θα τους βάζαμε σε μια δύσκολη θέση. Τρεις μέρες, σύσσωμη η αντιπολίτευση θα τους σφυροκοπούσαμε και θα είχαμε μεγαλύτερες ευκαιρίες να αναδείξουμε αυτό το έγκλημα που γίνεται εναντίον του ελληνικού λαού». Αφού και τον Δεκέμβρη ήταν συσπειρωμένη η κυβέρνηση και οι βουλευτές της ΝΔ, ποια η διαφορά με τώρα, που μάλιστα είναι νωπές οι μνήμες από το φιάσκο της «Ελπίδας»; Ε;
Πίσω από τη γελοιότητα της δήλωσης Μπαρουφάκη, όμως, μπορεί κανείς να διακρίνει τον δικό του πολιτικό φόβο. Τον Δεκέμβρη ζητούσε από τον Τσίπρα να γίνουν «ίσα κι όμοια» και να καταθέσουν από κοινού πρόταση μομφής. Τώρα, όμως, ο Τσίπρας τους αιφνιδίασε και «θα μαζέψει όλο το χαρτί». Ο καυγάς θα είναι πάλι δικομματικός. Ο Μπαρουφάκης θα μιλάει σε μια άδεια αίθουσα, ο δε Κατρίνης «θα περάσει και δεν θα ακουμπήσει» (ο Ανδρουλάκης απλά θα παρακολουθεί από το τηλεοπτικό κύκλωμα στα γραφεία του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ στη Βουλή).
Δεν είναι καθόλου δύσκολο να διακρίνουμε τις σκοπιμότητες που θέλει να υπηρετήσει ο Τσίπρας με την πρόταση μομφής. Τις αναφέρουμε συνοπτικά:
- Εκμεταλλεύεται τη συγκυρία (το φιάσκο της διαχείρισης της κακοκαιρίας «Ελπίδα», που έχει αγανακτήσει κόσμο και κοσμάκη, αλλά και έχει ρίξει στα τάρταρα την αξιοπιστία του Μητσοτάκη και των α(χ)ρίστων του και του «επιτελικού κράτους» τους) και τσοντάρει τη διαχείριση της πανδημίας (με τις καθημερινές εκατόμβες νεκρών) αλλά και την ακρίβεια, όχι γιατί πιστεύει ότι μπορεί να ρίξει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά για να υπάρξει ένα τριήμερο κοινοβουλευτικό σόου, στη διάρκεια του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ θα απευθύνει κατηγορίες και τα κυβερνητικά στελέχη θα πρέπει να απαντούν. Αν οι συριζαίοι (όχι μόνον ο Τσίπρας) τα καταφέρουν, τότε επί τριήμερο θα αναβιώσουν όλα όσα διαμείβονται στα ραδιοκάναλα από το πρωί της Δευτέρας.
- Κατοχυρώνει τη θέση του ως ηγετική προσωπικότητα της αντιπολίτευσης, που έχει όλη την πρωτοβουλία στα χέρια του. Αυτός ζήτησε εκλογές, αυτός κάνει τώρα πρόταση μομφής. O Aνδρουλάκης -απών αναγκαστικά από τη Βουλή- θα είναι αναγκασμένος να τοποθετηθεί πολιτικά. Οσο και να «την πει» στον Τσίπρα, δεν μπορεί να μην υπερψηφίσει την πρόταση μομφής και αυτό είναι που θα καταγραφεί.
- Σταματάει την «εσωστρέφεια» στον ΣΥΡΙΖΑ, έστω και για λίγες μέρες. Θα ξαναρχίσει σίγουρα (όταν παίζονται οι συσχετισμοί στη νέα ΚΕ δεν μπορούν να σωπάσουν οι φραξιάρχες), αλλά θα είναι σε χαμηλότερη ένταση και χωρίς αμφισβήτηση του ίδιου του Τσίπρα, ο οποίος θα περιβληθεί από όλους τους συριζαίους με το μανδύα του ηγέτη και αυριανού πρωθυπουργού.
Η αντίδραση της ΝΔ έδειξε την αμηχανία της. Το βάρος έπεσε στο ότι ο Τσίπρας «βλέποντας την πολιτική του απήχηση να φθίνει και το πολιτικό μέλλον του χώρου του να είναι αμφίβολο, επιχειρεί μία κίνηση εντυπωσιασμού». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια στη δήλωση του κυβερνητικού εκπρόσωπου. Σ’ αυτή τη γραμμή συντονίστηκαν όλα τα παπαγαλάκια της κυβερνητικής προπαγάνδας (παράδειγμα ο Παπαχρήστος στα «Νέα»: «Κοίτα τώρα τι μπορεί να προκαλέσουν η αλλαγή ηγεσίας στο ΚΙΝΑΛ και η θεαματική επάνοδος του Κινήματος στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής: ακόμη και πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης… θα πρέπει να μας θεωρεί πολύ βλάκες να μην καταλαβαίνουμε ότι ο πραγματικός λόγος για την πρόταση είναι πως πάει ολοταχώς για τρίτο κόμμα και προσπαθεί να ανακόψει την πτώση»).
Μια κυβέρνηση που αισθάνεται δυνατή δεν μιλάει για την υποτιθέμενη αδυναμία της αντιπολίτευσης, αλλά βγάζει μπροστά το υποτιθέμενο θετικό της έργο. Θα το κάνει, βέβαια, και αυτό η ΝΔ, όμως πόσο πειστική μπορεί να είναι, με όλα όσα τη βαραίνουν; Θα λένε π.χ. για τις μεγάλες επιτυχίες στην οικονομία και οι άλλοι θα τους απαντούν για την ακρίβεια που σαρώνει, για τις καθημερινές εκατόμβες των νεκρών, για το φιάσκο της «Ελπίδας». Θα μιλάνε για τη σημασία του επιτελικού κράτους και οι άλλοι θα τους δείχνουν την Αττική Οδό. Και πάει λέγοντας. Και τότε θα αρχίσουν οι κορόνες για το Μάτι και τη Μάνδρα. Αυτά, όμως, είναι «περσινά ξινά σταφύλια». Δύσκολα μπορεί το παρελθόν να σκεπάσει το παρόν, ιδίως όταν αυτοί που εκφράζουν το παρόν είχαν «δεσμευτεί» ότι μ’ αυτούς δεν θα υπήρχαν παρόμοια φαινόμενα και αποδεικνύουν το αντίθετο.
Το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ δεν πρόκειται να παίξει κανένα ρόλο στη Βουλή. Ο Κατρίνης έχει συγκρότηση, όμως δεν έχει αρχηγική στόφα, είναι εντελώς «άχρους-άοσμος-άγευστος» (όπως μαθαίναμε στη Χημεία). Ο Ανδρουλάκης ήταν αναγκασμένος να σταματήσει το κρυφτούλι και το μόνο που κατάφερε να αποκαλύψει ήταν ο αιφνιδιασμός του και η πλήρης απουσία πολιτικής στόχευσης (ακόμα την ψάχνει). Η τοποθέτησή του ότι «η πρόταση μομφής είναι σωσίβιο του κ. Τσίπρα προς τον κ. Μητσοτάκη» ήταν πραγματικά για γέλια. Κι έγινε ακόμα πιο γελοία όταν τη συμπλήρωσε με τη θέση ότι θα υπερψηφίσει την πρόταση μομφής διότι «αξιολογούμε αρνητικά τη διαχείριση Μητσοτάκη» (μιλάμε… τον τσάκισε τον Μητσοτάκη), αλλά δεν ζητάει εκλογές, γιατί είναι «αδιανόητο και ανήθικο» να ζητήσει εκλογές εν μέσω πανδημίας! Τότε θα έπρεπε οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ να ψηφίσουν «παρών», διότι υπερψήφιση πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης αλλά «όχι εκλογές» δεν στέκουν.
Τον πήραν στο ψιλό και η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. ΝΔ: «Ακούσαμε τον κ. Ανδρουλάκη από τη μία να λέει ότι το ΚΙΝΑΛ υπερψηφίζει την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης και από την άλλη να υποστηρίζει ότι δεν είναι ώρα τώρα να γίνουν εκλογές. Το πώς συμβιβάζονται αυτά τα δύο, μόνο ο ίδιος το ξέρει». ΣΥΡΙΖΑ (ανάρτηση Ηλιόπουλου): «Καλοδεχούμενη η υπερψήφιση της πρότασης μομφής από το ΚΙΝΑΛ. Περιμένουμε να εξηγήσει στους πολίτες, ωστόσο, αφού καταψηφίζει την αποτυχημένη κυβέρνηση της Δεξιάς, γιατί δεν θέλει εκλογές. Και να καταψηφίζει την κυβέρνηση, και να ζητάει την παραμονή του κ. Μητσοτάκη, δεν γίνεται». Τον έβαλαν στη μέγκενη και τον σφίγγουν με τις δυο σιαγώνες.
Από σήμερα το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ της Κυριακής θα ζήσουμε μια ακόμη δικομματική κοκορομαχία. Οχι μόνο από το βήμα της Βουλής αλλά και από τα ραδιοκάναλα, όπου ήδη έχουν κλείσει εμφανίσεις τα βασικά στελέχη της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Στο τέλος, οι 157 βουλευτές της ΝΔ (το πιθανότερο είναι να προστεθεί και ο διαγραφείς Μπογδάνος) θα χειροκροτούν όρθιοι και μετά μανίας τον Μητσοτάκη που θα έχει κερδίσει την ψηφοφορία. Επίσης, σε επίπεδο αστικών ΜΜΕ η ΝΔ υπερτερεί σαφώς του ΣΥΡΙΖΑ και θα περνάει η δική της προπαγάνδα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει τίποτα.
Οι τάσεις στην κοινωνία διαμορφώνονται από βιωματικές καταστάσεις. Κι αυτά που έβαλε μπροστά ο Τσίπρας για να δικαιολογήσει την πρόταση μομφής (ακρίβεια, πανδημία, διαχείριση κακοκαιρίας) άπτονται άμεσα αυτών που βιώνει ο ελληνικός λαός. Αυτό το βίωμα προσπαθεί να ενισχύσει ο ΣΥΡΙΖΑ, προσβλέποντας στην εκλογική καταδίκη του Μητσοτάκη και της ΝΔ, όποτε κι αν γίνουν εκλογές. Το έχουμε ξαναγράψει ότι εδώ και χρόνια οι ψηφοφόροι στην Ελλάδα ψηφίζουν αρνητικά. Καταψηφίζουν μια κυβέρνηση, χωρίς να τρέφουν ιδιαίτερες προσδοκίες ότι η επόμενη θα είναι καλύτερη. Ακόμα και τον Γενάρη του 2015, η πλειοψηφία όσων ψήφιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ δεν πίστευαν ότι θα σκίσει τα Μνημόνια μ’ ένα νόμο σε ένα άρθρο και ότι θα κάνει τη Μέρκελ να χορεύει πεντοζάλη. Εκείνο που έλεγαν ήταν το μοιρολατρικό: «Εστω και μια αυξησούλα να δώσει, κάτι θα είναι».
Από τότε που άρχισε να διαμορφώνεται αυτή η εκλογική συμπεριφορά καθιερώθηκε και ο όρος «στρατηγική του ώριμου φρούτου». Δηλαδή, το δεύτερο κόμμα περιμένει να φθαρεί το πρώτο και να πέσει όπως πέφτει ένα ώριμο φρούτο από το δέντρο. Αυτό έκανε ο Μητσοτάκης με την κυβέρνηση Τσίπρα, αυτό κάνει ο Τσίπρας με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Από την άποψη της «στρατηγικής του ώριμου φρούτου» η πρόταση μομφής αυτή τη στιγμή ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει ο Τσίπρας. Βρίσκει την κυβέρνηση στη χειρότερη στιγμή της και προσπαθεί να μεγεθύνει τη φωτογραφία, ώστε να την δουν καλύτερα οι ψηφοφόροι που ήδη είναι αγανακτισμένοι. Ρίχνει λάδι στη φωτιά που ήδη καίει.
Και φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: τι νόημα έχουν όλα αυτά; Για τη ΝΔ, για το ΠΑΣΟΚ, για το ΚΙΝΑΛ και τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα έχουν νόημα, καθώς αφορούν την εκλογική τους στρατηγική. Στους συνεχείς κύκλους της αστικής πολιτικής κάποιο κόμμα κερδίζει, κάποιο χάνει, τα υπόλοιπα απλώς αναπαράγονται. Εχουν όμως περάσει πολλά χρόνια από τότε που αυτοί οι πολιτικοί κύκλοι αφορούσαν την εργαζόμενη κοινωνία και τις ανάγκες της. Τότε που μπορούσες να διακρίνεις κάποιες διαφορές ανάμεσα στη συντηρητική και τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση της αστικής κυβερνητικής εξουσίας.
Αυτές οι διαφορές καθορίζονταν από την ένταση των εργατικών και λαϊκών αγώνων. Για να μπορέσει να εξασφαλίσει τη συνέχειά του το σύστημα αναγκαζόταν να κάνει κάποιες παραχωρήσεις. Πλέον, όμως, όλα κινούνται με αυτόματο πιλότο. Δείτε τη μνημονιακή δεκαετία 2010-2019. Τόσα κόμματα και τόσοι συνδυασμοί κομμάτων άλλαξαν στην κυβερνητική εξουσία, όμως η μνημονιακή πολιτική δεν άλλαξε στο ελάχιστο.
Αντίθετα, μετά την ήττα των πρώτων αντιστάσεων, κάπου στην αρχή του 2012, η προσμονή για κάποια –μικρή έστω- αλλαγή απέκτησε καθαρά εκλογικό χαρακτήρα. Ολες οι ελπίδες εναποτέθηκαν στο μαγικό χαρτί που θα πέσει στην κάλπη. Και είδαμε τα αποτελέσματα.
Με την εργατική τάξη και το λαό απόντες από το προσκήνιο, από το προσκήνιο των διεκδικήσεων και των αγώνων, τα αστικά κόμματα έχουν όλη την άνεση να καυγαδίζουν, να στήνουν κακόγουστα σόου στη Βουλή ή στα ραδιοτηλεοπτικά στούντιο. Θυμίζουν περιοδεύοντα μπουλούκια που προσπαθούν να τραβήξουν πελατεία σε επαρχιώτικα πανηγύρια περασμένων δεκαετιών. Η δύναμη του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, όμως, τους εξασφαλίζει πελατεία κι αυτό είναι το μέγα κέρδος για το σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.