Η αντιστροφή ρόλων –έστω και σε επίπεδο προπαγάνδας- προκαλεί εκνευρισμό στην Αθήνα. Μέχρι τώρα, η εικόνα που καλλιεργούνταν διεθνώς ήθελε την Τουρκία να είναι η «κακή» και την Ελλάδα να είναι η «καλή», που υπομένει παραβιάσεις, ρητορικές προκλήσεις κτλ.
Οσο η Τουρκία δεν κοίταζε προς τη Δύση, αλλά ασχολούνταν με τα προβλήματά της προς Ανατολάς (Κουρδικό, Συριακό, Ανατολική Μεσόγειος), αυτή η κατανομή ρόλων δεν ενοχλούσε καθόλου το καθεστώς Ερντογάν. Αντίθετα, ο ρόλος του «κακού» ενίσχυε την αίσθηση ισχύος που ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε στο εσωτερικό της Τουρκίας, εξάπτοντας τα εθνικιστικά αντανακλαστικά και μαζεύοντας το «χαρτί» στις κάλπες.
Από τότε, όμως, που άρχισε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία και ο ρόλος της Τουρκίας, λόγω μεγέθους και γεωστρατηγικής θέσης, αναβαθμίστηκε, το καθεστώς Ερντογάν «κοιτάζει» όλο και περισσότερο στη Δύση. Και δεν μιλάμε μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, των οποίων οι ιμπεριαλιστικές ηγεσίες έχουν σπεύσει να αναθερμάνουν τις σχέσεις τους με την τουρκική κυβέρνηση.
Αυτή η στροφή της Τουρκίας εκ νέου προς τη Δύση απαιτεί και αλλαγή ρόλων στο παιχνίδι της προπαγάνδας. Η Τουρκία δεν πρέπει να εμφανίζεται σαν η «κακή», αλλά σαν η «καλή» που υφίσταται μπούλινγκ από την Ελλάδα. Είναι εδώ και κάνα δίμηνο που εφαρμόζεται αυτή η τακτική. Στο εσωτερικό της Τουρκίας κάνει «παιχνίδι» ο Ερντογάν με τα «Μητσοτάκης γιοκ» και τα παρόμοια, για να κρατάει υπό εθνικιστικό έλεγχο τους ψηφοφόρους του ΑΚΡ, ενώ στη διεθνή σκηνή μιλούν ο Τσαβούσογλου, ο Καλίν και ο Ακάρ, ο καθένας ανάλογα με το προσωπικό του στιλ: ο Τσαβούσογλου ως ένας από τους μακροβιότερους –και επομένως εμπειρότερους- ΥΠΕΞ στον κόσμο (μόνο ο «τσάμπιον» Λαβρόφ πρέπει να τον ξεπερνά), ο Καλίν με τη φινέτσα του εξαιρετικά μορφωμένου πανεπιστημιακού, ο Ακάρ ως απόστρατος αξιωματικός που «ξέρει».
Εχοντας αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τα καθεστώτα του Κόλπου, την Αίγυπτο και το Ισραήλ, η τουρκική κυβερνητική ηγεσία εμφανίζεται ως θύμα του ελληνικού «μαξιμαλισμού», της «προκλητικότητας», της «επιθετικότητας» κτλ., αντιστρέφοντας πλήρως την εικόνα που γνωρίζαμε μέχρι τώρα.
Δεν θα μπούμε, φυσικά, σε συζήτηση για το αν λέει αλήθεια η τουρκική κυβέρνηση ότι ελληνικοί S-300 «λόκαραν» τουρκικά F-16 που συμμετείχαν σε νατοϊκή άσκηση ή λέει αλήθεια η ελληνική κυβέρνηση που διαψεύδει και το «λοκάρισμα» και το ότι διεξαγόταν νατοϊκή άσκηση. Ουδείς μπορεί να δώσει την παραμικρή βάση στους ισχυρισμούς δύο αστικών κυβερνήσεων, όταν δεν μπορεί να διαπιστώσει αυτοτελώς ποια είναι η αλήθεια.
Σε επίπεδο διεθνούς διπλωματίας, όμως, με δεδομένη την αναβάθμιση της Τουρκίας, αυτού του τύπου οι καταγγελίες δημιουργούν μια «βάση συζήτησης» στα ιμπεριαλιστικά «τραπέζια» κι αυτό το γεγονός είναι που προκαλεί εκνευρισμό στην Αθήνα. Γιατί ναι μεν είναι εύκολο να κάνεις μια ηχηρή διάψευση στο εσωτερικό εθνικιστικό ακροατήριο, που είναι πεπεισμένο ότι «οι Τούρκοι είναι μπαμπέσηδες», όταν όμως βρεθείς απέναντι στον Στόλτενμπεργκ, που έχει εντολή από τους Αμερικανούς να κρατήσει την Τουρκία ενεργή στο ΝΑΤΟ, ή σε κάποιον ισπανό ή ιταλό αξιωματούχο, που έχει εντολή να μην κάνει τίποτα που θα εμποδίσει τις πωλήσεις όπλων στην Τουρκία ή θα δυσκολέψει τις άλλες μπίζνες που έχουν συμφωνηθεί σε επίπεδο κοινών συνεδριάσεων υπουργικών συμβουλίων, το «οι Τούρκοι είναι μπαμπέσηδες» δεν μετράει καθόλου (για να μην πούμε ότι θα θεωρηθεί ως πρόκληση).
Για να το πούμε απλά, ο νέος ελιγμός της τουρκικής διπλωματίας, που τον εφαρμόζει με μεθοδικότητα (το πού βρίσκεται η αλήθεια και πού το ψέμα δεν έχει καμιά σημασία), οδηγεί την προπαγάνδα για τον «καλό» και τον «κακό» των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε μια ισορροπία και σε αλληλοεξουδετέρωση.
Τι λέει η νέα τουρκική διπλωματική ρητορική; «Μας κατηγορείτε που αγοράσαμε ρωσικούς S-400, αλλά και η Ελλάδα έχει ρωσικούς S-300 και τους χρησιμοποιεί για να “λοκάρει“ δικά μας αεροπλάνα, δηλαδή αεροπλάνα του ΝΑΤΟ». «Ναι, το κοίτασμα που ανακοινώθηκε ότι βρέθηκε στην Κύπρο είναι εντός κυπριακής ΑΟΖ, όμως δεν είναι δυνατόν να εξαιρεθούν οι Τουρκοκύπριοι από τα ενεργειακά οφέλη». «Εμείς δεν κάνουμε παραβιάσεις ελληνικού εναέριου χώρου, η Ελλάδα κάνει παραβιάσεις τουρκικού εναέριου χώρου, αφού στη θάλασσα έχει 6 μίλια και στον αέρα έχει 10». «Οι συνθήκες λένε πως τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου πρέπει να είναι αποστρατιωτικοποιημένα, όμως η Ελλάδα διατηρεί σ’ αυτά βαρύ οπλισμό, με τον οποίο απειλεί τα τουρκικά παράλια».
Η συνέχεια επί της οθόνης, όπως τελείωναν τα «προσεχώς» στους κινηματογράφους πριν από πολλές δεκαετίες. Θα ζήσουμε πολλά επεισόδια ακόμη και η κυβέρνηση Μητσοτάκη (ή αυτή που θα τη διαδεχτεί) θα πρέπει να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να αποφύγει την πίεση για μια «εφ’ όλης της ύλης» διαπραγμάτευση με την Τουρκία; Και γιατί είναι κακή μια τέτοια διαπραγμάτευση; Γιατί θα ανατρέψει το δόγμα της «μίας και μόνης διαφοράς με την Τουρκία», το οποίο είναι κυρίαρχο στην αστική Ελλάδα εδώ και μισόν αιώνα. Το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση που θα κάνει αυτό το άνοιγμα θα είναι τεράστιο. Ο Σημίτης πήγε να κάνει ένα-δυο βήματα κι ακόμα τον κατηγορούν σαν «ενδοτικό».
Τι μένει; Οι σταθερές των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η καλλιέργεια του εθνικιστικού μίσους στους λαούς των δύο χωρών, η ενίσχυση του ρόλου των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και –κυρίως- οι υπέρογκοι πολεμικοί εξοπλισμοί που τους πληρώνουν οι λαοί προς δόξαν του αποθησαυρισμού των μονοπωλίων του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος που κάθε ιμπεριαλιστική χώρα διαθέτει.