Τον περασμένο Μάρτη, όλος ο κόσμος άκουγε για την ιστορία του Σαϊντού, του πρόσφυγα που έφτασε ανήλικος στην Ελλάδα, πέρασε από χίλια μύρια κύματα (κυριολεκτικά και μεταφορικά), κατάφερε να πάει σχολείο, να μείνει σ’ ένα σπίτι, να σταθεί στα πόδια του. Oταν έφτασε η πικρή ώρα να αντιμετωπίσει και ο Σαϊντού -παρά τον αγώνα που είχε ήδη δώσει για να φτιάξει κάπως τη ζωή του- το τέρας της αντιμεταναστευτικής νομοθεσίας, ήταν τυχερός. Είχε στο πλάι του ένα σύνολο ανθρώπων που τον στήριξαν. Οχι μόνο με λόγια, αλλά και με πράξεις. Ο καθένας από το πόστο του. Η ιστορία του πήρε διαστάσεις, ακούστηκε στα κανάλια, γράφτηκε σε κείμενα, σε επιστολές, σε άρθρα. Όλοι φαινομενικά ήταν με το μέρος του. Ομως αυτοί που έδωσαν τη μάχη μαζί του ήταν λίγοι. Και τελικά κέρδισαν: η απόφαση της Αρχής Προσφυγών που εξέτασε το αίτημά του ήταν θετική.
Τώρα, μαθαίνουμε για τον Σαλμάν. Πρόσφυγας και αυτός, που πηγαίνει σε ελληνικό σχολείο, μένει σε διαμέρισμα μαζί με άλλους ανήλικους πρόσφυγες και ελπίζει να κάνει τη ζωή του λίγο καλύτερη απ’ αυτή που του επιφύλασσε η παραμονή του στο Πακιστάν. Η ιστορία του Σαλμάν δεν ακούγεται στις ειδήσεις και στα πρωινάδικα. Δεν του παίρνουν συνεντεύξεις. Προς το παρόν. Φαίνεται να μην είναι αναγκαίο. Αλλωστε, το να προβάλλονται πολλές τέτοιες ιστορίες (και υπάρχουν πολλές τέτοιες ιστορίες) δεν λειτουργεί πάντα θετικά. Λειτουργεί για λίγο, για να προβληθεί το ανθρωπιστικό προσωπείο των ΜΜΕ, αλλά κάνει κακό όταν… παραλέγεται. Γιατί δείχνει ταυτόχρονα ότι υπάρχει ακόμα ένα κομμάτι εργαζόμενου λαού που στέκεται με γνήσια και απλά αισθήματα αλληλεγγύης δίπλα σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Δίπλα στους πρόσφυγες που ζουν μιας άλλης μορφής ανθρώπινο πόνο, όχι γιατί φταίει η «άτιμη ζωή» ή η «κακούργα κοινωνία», γενικά κι αόριστα, αλλά εντελώς συγκεκριμένα: επειδή είναι οι ίδιοι τα ζωντανά θύματα ιμπεριαλιστικών πολέμων και πολιτικών που ασκούνται πολλά χρόνια τώρα.
Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε απ’ αυτές τις ιστορίες, πέρα από την ουσία τους και τα πραγματικά γεγονότα, είναι κυρίως η ακτίδα ελπίδας ότι υπάρχει ακόμα στον εργαζόμενο άνθρωπο η δύναμη να αναγνωρίζει ποιος πραγματικά βάλλεται και από ποιον. Να διαπιστώνει πως κι ο ίδιος έχει μερίδιο ευθύνης και πρέπει να αντιδράσει και να σταθεί ενεργός με όλες του τις δυνάμεις.
Κανένα δικαίωμα δε χαρίστηκε. Ποτέ. Κι αν ο Σαϊντού κατάφερε να μείνει στην Ελλάδα το οφείλει στο ότι ο ίδιος μαζί με τους συνανθρώπους του έδωσαν έναν αγώνα. Οπως μπορούσαν, με όλα τα μέσα. Το ίδιο θα πρέπει να συμβεί για τον Σαλμάν και τον όποιον άλλον πάρει τη θέση τους στο μέλλον. Γιατί θα υπάρξουν κι άλλοι, όπως υπήρχαν και παλιότερα. Τι άλλο να περιμένει κανείς όταν τα αυτονόητα πλέον τίθενται υπό αμφισβήτηση; Οταν βλέπεις ανθρώπους που ζητούν ασφαλές καταφύγιο και τους αρνούνται τα πάντα; Τίποτα δεν μπορεί να περιμένει. Μπορεί μόνο να δράσει. Συλλογικά, ταξικά, αλληλέγγυα.
ΥΓ: Δανειστήκαμε τον τίτλο από «Το Τραγούδι της Αλληλεγγύης» του Μπ. Μπρεχτ. Το θυμίζουμε:
Τώρα ήρθ’ η ώρα για μάχη και για ζωή
γροθιά μου η γροθιά σου δίπλα φίλε στάσου
η πείνα είναι ντροπή.
Όταν σφίξουμε τα χέρια οι λαοί αυτής της Γης
θα γενεί παράδεισός μας κι αφεντάδες της εμείς.
Τώρα ήρθ’ η ώρα για μάχη και για ζωή
γροθιά μου η γροθιά σου, δίπλα φίλε στάσου
η πείνα είναι ντροπή.
Εχουν ρίξει τη διχόνοια και μας τρών’ οι δυνατοί
δούλος τους εσύ να μένεις κι αφεντάδες να `ναι αυτοί
Τώρα ήρθ’ η ώρα για μάχη και για ζωή
γροθιά μου η γροθιά σου, δίπλα φίλε στάσου
η πείνα είναι ντροπή.
Δούλοι και προσκυνημένοι βάρη άχρηστα της Γης
μαύρη μοίρα τους προσμένει σαν θα ενωθούμε εμείς.
Τώρα ήρθ’ η ώρα για μάχη και για ζωή
γροθιά μου η γροθιά σου, δίπλα φίλε στάσου
η πείνα είναι ντροπή.
Προλετάριε προχώρα με τη γνώση πας μπροστά
μονιασμένη κι ενωμένη θα νικήσει η εργατιά.
Βιάσου, ήρθε η σειρά σου, έμπα κι εσύ στη γραμμή,
για να γίνεις ο αφέντης στη δική σου την πατρίδα,
στη δική σου τη ζωή.