Κάναμε ένα λάθος χθες. Γράψαμε ότι «είναι η πρώτη φορά που το κυβερνών κόμμα αυξάνει τις ψήφους και το ποσοστό του αφού συμπλήρωσε μια τετραετία στην κυβέρνηση. Δεύτερες νίκες αστικών κυβερνώντων κομμάτων έχουν υπάρξει και άλλες φορές, πάντα όμως με μείωση ψήφων και ποσοστού σε σχέση με την πρώτη εκλογική νίκη». Δεν είναι η πρώτη, είναι η δεύτερη φορά. Το 2000, το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη πήρε 43,79%, αυξάνοντας πάνω από δύο μονάδες το ποσοστό του από το 41,49% που είχε πάρει το 1996.
Το ΠΑΣΟΚ το 2000 αύξησε το ποσοστό του κατά 2,3%, ενώ το 2023 η ΝΔ αύξησε το ποσοστό της κατά 0,94%. Το διορθώνουμε για να είμαστε ακριβείς, αλλά και γιατί είναι χρήσιμο για την ανάπτυξη πολιτικών σκέψεων.
Ακόμα δεν ξέρουμε τι ποσοστό θα πάρει η ΝΔ στις εκλογές της 25ης του Ιούνη, αν θα κλείσει ή θα ανοίξει η ψαλίδα από τον ΣΥΡΙΖΑ, τι θα πάρει το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ κτλ. Ξέρουμε, όμως, ότι τέσσερα χρόνια μετά τη μεγάλη εκλογική νίκη του «καταλληλότερου», το 2004, το ΠΑΣΟΚ έχασε πανηγυρικά από τη ΝΔ με 45,36% έναντι 40,55% (ο Σημίτης, προαισθανόμενος την ήττα, παρέδωσε το δαχτυλίδι στον Γιωργάκη Παπανδρέου και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια).
Παρατηρώντας εκείνο το εκλογικό αποτέλεσμα βλέπουμε ότι ο δικομματισμός συγκέντρωνε ποσοστά πάνω από το 85%. Το ηττημένο το 2004 ΠΑΣΟΚ είχε πάρει 40,55%, όσο πήρε τώρα ο Μητσοτάκης. Ο οποίος εμφανίζεται σαν θριαμβευτής, γιατί η προσοχή δεν πέφτει στο ποσοστό που πήρε η ΝΔ αλλά στη χαώδη διαφορά από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ.
Στις εκλογές της περασμένης Κυριακής ο δικομματισμός συγκέντρωσε μόλις 61%. Ακόμα κι αν προσθέσουμε και το ποσοστό του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ, θα φτάσουμε στο 72%. Επομένως, δεν υπάρχει σύγκριση ούτε σ’ αυτό το επίπεδο. Οι συνθήκες το 2023 είναι από κάθε άποψη διαφορετικές και πρέπει να μελετηθούν αυτοτελώς, με βάση τη συγκυρία και τις εξελίξεις μιας περιόδου που δεν μπορεί να πάει πίσω από το 2012, όταν τα Μνημόνια δημιούργησαν ένα νέο πολιτικό σκηνικό και ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε ως ένας από τους διεκδικητές της αστικής εξουσίας.
Σημειώσαμε χθες πως έχουμε μια συντηρητική στροφή του εκλογικού σώματος και μιλήσαμε για την κοινωνική αδράνεια και το φόβο ως βασικά στοιχεία αυτής της στροφής.
Μπορεί να κατανοήσει κανείς τη στήριξη της μεγαλοαστικής τάξης στη ΝΔ και στον Μητσοτάκη, λόγω της προσφοράς του (από τη λιτότητα μέχρι την ψήφιση αντεργατικών νόμων και από το ζεστό χρήμα και τις φοροαπαλλαγές στους «επενδυτές» μέχρι το μοίρασμα των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης κτλ. κτλ.). Ομως η μεγαλοαστική τάξη, ακόμη κι αν ψήφιζε σούμπιτη Μητσοτάκη, δεν είναι παρά ένα απειροελάχιστο τμήμα του εκλογικού σώματος.
Αντε να κατανοήσουμε και το φόβο κάποιων μεσαίων αστικών στρωμάτων (από υπεργολάβους στην οικοδομή μέχρι μαγαζάτορες στον τουρισμό), ότι η «προοδευτική κυβέρνηση» που υποσχόταν ο Τσίπρας θα μπορούσε να προκαλέσει «αστάθεια» και να σταματήσει η «ανάπτυξη». Και πάλι, όμως, θα έπρεπε να βάλουμε το ερώτημα: πόσο ευχαριστημένα είναι αυτά τα στρώματα από τον πληθωρισμό και την ακρίβεια που πλήττουν και τα δικά τους εισοδήματα; Γιατί να κυριαρχήσει σ’ αυτά τα στρώματα ο φόβος για το άγνωστο (που υποτίθεται πως εξέφραζε ο Τσίπρας και η «προοδευτική κυβέρνησή» του με τον Ανδρουλάκη) και όχι οι υποσχέσεις για βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης, που έδιναν και ο Τσίπρας και ο Ανδρουλάκης, ιδιαίτερα ο Τσίπρας που ολημερίς κι ολονυχτίς έδινε όρκους φροντίδας για τη «μεσαία τάξη»;
Ακόμα κι αν προσθέσουμε τα μεσαία στρώματα στη μεγαλοαστική τάξη, δεν φτάνουν αριθμητικά για να εξηγήσουν τη νίκη της ΝΔ και κυρίως το νταμπλ σκορ με το οποίο έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Κι ύστερα, έχουμε την εργατική τάξη, εργαζόμενη, άνεργη και σε σύνταξη, την πιο πολυπληθή τάξη της χώρας. Επί Μητσοτάκη μειώθηκε λίγο η ανεργία (όχι χάρη στην πολιτική της κυβέρνησης, αλλά επειδή η κρίση ολοκλήρωσε τον καταστροφικό της κύκλο και αναγκαστικά θα υπήρχε μια σχετική ανάπτυξη, όποια κι αν ήταν η κυβέρνηση). Η σχετική αύξηση της απασχόλησης, όμως, έγινε με τους χειρότερους για την εργατική τάξη όρους, ιδιαίτερα στα σκλαβοπάζαρα του τουρισμού: εξευτελιστικά μεροκάματα, εξαντλητικά ωράρια και ταυτόχρονα… πέντε ένσημα το μήνα (κι άμα σας αρέσει), δώρα που πρέπει να επιστραφούν στα αφεντικά της επιχείρησης κτλ. κτλ. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης παραδεχόταν προεκλογικά ότι υπάρχει πρόβλημα χαμηλών μισθών και υποσχόταν ότι τη δεύτερη τετραετία θα ασχοληθεί με την αύξησή τους. Λέτε να μην αντιλαμβάνονται οι εργάτες, εποχιακοί και μόνιμοι, πως ο ρυθμός «ανάπτυξης» θα πέσει (έχει ήδη αρχίσει να πέφτει και το 2023 θα είναι κάτω από το μισό του 2022) και πως αυτό δεν συνηγορεί υπέρ της αύξησης των μισθών;
Για τους συνταξιούχους τι να πούμε; Το 2019, αμέσως μόλις ανέλαβε, ο Μητσοτάκης τούς έκοψε το άθλιο βοήθημα των 300-500 ευρώ, που οι συριζαίοι είχαν βαφτίσει «13η σύνταξη» (το είχε ψηφίσει και η ΝΔ την άνοιξη του 2019), και τους έδωσε αύξηση το 2023, για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια και σε συνθήκες καλπάζουσας επί ενάμιση χρόνο ακρίβειας, που «κατάπιε» αμέσως αυτή την αύξηση. Ας αφήσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος τους δεν πήρε καν αύξηση, λόγω της περιβόητης «προσωπικής διαφοράς», και ο Μητσοτάκης τους πέταξε προεκλογικά ένα άθλιο φιλανθρωπικό βοήθημα 200-300 ευρώ.
Να προσθέσουμε τους φτωχούς αγρότες, που ο πληθωρισμός έπληξε βάναυσα το εισόδημά τους, καθώς εκτινάχτηκε το κόστος παραγωγής. Και να σημειώσουμε ότι αγανακτισμένοι ήταν ακόμα και οι πλούσιοι αγρότες, ιδιαίτερα του κτηνοτροφικού κλάδου.
Ολοι αυτοί, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επλήγησαν από την οικονομική και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είναι ταυτόχρονα και πολίτες (όσο χαμηλή κι αν δεχτούμε ότι είναι η πολιτική τους συνείδηση). Δεν μπορεί να έμειναν ασυγκίνητοι μπροστά στο θανατικό της πανδημίας, στη θλιβερή πρωτιά σε θανάτους, αποτέλεσμα μιας εγκληματικής διαχείρισης. Δεν μπορεί να «κατάπιαν» αμάσητο το σκάνδαλο των υποκλοπών. Δεν μπορεί τα 2,5 εκατομμύρια (σύμφωνα με εκτιμήσεις του αστικού Τύπου), που κινητοποιήθηκαν για τα Τέμπη, έστω σε μια βάση συναισθηματικής έκρηξης, να χτυπήθηκαν από μαζική αμνησία. Δεν είχε κανένα θετικό λόγο όλος αυτός ο κόσμος να επιβραβεύσει τον Μητσοτάκη.
Ας βάλουμε και έναν άλλο παράγοντα στην εξίσωση. Τις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που σίγουρα δεν διέφυγαν της προσοχής, ιδιαίτερα των εργαζόμενων και των συνταξιούχων. Στο περιβόητο «Συμβόλαιο Αλλαγής», που παρουσίασε ο Τσίπρας στο Λαύριο, στο κομμάτι του «προγράμματος των 50 πρώτων ημερών» περιλάμβανε «δεσμεύσεις» όπως: κατώτατος μισθός 880 ευρώ, 10% αύξηση στους μισθούς του δημοσίου, επαναφορά «13ης σύνταξης», απόδοση σε όλους τους συνταξιούχους της αύξησης που δεν πήραν λόγω «προσωπικής διαφοράς» και πολλά άλλα. Ο Τσίπρας ορκιζόταν ότι αυτά ήταν μέτρα άμεσης εφαρμογής, μέσα στις πρώτες 50 μέρες. Για να γίνει πιο πιστευτός, ο Τσίπρας εμφανίστηκε στη συνέχεια με συνέντευξη στο «Βήμα της Κυριακής» (14 Μάη) και υποσχέθηκε ότι προτού καν συγκροτηθεί η νέα Βουλή, θα έχει υπογράψει ΠΝΠ για αναστολή των πλειστηριασμών, μείωση του ΦΠΑ και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα και κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής.
Δεν ήταν όλα τα παραπάνω δελεαστικά για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, τους μισθωτούς εργάτες και εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τους φτωχούς αγρότες, τα μικροαστικά στρώματα της πόλης;
Την απάντηση την ξέρουμε πλέον: δεν πίστεψαν ούτε λέξη! Τα ψέματα του 2014-15, που μετατράπηκαν σε σκληρή μνημονιακή πολιτική το 2015-19, κατέστησαν τον ΣΥΡΙΖΑ παντελώς αναξιόπιστο. Η αλά Ανδρέα Παπανδρέου γοητεία που προσπάθησε να ασκήσει ο Τσίπρας εισπράχτηκε ως κοροϊδία. Και το αποτέλεσμα καταγράφηκε στην κάλπη με την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τη στιγμή που ευρέα λαϊκά στρώματα θεώρησαν ψέματα όλα όσα έταζε ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ σε κοινωνικό επίπεδο είχαμε πλήρη «άπνοια» και επομένως έλλειψη εμπιστοσύνης στη συλλογική διεκδίκηση, ως βασικό στοιχείο της συμπεριφοράς τους έμεινε ο ατομικός φόβος μπροστά στο «άγνωστο». Κι αυτός ο φόβος μετατράπηκε σε ενίσχυση του σκληρού νεοφιλελεύθερου Μητσοτάκη και του παντελώς ασήμαντου Ανδρουλάκη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώθηκε με το νόμισμα που είχε εισπράξει το 2015. Τότε, ένα επίσης ηττημένο, απογοητευμένο, φοβισμένο κοινωνικό κίνημα εναπόθεσε όλες τις ελπίδες του στον ΣΥΡΙΖΑ. Οταν οι προσδοκίες διαψεύστηκαν, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Η πρώτη πράξη παίχτηκε τον Ιούλη του 2019, η δεύτερη τον Μάη του 2023.
Δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε το φινάλε. Ο,τι γράφεται επ’ αυτού αποτελεί μελλοντολογική φλυαρία που ταιριάζει σε αργόσχολους δημοσιολογούντες. Το σημαντικό είναι να προσδιορίσουμε το κοινό στοιχείο ανάμεσα σε διαφορετικές εκλογικές συμπεριφορές μεταξύ 2015 και 2023. Το ’15 κυριαρχούσαν οι φρούδες ελπίδες και το ’23 κυριαρχεί ο φόβος, αλλά το κοινό στοιχείο όλη αυτή την περίοδο των 8-9 ετών είναι η απουσία διεκδικητικού κινήματος, οι αγώνες του οποίου θα αντανακλώνταν σ’ ένα βαθμό και στο εκλογικό επίπεδο. Κι αυτή η απουσία είναι που πρέπει να μας ενδιαφέρει.
Το διεκδικητικό κίνημα, η ανάπτυξη της ταξικής πάλης στο στοιχειώδες επίπεδό της, δεν δημιουργεί μεν επαναστατική συνείδηση, δημιουργεί όμως συνείδηση συλλογικότητας. Η κοινωνική αδράνεια κατακερματίζει τη συλλογικότητα και οδηγεί στην εξατομίκευση, μια καθαρά συντηρητική στάση. Οταν ογκούται η απέχθεια προς τους σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς ψεύτες, μένει ο φόβος που οδηγεί στην αποδοχή των νεοφιλελεύθερων.