Ετσι όπως μεταδιδόταν η είδηση δημιουργούσε σύγχυση: «Εφοδος αστυνομικών της Ασφάλειας, συνοδεία εισαγγελέα, και κατάσχεση των σκληρών δίσκων του ΟΣΕ με τις καταγραφές των επικοινωνιών». Είναι σίγουρο πως οι περισσότεροι θεώρησαν ότι μετά τη μηνυτήρια αναφορά του Ανδρουλάκη στον Αρειο Πάγο, κινήθηκαν εισαγγελείς για την «υπόθεση μονταζιέρα». Καμία σχέση.
Η παραγγελία δόθηκε από τον ειδικό ανακριτή της Λάρισας, εφέτη Σωτήρη Μπακαΐμη, ο οποίος δεν έχει καμιά αρμοδιότητα για την «υπόθεση μονταζιέρα». Μα καλά, δεν έχει ο εφέτης ανακριτής το πλήρες υλικό των επικοινωνιών μεταξύ των σιδηροδρομικών στην περιοχή του σταθμαρχείου Λάρισας, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, με επικεφαλής τον ίδιο τον Μητσοτάκη; Τότε γιατί ζήτησε να του πάνε και τους σκληρούς δίσκους; Ο μόνος λόγος που μπορούμε να σκεφτούμε είναι πως ο ανώτερος δικαστικός θέλει να επιβεβαιώσει πως το υλικό που παρέλαβε και υπάρχει στη δικογραφία είναι το ίδιο με το υλικό που είναι καταγεγραμμένο στους σκληρούς δίσκους.
Ποιος παρέδωσε το υλικό που υπάρχει στη δικογραφία; Η αστυνομία. Επομένως, ο εφέτης ανακριτής, καταρχάς, αμφισβητεί την ειλικρίνεια της αστυνομίας. Θέλει να ελέγξει την πιστότητα του υλικού που υπάρχει στη δικογραφία. Από τη μέρα της συλλογής αυτού του υλικού από την αστυνομία και της κατάθεσής του στις δικαστικές αρχές έχουν περάσει δεκατρείς μήνες. Σαν πολύ αργά δε θυμήθηκε ο εφέτης ανακριτής να αμφισβητήσει την ειλικρίνεια της αστυνομίας και την αυθεντικότητα της συλλογής στοιχείων που αυτή έκανε, στο πλαίσιο της προανάκρισης των πρώτων ημερών; Επρεπε να μεσολαβήσει το δημοσίευμα του Συγκροτήματος Μαρινάκη και όλος ο ντόρος για την «υπόθεση μονταζιέρα», που έφτασε μέχρι τη Βουλή με την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας από κόμματα της αντιπολίτευσης, για να αναρωτηθεί ο εφέτης ανακριτής «ρε μπας και μου κάνανε ματσακονιά οι μπάτσοι»; Ετσι φαίνεται.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη ανάγνωση, πιο κοντά στην αλήθεια. Οταν ο εφέτης ανακριτής διαπιστώσει ότι το υλικό της δικογραφίας ταυτίζεται με το υλικό των σκληρών δίσκων του ΟΣΕ, η κυβέρνηση θα το κάνει φέιγ βολάν: «Επιβεβαιώνεται από τη Δικαιοσύνη ότι οι πλήρεις διάλογοι παραδόθηκαν σ’ αυτήν από την πρώτη στιγμή και επομένως τα περί μονταζιέρας είναι ένα κακόβουλο σχέδιο για να πληγεί η κυβέρνηση». Βέβαια, είναι άλλο το υλικό της δικογραφίας και άλλο το υλικό της προπαγάνδας, χάριν της οποίας δούλεψε η μονταζιέρα, όμως από το νταβαντούρι που θα γίνει κερδισμένη θα βγει η κυβέρνηση, αφού το πρόστυχο αφήγημά της θα έχει επιβεβαιωθεί από τις δικαστικές αρχές. Αυτό θα ισχυρίζεται ο κυβερνητικός μηχανισμός προπαγάνδας, παραβλέποντας τα υπόλοιπα, παραβλέποντας το γεγονός ότι δούλεψε μονταζιέρα.
Εδώ υπάρχει και ένα άλλο τεράστιο ζήτημα. Η εμπλοκή της αστυνομίας σε προανακριτικά καθήκοντα, που οδηγεί σε κατασκευή δικογραφιών. Αλλες φορές αυτές οι κατασκευασμένες δικογραφίες ενοχοποιούν ανθρώπους (κορυφαία παραδείγματα οι σκευωρίες για πολιτικούς λόγους) και άλλες φορές απενοχοποιούν ανθρώπους. Το τελευταίο γίνεται πάντοτε σε υποθέσεις που αφορούν την αστυνομική καταστολή, ενώ σε άλλες υποθέσεις γίνεται κατά παραγγελία της πολιτικής ηγεσίας ή διάφορων ισχυρών. Γιατί η αστυνομία παίρνει κατευθείαν εντολές από την πολιτική ηγεσία, χωρίς καν τη μικρή απόσταση της σχετικής αυτονομίας που έχει ο δικαστικός μηχανισμός ή την πιθανότητα να βρεθούν κάποιοι έντιμοι δικαστικοί (ας θυμηθούμε τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, με την αστυνομία να είναι άμεσα αναμεμειγμένη και με τις αποκαλύψεις να γίνονται από δύο έντιμους δικαστικούς, τον εισαγγελέα Παύλο Δελαπόρτα και τον πρωτοδίκη Χρήστο Σαρτζετάκη).
Το ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, δεκατρείς μήνες μετά το έγκλημα στα Τέμπη, είναι γιατί ανατέθηκε στην αστυνομία η προανάκριση τις πρώτες ώρες και μέρες μετά το εγκληματικό συμβάν και δεν ανέλαβαν απευθείας οι δικαστικές αρχές. Κι ένα δεύτερο ερώτημα: δεν νομίζει ο εφέτης ανακριτής ότι 13 μήνες είναι υπεραρκετός χρόνος για να κάνουν τις απαραίτητες «διευθετήσεις» αυτοί που επιδιώκουν τη συγκάλυψη; Γιατί δεν διέταξε άμεσα αυτό που διέταξε τώρα;
Και με την «υπόθεση μονταζιέρα» τι γίνεται; Καλά, εσείς; Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει κάποια κίνηση από δικαστικής πλευράς. Βρισκόμαστε εκεί που ήμασταν πριν από μια εβδομάδα. Τότε που η κυβέρνηση υποστήριζε ότι δήθεν δε χρειαζόταν κανένα μοντάζ, διότι οι πλήρεις διάλογοι ήταν γνωστοί, και ο Μητσοτάκης αναφωνούσε στη Βουλή, παριστάνοντας τον πρεσβεβλημένο: «Λέτε ότι μέλημά μου και σκέψη μου ήταν να πειράξω αυτούς τους διαλόγους. Δεν ντρέπεστε να τα λέτε αυτά; Αυτή ήταν η έγνοια… πώς θα πειράξω τους διαλόγους;»
Οπως γράψαμε, ούτε ένας δεν σηκώθηκε από κάτω να του πει «ναι, αυτό ακριβώς έκανες κι εσύ θα έπρεπε να ντρέπεσαι». Ούτε του θύμισαν ότι ήταν αυτός που πρώτος είπε στο υπουργικό συμβούλιο ότι το «δυστύχημα» οφείλεται κυρίως σε ανθρώπινο λάθος, θέση που υποστήριζαν οι αποσπασματικοί και μονταρισμένοι διάλογοι που είχαν διοχετευθεί στο… αγρίως φιλοκυβερνητικό «Πρώτο Θέμα».
Ο εφέτης ανακριτής Σ. Μπακαΐμης έκανε και κάτι ακόμα: διέταξε να γίνει πραγματογνωμοσύνη και στα χώματα που ξεμπαζώθηκαν από το σημείο του εγκλήματος και φυλάσσονται σε ιδιωτικό οικόπεδο εργολάβου. Αυτό θα γίνει αύριο. Με καθυστέρηση δεκατριών μηνών και αυτό! Και με καθυστέρηση δύο μηνών από τότε που οι πραγματογνώμονες-σύμβουλοι που προσέλαβαν οι οικογένειες των θυμάτων δήλωσαν ότι ανίχνευσαν ξυλόλιο, αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν σωστή δουλειά, γιατί τα χώματα που ξεμπαζώθηκαν είχαν απομακρυνθεί.
Στα ψέματα του Φλωρίδη έχουμε αναφερθεί. Κανένας δρόμος δεν χρειαζόταν να ανοιχτεί, κανένα ξεμπάζωμα δεν χρειαζόταν να γίνει, ούτε μπάζωμα. Μια χαρά μπορούσαν να προσεγγίσουν και να δουλέψουν οι βαριοί γερανοί. Να προσθέσουμε σήμερα και ένα ακόμα ερώτημα: γιατί έπρεπε τα χώματα από το ξεμπάζωμα να μεταφερθούν στη μάντρα ιδιώτη εργολάβου χωματουργικών; Γιατί δεν τα εναπόθεταν δίπλα (τόσος χώρος υπήρχε), ώστε να είναι στη διάθεση των πραγματογνωμόνων; Θα ήταν λύση πιο γρήγορη, πιο εύκολη και λιγότερο δαπανηρή. Και κυρίως λύση ορθή από την άποψη των ερευνών που έπρεπε να κάνουν οι δικαστικοί πραγματογνώμονες και οι τεχνικοί σύμβουλοι των οικογενειών των θυμάτων.
Δεν νομίζετε ότι η υπόθεση δεν είναι αθώα; Αν τα χώματα είναι πειστήρια, όπως με καθυστέρηση δεκατριών μηνών υποστηρίζει τώρα ο εφέτης ανακριτής, τότε αυτά θα έπρεπε να βρίσκονται εξαρχής στη διάθεση της ανάκρισης και των διαδίκων (κυρίως των οικογενειών των θυμάτων, που έχουν έννομο συμφέρον). Αυτά, όμως, βρίσκονταν σε χώρο ιδιώτη, τον οποίο μίσθωσε και πλήρωσε η κυβέρνηση, μέσω της περιφέρειας Θεσσαλίας. Και ως τώρα δεν ελέγχθηκαν ποτέ. Τι αξία έχει μια πραγματογνωμοσύνη μετά από δεκατρείς μήνες, σε αντικείμενα που δεν προστατεύονταν ως πειστήρια και βρίσκονταν σε χώρο ιδιώτη; Το επόμενο ανέκδοτο που θα μας πουν είναι ότι τα χώματα στη μάντρα του ιδιώτη εργολάβου… τα φύλαγε η αστυνομία! Υπάρχουν και τεχνικά θέματα (πόσο εύκολη είναι η ανίχνευση κάποιων ουσιών σε χώματα εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες επί τόσο χρόνο;), αλλά επειδή δεν έχουμε τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις δεν μπαίνουμε σ’ αυτά.
Ο Ανδρουλάκης και αρθρογράφοι του Συγκροτήματος Μαρινάκη (π.χ. Γιώργος Παπαχρήστος) έσπευσαν να εκφράσουν την ικανοποίησή τους για τις κινήσεις της αστικής Δικαιοσύνης, ρίχνοντας την ευθύνη στους χειρισμούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε τι θα κάνει η κυβέρνηση: θα οχυρωθεί πίσω από την «ανεξάρτητη Δικαιοσύνη», η οποία είχε όλη την ευχέρεια να κάνει τις κινήσεις που με τόση καθυστέρηση κάνει τώρα, αλλά δεν τις έκανε. Κι επειδή όλοι ομνύουν στην «ανεξάρτητη Δικαιοσύνη» και την περιβάλλουν με σεβασμό και εμπιστοσύνη… όπερ έδει δείξαι.
Μια χαρά δουλεύει το σύστημα στο σύνολό του.