Ο Θεόδωρος Φορτσάκης, πρώην βουλευτής της ΝΔ (δεν κατάφερε να εκλεγεί στην παρούσα Βουλή) και πρώην πρύτανης του ΕΚΠΑ, δεν είναι τυχαίος. Ως πρόεδρος της Νομικής έκανε λοκ άουτ για να αποτρέψει συνελεύσεις των φοιτητών, καλώντας τις δυνάμεις καταστολής να περικυκλώσουν τη σχολή. Ως πρύτανης του ΕΚΠΑ έκανε ένα φοβερό «δίδυμο» με τον ακροδεξιό Σαμαρά, αντιμετωπίζοντας τους συνδικαλιστικούς και πολιτικούς αγώνες φοιτητών και διοικητικών υπαλλήλων με τα ΜΑΤ, τα οποία καλούσε στο Πανεπιστήμιο για να σπάσουν τα κεφάλια φοιτητών και εργαζόμενων που πάλευαν για το δημόσιο Πανεπιστήμιο και ενάντια στις απολύσεις. Ζητούσε, μάλιστα, τη δίωξη εργαζόμενων στο πανεπιστήμιο και φοιτητών για γεγονότα που ο ίδιος προκάλεσε και φρόντισε να μεταδοθούν live.
Κοντολογίς, έστησε την πολιτική του καριέρα στο πλαίσιο του σίριαλ «νόμος και τάξη». Την οποία «τίμησε» στη συνέχεια με ερωτήσεις στον υπουργό Παιδείας όπως «σε ποιες συγκεκριμένες ενέργειες πρόκειται να προβεί το Υπουργείο Παιδείας για την αξιοποίηση των δεδομένων της πρόσφατης έκθεσης του ΟΟΣΑ για την παιδεία μας, (σ.σ. αύξηση ωρών διδασκαλίας, συγχωνεύσεις σχολείων, αύξηση αριθμού μαθητών ανά τμήμα και άλλα τέτοια ωραία) με σκοπό την ανάταση του εκπαιδευτικού συστήματός μας ιδίως ενόψει των χιλιάδων κενών που υπάρχουν ακόμη στα σχολεία;».
Και όμως ο Φορτσάκης τάχθηκε κατά της ίδρυσης πανεπιστημιακής αστυνομίας. Δεν γνωρίζουμε τα πολιτικά παιχνίδια στο εσωτερικό της ΝΔ και δεν μας ενδιαφέρουν. Σημασία έχει ότι ο ακροδεξιός Φορτσάκης, έχοντας γνώση των κινδύνων που δημιουργούνται από αυτήν την εξέλιξη και της «φωτιάς» που θα πυροδοτήσει, με καθημερινή ένταση στους πανεπιστημιακούς χώρους μεταξύ μπάτσων και φοιτητών-εργαζόμενων, «άδειασε» την Κεραμέως, αφήνοντάς την πολιτικά εκτεθειμένη.
Μετά τον Φορτσάκη, τη σκυτάλη πήρε ο Γιώργος Σουφλιάς, κορυφαίο ιστορικό στέλεχος της ΝΔ, με μακρόχρονη θητεία σε υπουργικούς θώκους και υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη (ανέλαβε μετά τη δολοφονία Τεμπονέρα και την κατακραυγή εναντίον του υπουργού Παιδείας Κοντογιαννόπουλου, για να εξομαλύνει την εκρηκτική κατάσταση στην Παιδεία). Με άρθρο του στο Βήμα (31/1/2021) μπήγει νέο μαχαίρι στην Κεραμέως, σημειώνοντας:
«Θέλω να δηλώσω ότι το μέγιστο ποσοστό των φοιτητών δεν συμμετέχει σε αυτές τις ενέργειες. Αλήθεια επίσης είναι ότι οι πρυτανικές αρχές από φόβο προς τους ταραχοποιούς δεν καλούν την Αστυνομία να επέμβει προκειμένου να εμποδίσει ή να καταστείλει αυτά τα επεισόδια και αν χρειαστεί να κάνει συλλήψεις. Η δημιουργία πανεπιστημιακής Αστυνομίας μού θυμίζει μια παροιμία η οποία λέει πονάει κεφάλι κόβει κεφάλι. Κεφάλι είναι η συνταγματική επιταγή για πλήρη αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων με την οποία όλα τα θέματα και όλα τα προβλήματα που υπάρχουν στο πανεπιστήμιο τα επιλύουν τα αρμόδια όργανα αυτού χωρίς τη συμμετοχή κανενός άλλου».
Τέλος, από την ασφάλεια της πολιτικής συνταξιοδότησης, ζητά από την κυβέρνηση να μην ψηφίσει τις σχετικές διατάξεις για την πανεπιστημιακή αστυνομία: «Πιστεύω ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να προχωρήσει στην ψήφιση των διατάξεων 13 και 23 που αναφέρονται στη δημιουργία πανεπιστημιακής Αστυνομίας».
Παρολαυτά, η παρέμβασή του σε ένα τέτοιο ζήτημα, που έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων και έχει φουσκώσει το ποτάμι του φοιτητικού κινήματος, εν μέσω μάλιστα πανδημίας, δε στερείται σημασίας. Ουσιαστικά θέλει να προφυλάξει την κυβέρνηση της ΝΔ από ένα μεγάλο στραβοπάτημα, που δεν έχει την έγκριση ούτε των πανεπιστημιακών, προσπαθώντας να μην ακυρωθεί συνολικά ο νόμος από την ένταση του κινήματος, και ταυτόχρονα να βγάλει από το κάδρο τον ίδιο τον Μητσοτάκη, λες και η Κεραμέως ενεργεί από μόνη της.
Γι’ αυτό και, για τον Σουφλιά, το υπόλοιπο πλαίσιο έντασης της καταστολής στα ΑΕΙ (ηλεκτρονική επιτήρηση, ηλεκτρονικά μηχανήματα ανίχνευσης, υποχρεωτική ελεγχόμενη πρόσβαση, περιφράξεις, κ.λπ.) πρέπει να παραμείνει ως έχει, όπως και τα σχετικά άρθρα που ενισχύουν τους ταξικούς φραγμούς, πετώντας έξω από τα ΑΕΙ χιλιάδες υποψήφιους: «Να διατηρήσει (σ.σ. η κυβέρνηση) όμως τα άρθρα από 8 έως 13 που αναφέρονται στο τι πρέπει να γίνεται στα πανεπιστήμια για τη φύλαξη και την προστασία τους».
Των αντιδράσεων Φορτσάκη-Σουφλιά προηγήθηκε η εναντίωση στην πανεπιστημιακή αστυνομία και του Αρη Σπηλιωτόπουλου, πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου και πρώην υπουργού Παιδείας σε κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, ο οποίος είναι σήμερα στο καναβάτσο της προβεβλημένης αστικής πολιτικής. «Δηλαδή χρειάζεται η πρόσληψη από το κράτος ενός νέου σώματος αστυνομικών και όχι η πρόσληψη επιστημόνων σε ΑΕΙ ακόμα κ εκεί που υπολειτουργούν;», δήλωσε, κατηγορώντας ταυτόχρονα την κυβέρνηση Μητσοτάκη για… ιδεοληψία: «Λυπάμαι αλλά και ως πρώην υπουργός και ως ενεργός πολίτης με δημοκρατικό και προοδευτικό πρόσημο δεν κατανοώ μια τέτοια ιδεοληψία εκτός από την αποδοχή της ως μια ξεπερασμένη παλαιοπολιτική συνήθεια βολέματος κάποιων».
Από τα παραπάνω, και χωρίς να υπολογίσουμε τη δύναμη ενός μαζικού και μαχητικού φοιτητικού κινήματος, που είναι αυτό που θα βάλει αποφασιστικά τη σφραγίδα του στις εξελίξεις πετώντας στα σκουπίδια το νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, αντιλαμβανόμαστε ότι τα πράγματα δεν είναι «ρόδινα» για την Κεραμέως και τον Μητσοτάκη, καθώς η νομοθετική τους πρωτοβουλία απονομιμοποιείται πολιτικά ακόμα και από στελέχη της Δεξιάς.
Ο νόμος τους αργά ή γρήγορα θα γίνει μπούμερανγκ εναντίον τους. Στο παζλ των αντιδράσεων θα προστεθούν και Πανεπιστήμια που θα αρνηθούν να εφαρμόσουν τις σχετικές διατάξεις του νόμου. Χαρακτηριστική είναι η συνέντευξη του πρύτανη του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων Τριαντάφυλλου Αλμπάνη στην ΕφΣυν, ο οποίος δήλωσε: «Κανείς δεν μπορεί να μας εξαναγκάσει διά της βίας να υλοποιήσουμε ως διοίκηση και ως πανεπιστημιακή κοινότητα πράγματα που αντιβαίνουν στις αρχές μας και καταρρακώνουν την ακαδημαϊκή μας αξιοπρέπεια… Αυτή είναι η γνώμη της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών της Συγκλήτου. Στα Ιωάννινα υπάρχει μια παράδοση. Από αυτό το Πανεπιστήμιο πέρασαν ο Κακριδής και ο Παπαθωμόπουλος. Δεν είναι δυνατόν να συνηγορήσουμε στη δημιουργία αστυνομικού τμήματος μέσα στην πανεπιστημιούπολη, ούτε σε “παρατηρητήριο”, με αίθουσα ελέγχου των κινήσεων και των επικοινωνιών του προσωπικού και των φοιτητών. Αλλωστε, απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει περί αυτού η έγκριση της Αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων. Ζούμε σε δημοκρατία».