Μπορεί ο Ολι Ρεν, επίτροπος της ΕΕ αρμόδιος για τη διεύρυνση, να συνέστησε στη φιλανδική προεδρία να ακολουθήσει έναντι των δυο κοινοτήτων της Κύπρου την «διπλωματία της σάουνας», όμως ο ίδιος ακολουθεί την τακτική του σκοτσέζικου ντους. Ενα μαρτύριο το οποίο υποφέρει κυρίως η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία, καθώς είναι αυτή που προσπαθεί να ακροβατήσει επί ξυρού ακμής στις τριγωνικές σχέσεις ΕΕ-Τουρκία-Κύπρος. Τη μια μέρα ο Ρεν απευθύνει αυστηρή προειδοποίηση στην Τουρκία (ν’ ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στην Κύπρο, αλλιώς μπορεί να ανασταλούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις) και στην Κύπρο σηκώνονται μπαϊράκια νίκης, και την άλλη καλεί τη φιλανδική προεδρία να εντείνει τις προσπάθειές της για τον τερματισμό της απομόνωσης της βόρειας Κύπρου και να προσπαθήσει να αποφύγει μια ευρωτουρκική κρίση στη διάρκεια της προεδρίας της και στη Λευκωσία υψώνονται μαύρες σημαίες, αφού γνωρίζουν ότι άρση της απομόνωσης σημαίνει απευθείας εμπόριο με τα κατεχόμενα, μ’ άλλα λόγια ντε φάκτο αναγνώριση ή, για να ακριβολογούμε, νομιμοποίηση του τουρκοκυπριακού κράτους, με έμμεσο τρόπο, ως απευθείας συνομιλητή της ΕΕ.
Προς τι αυτή η τακτική; Εχουμε γράψει και άλλη φορά, ότι οι ηγετικοί κύκλοι της ΕΕ δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για την επανένωση της Κύπρου, από τη στιγμή που στο νησί πλειοψηφούν οι πολιτικές εκείνες θέσεις που απορρίπτουν το σχέδιο Ανάν. Γουστάρουν να χρησιμοποιούν το Κυπριακό στις διαπραγματεύσεις τους με την Τουρκία, αλλά χωρίς να δίνουν κανένα ιδιαίτερο ρόλο στη Λευκωσία (η Αθήνα έτσι κι αλλιώς έχει αποσυρθεί από το παιχνίδι και έχει καταστήσει σαφές πως αποτελεί τον πιο ένθερμο υποστηρικτή της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, επειδή θεωρεί ότι έτσι μόνο μπορούν να ρυθμιστούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές). Σε καμιά περίπτωση, δηλαδή, δε θέλουν να έχουν μέσα στα πόδια τους τον κάθε Παπαδόπουλο και σε κάθε καμπή των ευρωτουρκικών σχέσεων να βρίσκουν μπροστά τους αξιώσεις εκ μέρους της Λευκωσίας. Το παιχνίδι θέλουν να το κάνουν αποκλειστικά μόνοι τους, χωρίς… ενδιάμεσους.
Ο Παπαδόπουλος δεν είναι βλάκας. Αυτή την τάση τη γνωρίζει πολύ καλά. Επιμένει, όμως, να παρεμβαίνει στο ευρωτουρκικό παιχνίδι και μέχρι στιγμής το κάνει με επιτυχία σε σχέση με το σκοπό του. Σκοπός του δεν είναι να πετύχει επανένωση της Κύπρου με τους δικούς του όρους, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό την ΕΕ. Σκοπός του είναι να μπορεί να ισορροπεί, να δείχνει ότι τσαμπουκαλεύεται, να εκμεταλλεύεται τα προβλήματα που υπάρχουν στις ευρωτουρκικές σχέσεις και έτσι να ισχυροποιεί τη δική του πολιτική θέση στη Λευκωσία και να ετοιμάζει μεθοδικά το κέρδισμα μιας δεύτερης προεδρικής θητείας (ήδη, φροντίζει ολοένα και περισσότερο να εμφανίζεται με «εθναρχικά» χαρακτηριστικά, μιμούμενος το δάσκαλό του Μακάριο).
Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά, το τουρκικό κράτος, το οποίο δε διευθύνεται από ηλίθιους. Η κυβέρνηση Ερντογάν γνωρίζει πολύ καλά ότι η δυστοκία στην ενταξιακή διαδικασία δεν οφείλεται στο Κυπριακό, αλλά σε άλλους παράγοντες. Γι’ αυτό και ο Ερντογάν εμφανίζεται ανένδοτος ακόμα και στο ήσσονος σημασίας ζήτημα της ενεργοποίησης του πρωτοκόλλου σύνδεσης της Τουρκίας με τη Δημοκρατία της Κύπρου. Μπορεί οι Ευρωπαίοι να τον πιέζουν σ’ αυτό, για να μην έχουν τον Παπαδόπουλο συνέχεια μέσα στα πόδια τους, όμως έτσι όπως έχουν εξελιχτεί τα πράγματα πρόκειται πια για ζήτημα γοήτρου για το τουρκικό κράτος. Γιατί να κάνει αυτή την παραχώρηση (έτσι τη θεωρεί), όταν δεν γίνεται ούτε ένα τοσο δα βηματάκι προόδου στην ενταξιακή διαδικασία; Η Τουρκία είχε διαβεβαιώσεις ότι η ενταξιακή διαδικασία δε συνδέεται με την πρόοδο στο Κυπριακό και απαιτεί αυτές οι δεσμεύσεις να τηρηθούν από μεριάς ΕΕ. Με έναν ελιγμό, μάλιστα, αποτελεσματικό μέχρι στιγμής, συνδέει την εφαρμογή του πρωτοκόλλου τελωνειακής σύνδεσης με την Κύπρο με την προώθηση μέτρων άρσης της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων.