Παρά το θόρυβο και τις προσδοκίες που καλλιεργεί ο αστικός Τύπος, η υπόθεση Κάντα φαίνεται εξαρχής αρκούντως τσιμενταρισμένη. Ο Κάντας τα παίρνει όλα πάνω του και «δίνει» επιλεκτικά κάποιους από τους εν Ελλάδι υπαλλήλους των μονοπωλίων πολεμικού υλικού, οι οποίοι είχαν όλη την άνεση να καθορίσουν τη δική τους στάση έναντι των ανακριτικών αρχών.
Σύμφωνα με πληροφορίες που πήραμε κυριολεκτικά επί του πιεστηρίου, οι πρώτοι υπάλληλοι των πολεμικών μονοπωλίων έκαναν αναφορά σε στρατηγούς που έχουν πεθάνει, επομένως σε βάρος τους δεν μπορεί να γίνει καμιά ανακριτική έρευνα. Από την άλλη, και άλλα πρόσωπα να «δώσουν», δεν αρκεί η κατάθεσή τους για να ασκηθούν ποινικές διώξεις. Χρειάζεται να βρεθούν και αποδεικτικά στοιχεία. Αν, ας πούμε, ο Κάντας υποστηρίζει ότι του άφηναν τις μίζες σε μετρητά, σε βαλίτσες και σακ βουαγιάζ, δεν πρόκειται να βρεθεί τίποτ’ άλλο, αφού δε θα υπάρξουν εμβάσματα από εταιρίες ή εκπροσώπους τους προς διάφορες κατευθύνσεις.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, βέβαια, πάντοτε υπάρχει η πιθανότητα να γίνει καμιά στραβή και να βγουν στη φόρα πράγματα που οι διαχειριστές τους δε θα ήθελαν, όμως το σύστημα έχει πάντοτε τη δυνατότητα να συμμαζεύει στην πορεία την υπόθεση. Θυμηθείτε το σκάνδαλο Siemens. Ο Χριστοφοράκος αφέθηκε να φύγει στη Γερμανία, όπου του προσφέρθηκε άσυλο, ο φάκελος στη Γερμανία έκλεισε με κάποια πρόστιμα και στην Ελλάδα υπήρξε εξωδικαστικός συμβιβασμός της ξεφτίλας. Κάπως έτσι θα κλείσει και το το σκάνδαλο των εξοπλιστικών, με τον Κάντα να σφραγίζει το στόμα του και να επιστρέφει κάποια ποσά που διαχειριζόταν (σιγά μην ήταν όλα δικά του), για να εισπράξει τα ευεργετήματα του νόμου.