Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα περνάει κρίση. Οταν τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης αναγκάζονται να διαγράψουν μονομιάς 45 βουλευτές, όταν από τα τρία κόμματα μένουν στη συγκυβέρνηση τα δύο, τότε πραγματικά υπάρχει πολιτική κρίση. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί εξαρχής ότι το κλίμα την επόμενη μέρα, παρά τα αναμενόμενα, δεν είναι και τόσο βαρύ. Περισσότερο θυμίζει κλίμα αναμονής παρά κλίμα σύγκρουσης ανάμεσα στους διαγραμμένους και τα κόμματά τους. Κι αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Θα ήταν εντελώς λαθεμένο να βγάλει κάποιος το συμπέρασμα ότι το πολιτικό σύστημα βρίσκεται υπό κατάρρευση. Οσο για τις φλυαρίες περί του «τέλους της μεταπολίτευσης», τις έχουμε ακού-σει πολλές φορές μέχρι τώρα και δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη αξία, δεδομένου ότι ο καθένας δίνει διαφορετικό περιεχόμενο στον όρο. Ας αφήσουμε πως λειτουργούν και παραπλανητικά. Γιατί αν αλλάξει ο αστικός πολιτικός χάρτης και αντικατασταθεί από έναν άλλο αστικό πολιτικό χάρτη, δεν θα έχουμε καμιά ουσιαστική αλλαγή.
Το δεύτερο που πρέπει να παραθέσουμε εισαγωγικά είναι μια επισήμανση που έγινε σε πολιτικό άρθρο στο προηγούμενο φύλλο της «Κ»: «Γενικά, οι διαφωνούντες βουλευτές και οι φωνακλάδες εργατοπατέρες των αστικών κομμάτων παίζουν έναν ευεργετικό ρόλο για το αστικό σύστημα εξουσίας. Δημιουργούν έναν πόλο δήθεν αντίστασης, μαζεύουν και εκτονώνουν σε ανώδυνα κανάλια τη λαϊκή οργή. Και δεν δημιουργεί αυτό ρίσκο; Πάντα η αστική πολιτική έχει κάποιο ρίσκο. Το ρίσκο, όμως, είναι για κόμματα και για πολιτικούς και ποτέ για το σύστημα. Γιατί το επιμέρους ρίσκο κομμάτων και πολιτικών μετατρέπεται σε κέρδος για το σύστημα. Αν ο Κουτσούκος παραιτήθηκε από υφυπουργός (κατηγορώντας την τρόικα και όχι τη συγκυβέρνηση), βάζοντας στο τέλος και μια αναφορά στους ψηφοφόρους του, αυτό δεν βλάπτει το σύστημα. Χρειάζονται και οι δήθεν αδιάφθοροι τύπου Κουτσούκου ή του άλλου, του βουλευτή Αρτας που παραιτήθηκε ή του Μανώλη που βγαίνει μονίμως στα κεραμίδια. Από την άλλη, το σόου κάποιων βουλευτών ή πολιτικών ή συνδικαλιστικών στελεχών δεν το πιστώνονται μόνο οι ίδιοι, χτίζοντας τις καριέρες τους, αλλά και τα κόμματά τους. Γιατί περνάει σ’ έναν κόσμο η ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν”υγιείς δυνάμεις” και μέσα στα κόμματα εξουσίας και έτσι ενισχύεται ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός».
Αυτό είναι σίγουρο ότι θα το δούμε το επόμενο χρονικό διάστημα, σε διάφορες παραλλαγές. Προς το παρόν είναι νωρίς, γιατί τα γεγονότα είναι εξαιρετικά νωπά, ενώ οι κινήσεις των διαγραφέντων δεν θα είναι ενιαίες, γιατί δεν ήταν ενιαία τα κίνητρά τους. Ούτε αποτελούσαν ενιαία ομάδα μέσα στα κόμματά τους (πλην της υποομάδας Καστανίδη στο ΠΑΣΟΚ). Ας πάμε στο ΠΑΣΟΚ. Υπάρχουν άνθρωποι που απλά δεν άντεξαν και παραιτήθηκαν πριν την ψηφοφορία. Οπως η ηθοποιός Ζούνη, για παράδειγμα, που δεν θέλει να την κράζουν σε κάθε δημόσια εμφάνισή της. Ανθρωποι που έχουν καταλάβει ότι η πολιτική τους καριέρα τελείωσε μαζί με την προεδρία του Παπανδρέου, όπως ο Σπ. Κουβέλης, άνθρωπος των ΜΚΟ που μπήκε στη Βουλή (και στην κυβέρνηση) χάρη στους προσωπικούς του δεσμούς με την οικογένεια Παπανδρέου. Ανθρωποι που απλά κοιτάζουν το κομματικό ακροατήριο, όπως οι περισσότεροι από τους διαφωνούντες, και άλλοι που θέλουν να παίξουν ηγετικά παιχνίδια, όπως ο Καστανίδης με την ομάδα του ή η Κατσέλη ή η Βάσω Παπανδρέου.
Πέραν αυτών που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πολιτική καριέρα, στην οποία βρέθηκαν συγκυριακά, οι υπόλοιποι, οι επαγγελματίες της αστικής πολιτικής, ποντάρουν σ’ ένα πράγμα: να πάρει το κόμμα ο Βενιζέλος (όπως αναμένεται, μετά και τις συμφωνίες του με στελέχη του παπανδρεϊκού πυρήνα, όπως ο Παπουτσής και ο Καρχιμάκης), και να δώσει γενική αμνηστεία, συγκεντρώνοντας «το όλον ΠΑΣΟΚ» (κατά τον όρο που ο ίδιος είχε λανσάρει παλιότερα). Ιστορικά στελέχη όπως η βαρόνη Βάσω, άνθρωποι με μακρά θητεία στον κομματικό μηχανισμό όπως η Ξενογιαννακοπούλου, δεν μπορούν να μείνουν εκτός. Ακόμη και ο Καστανίδης, που προβάλλεται ως επίδοξος αρχηγός κόμματος και διακηρύσσει με τη γνωστή αλαζονεία του ότι αυτός είναι «η διανόηση και η ψυχή του ΠΑΣΟΚ», μπορεί να βρει μια θέση στο «νέο» ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου. Εκτός αν έχει τυφλωθεί τόσο που θεωρεί ότι μπορεί να φτιάξει νέο κόμμα και να πετύχει εκεί που απέτυχαν ένα σωρό άλλοι στο απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν (τελευταίο παράδειγμα τέτοιου ναυάγιου ο Φλωρίδης).
Ολοι αυτοί, όταν ξαναμαζευτούν υπό τον Βενιζέλο, θα προσφέρουν στο ΠΑΣΟΚ ένα άρωμα «αγωνιστικότητας», «ήθους», «αξιοπρέπειας», «συνειδητότητας» κ.λπ. Χωρίς να κατηγορούν για κάτι εκείνους που υπερψήφισαν το νέο Μνημόνιο, όπως άλλωστε επί δυο χρόνια έκαναν και οι ίδιοι με το Μνημόνιο-1. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βενιζέλος απέφυγε οποιαδήποτε αιχμή κατά των διαφωνούντων, αφήνοντας τα πειθαρχικά μέτρα να τα πάρει ο τελειωμένος και απερχόμενος Παπανδρέου.
Διαφορετικά φαίνεται να είναι τα πράγματα στη ΝΔ, όπου ο Σαμαράς αισθάνεται προδωμένος ακόμα και από δικούς του ανθρώπους, όπως ο Μαρκόπουλος, η Βόζεμπεργκ, ο Ζώης, ο Γκιουλέκας, ο Καρασμάνης. Αυτή τη στιγμή είναι αναγκασμένος να πάρει σε βάρος τους σκληρά μέτρα, προκειμένου να εδραιώσει τον αρχηγικό του ρόλο που αμφισβητήθηκε. Οσο θα πλησιάζουμε προς τις εκλογές, όμως, θα φουντώνει το παρασκήνιο. Γιατί αρκετοί από τους διαγραφέντες είναι τοπάρχες και με τίποτα δεν θα ήθελε ο Σαμαράς να τους δει στους συνδυασμούς άλλου κόμματος (π.χ. της Μπακογιάννη) ή να δημιουργούν κάποιο νέο πολιτικό σχήμα που θα του κόψει ψήφους. Οι Κεφαλογιάννηδες, για παράδειγμα, ελέγχουν παραδοσιακά το δεξιό ακροατήριο στο Ηράκλειο. Ο Μαρκόπουλος ελέγχει την Εύβοια. Ο Γκιουλέκας έχει φτιάξει προσωπικό μηχανισμό στη Θεσσαλονίκη. Το παιχνίδι είναι ανοιχτό, λοιπόν, και στη ΝΔ, όπου εμφανίζεται σαν να έχει κλείσει.
Αλλά κι αν δεν υπάρξει επανασυγκόλληση ούτε του ΠΑΣΟΚ ούτε της ΝΔ, αν κάποιοι από τους διαγραφέντες κινηθούν και δημιουργήσουν νέα πολιτικά σχήματα, με τα οποία θα κατέβουν στις εκλογές, είτε αυτοτελώς είτε σε συνεργασία με υπάρχοντα πολιτικά σχήματα, χαμένο ή κερδισμένο θα βγει το αστικό πολιτικό σύστημα; Χαμένοι μπορεί να βγουν ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο, η ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ (όλο και κάτι θα κόψουν τα σχήματα με τους… «αγωνιστές» που δεν ψήφισαν το Μνημόνιο), όχι όμως το πολιτικό σύστημα, δεδομένου ότι τα σχήματα με τους διαγραμμένους (που βέβαια κάθε άλλο παρά στο «πεζοδρόμιο» θα κατέβουν) θα λειτουργήσουν σαν δοχεία εκτόνωσης ενός τμήματος της λαϊκής οργής.
Γι’ αυτό και υποστηρίζουμε ότι το αστικό πολιτικό σύστημα είναι σαν τη Λερναία Υδρα. Ακόμη και αν η κρίση φέρει τη διάλυση του παραδοσιακού δικομματισμού, το πολιτικό σύστημα θα βρει λύση. Ακόμη κι αν χρειαστεί να λειτουργήσει με αστερισμούς κυβερνητικών κομμάτων. Οταν οι εξελίξεις συμβαίνουν μόνο στις κορυφές του συστήματος, λύσεις βρίσκονται. Εδώ το 1989-90 μπήκε σε δυο διαδοχικές κυβερνήσεις ο ενιαίος τότε Συνασπισμός, υπό τους Φλωράκη και Κύρκο.
Πρόβλημα για το πολιτικό σύστημα και για το καπιταλιστικό σύστημα γενικότερα αρχίζει να δημιουργείται όταν το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να κυβερνήσει επειδή δεν αμφισβητείται απλώς από τα κάτω, αλλά εμποδίζεται έμπρακτα να κυβερνήσει. Οπως έγινε, για παράδειγμα, στην Αργεντινή την περίοδο που η κρίση οδήγησε σε λαϊκή εξέγερση. Τότε οι πρόεδροι και οι υπουργοί τους έφευγαν με τα αμερικάνικα ελικόπτερα γιατί ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί και σάρωνε τα πάντα. Τότε πραγματικά η πολιτική κρίση μετατρεπόταν σε επαναστατική κατάσταση. Μια επαναστατική κατάσταση η οποία δεν εξελίχτηκε επαναστατικά, αλλά ελέγχθηκε και έγινε διαχειρίσιμη από το καπιταλιστικό σύστημα, μέσω μιας ευρείας αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού.
Ακριβώς αυτό είναι που πρέπει να μας απασχολεί. Εξεγερτικά φαινόμενα ωριμάζουν στην Ελλάδα, ποιες όμως είναι οι προοπτικές; Μια εξέλιξη –τηρουμένων των αναλογιών– τύπου Αργεντινής; Με μερικά ψίχουλα στο τραπέζι των εργατών και των ανέργων και μια πιο χαλαρή διαχείριση της υπερεκμετάλλευσης, σε συνδυασμό με μια αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, με αναβαθμισμένο ρόλο των κομμάτων της καθεστωτικής-αντεπαναστατικής Αριστεράς, το σύστημα θα επιδιώξει να ελέγξει την κατάσταση. Κι έχει πολλές δυνατότητες να το πετύχει, γιατί δεν υπάρχει το αντίπαλο πολιτικό δέος. Η εργατική τάξη δεν έχει συγκροτηθεί πολιτικά, δεν έχει προγραμματική κατεύθυνση και επομένως δεν έχει μπούσουλα και σε επίπεδο πολιτικής τακτικής.