Φανταστείτε έναν Αλβανό, ο οποίος έχει έρθει στην Ελλάδα το 1991 και έκτοτε εργάζεται εδώ ανελλιπώς. Δεν πήγε στο σχολείο, όμως έμαθε τη γλώσσα στις καθημερινές του συναναστροφές. Εμαθε και να διαβάζει εφημερίδες ή τους υπότιτλους στα κινηματογραφικά έργα, όμως στο γράψιμο δυσκολεύεται πολύ. Λογικό, αφού δεν πήγε στο σχολείο για να διδαχτεί τη γλώσσα, την έμαθε βιωματικά.
Το ίδιο παθαίνουν τα παιδιά του με τα αλβανικά. Εμαθαν τη γλώσσα μιλώντας με τους γονείς, τους συγγενείς, τους ομοεθνείς φίλους των γονιών. Αντίθετα, στα ελληνικά ο χειρισμός της γλώσσας εκ μέρους τους είναι ίδιος μ’ αυτόν των ελληνοπαίδων, γιατί παρακολούθησαν το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Από την προφορά δεν μπορείς να καταλάβεις την καταγωγή τους (υποθέτουμε ότι η προφορά τους στα αλβανικά θα προδίδει το γεγονός ότι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα), ενώ το επίπεδο των γνώσεών τους έχει να κάνει με το επίπεδο της συμμετοχής τους στις βαθμίδες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Οπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ελληνόπαιδες.
Κάποια απ’ αυτά τα παιδιά εκμεταλλεύτηκαν ένα νομοθετικό «διάλειμμα» που υπήρξε κάποια στιγμή και απέκτησαν εύκολα την ελληνική υπηκοότητα. Τα αγόρια υπηρέτησαν στον ελληνικό στρατό, αγόρια και κορίτσια έχουν τα δικαιώματα που έχει κάθε έλληνας πολίτης.
Το νομοθετικό «διάλλειμμα» κράτησε μια διετία περίπου (2010-2012), με τον γνωστό ως νόμο Ραγκούση για την ιθαγένεια. Ο νόμος Ραγκούση δεν ήταν κανένα επαναστατικό νομοθέτημα, αλλά ένας στοιχειώδης αστικός εκσυγχρονισμός, μέσω του οποίου επιχειρήθηκε να διευθετηθεί το παράδοξο να κατοικούν στην Ελλάδα εκατοντάδες χιλιάδες νέοι και νέες, που γεννήθηκαν εδώ από μετανάστες γονείς, μεγάλωσαν εδώ, σπούδασαν εδώ, κατοικούν και εργάζονται εδώ, αλλά αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι χωρίς πατρίδα, χωρίς την ιδιότητα του πολίτη. Θέσπισε, λοιπόν, ο νόμος αυτός ένα εξαιρετικά αυστηρό και περιοριστικό σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων για τη χορήγηση της ιθαγένειας σ’ αυτούς τους νέους και τις νέες, μακράν των ισχυόντων στις ανεπτυγμένες (και πρώην αποικιοκρατικές) χώρες της Ευρώπης και βέβαια μακράν κάθε προοδευτικής αστικής αντίληψης (για τις αρχές του διαφωτισμού ας μη μιλήσουμε καν).
Το ζήτημα της ιθαγένειας είναι καθαρά αστικό ζήτημα. Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες το έλυσε η ίδια η αστική τάξη, την εποχή που γινόταν πολιτικά κυρίαρχη (διαλύοντας τα προγενέστερα φεουδαρχικά καθεστώτα) και συγκροτούσε τα εθνικά κράτη. Η ιδιότητα του πολίτη του αστικού κράτους δεν ταυτιζόταν με το «δίκαιο του αίματος», που κυριαρχούσε στη φεουδαρχία, αλλά με την αποδοχή του νέου καθεστώτος και την εγκατάσταση στην επικράτειά του. Πολλά αστικά κράτη είναι πολυεθνικά, ενώ όλα παραχωρούσαν την ιδιότητα του πολίτη σε ανθρώπους που προέρχονταν από τις αποικίες τους. Ολ’ αυτά, βέβαια, υπό κανόνες και περιορισμούς, οι οποίοι όμως αναφέρονται στη μεταναστευτική τους πολιτική και όχι στο «δίκαιο του αίματος». Αυτό το αναβίωσαν οι ναζί, με τις γνωστές συνέπειες για ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο νόμος Ραγκούση προνοούσε μόνο για τα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα. Για τους ενήλικες μετανάστες, όμως, τα πράγματα τα έκανε πιο ζόρικα απ’ όσο ήταν με το προηγούμενο καθεστώς (νόμος Παυλόπουλου). Εκεί που ο παλιός νόμος ζητούσε –εκτός των άλλων– «επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού», ο καινούργιος ζητούσε από τον μετανάστη «να αποδεικνύει την ένταξή του στην ελληνική κοινωνία καθώς και τη δυνατότητά του να συμμετάσχει ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες τη διέπουν»!
Επιπλέον, ενέπλεκε και την αστυνομία, η οποία αποκτούσε λόγο στη διαδικασία πολιτογράφησης. Αν ο αλλοδαπός είναι πολιτικά «ζωηρός», αρκούσε η αρνητική εισήγηση της αστυνομίας για να απορριφθεί η αίτησή του και να χάσει το χιλιάρικο του παράβολου (δικαίωμα νέας αίτησης είχε μετά από ένα χρόνο και αφού πλήρωνε νέο παράβολο 300 ευρώ). Παρακολουθούσαμε τότε τις αποφάσεις των σχετικών επιτροπών για τους λεγόμενους ομογενείς και είχαμε φρίξει. Για παράδειγμα, δημοσιεύτηκαν απορριπτικές αποφάσεις γενικού γραμματέα περιφέρειας για τρία πρόσωπα (πατέρας και δύο παιδιά), με το εξής σκεπτικό: «Ο/η εν λόγω αλλοδαπός/ή δε φέρει την ομογενειακή ιδιότητα καθώς δεν προκύπτει σαφώς εθνική συνείδηση τόσο από το πρακτικό της Τριμελούς Επιτροπής όσο και από τα στοιχεία του φακέλου».
Ηρθε, όμως, το ΣτΕ και επανέφερε ανοιχτά και απροσχημάτιστα το Δίκαιο του αίματος, κηρύσσοντας αντισυνταγματικό το νόμο Ραγκούση με μια ανατριχιαστική επιχειρηματολογία: «Ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα, αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με τη βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων»!
Πριν ακόμα δημοσιευτεί η απόφαση του ΣτΕ και επειδή ο Σαμαράς δεν μπορούσε να καταργήσει το νόμο Ραγκούση, λόγω αντιδράσεων από ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, ο κολλητός του, Χ. Αθανασίου, έσπευσε με εγκύκλιό του να αναστείλει την εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου «ενόψει της προσεχούς δημοσιεύσεως της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας»! Ετσι, ο νόμος παρέμεινε ανενεργός.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε κάποια μερεμέτια, σεβόμενος απόλυτα το Δίκαιο του αίματος, όπως είχε απαιτήσει το ΣτΕ. Eίναι χαρακτηριστικά αυτά που έγιναν στο Μάτι τον Σεπτέμβρη του 2018, όταν ο Τσίπρας έκανε την τρίτη επίσκεψή του μετά το έγκλημα με τους πολλούς νεκρούς. Οι ψαράδες της περιοχής τού ζήτησαν να δώσει ελληνική υπηκοότητα σε τρεις αλλοδαπούς ψαράδες, δυο Αιγύπτιους και έναν Αλβανό, οι οποίοι μαζί με τους έλληνες συναδέλφους τους πήραν μέρος στην επιχείρηση διάσωσης του κόσμου που είχε αποκλειστεί στις παραλίες (την ώρα που δεν κινούνταν κανένα κρατικό σκάφος). Ο Τσίπρας δεν είχε άλλη επιλογή από το να δεχτεί το αίτημα, το οποίο ενέταξε αμέσως στην κυβερνητική προπαγάνδα. Ετσι, ο Χαρίτσης εξέδωσε non paper, στο οποίο έγραψε για την «άμεση κινητοποίηση» της Ειδικής Γραμματείας Ιθαγένειας, μετά από εντολή του, για να δοθεί η ελληνική υπηκοότητα στους τρεις μετανάστες ψαράδες και πως ο ίδιος «ήδη συνέταξε την προβλεπόμενη πρόταση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την τιμητική πολιτογράφηση των τριών ψαράδων, επειδή, όπως προβλέπει ο νόμος, προσέφεραν στην Ελλάδα εξαιρετικές υπηρεσίες».
«Και οι τρεις μετανάστες ζουν νόμιμα στη χώρα μας επί σειρά ετών», κατέληγε το non paper Χαρίτση. Και γιατί δεν πήραν υπηκοότητα, μολονότι -όπως έγινε γνωστό- ζουν για περισσότερα από είκοσι χρόνια στην Ελλάδα; Τσίπρας και Χαρίτσης ενήργησαν όπως ο Μακρόν, που έδωσε υπηκοότητα σ’ ένα μετανάστη χωρίς χαρτιά που ρίσκαρε τη ζωή του για να σώσει ένα παιδάκι, ενώ την ίδια στιγμή απέλαυνε εκατοντάδες άλλους μετανάστες χωρίς χαρτιά. Δίνουν υπηκοότητες για δημαγωγία. Παίρνει υπηκοότητα (και καλώς) ο Αντετοκούνμπο ή ο Ζέκα, για να παίξουν στις εθνικές αθλητικές ομάδες, ή ο Μπάγιεβιτς, όχι όμως ο μετανάστης που ζει τόσα χρόνια στην Ελλάδα.
Χθες ήταν η μέρα που οι μετανάστες που ζητούσαν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, μετά από δεκαετίες παραμονής στην Ελλάδα, έδωσαν εξετάσεις για να… αποδείξουν ότι δικαιούνται να πολιτογραφηθούν ως πολίτες του ελληνικού κράτους. Εκτός των άλλων, κλήθηκαν να εξηγήσουν με 30 λέξεις «τι ήταν ο Εθνικός Διχασμός» και «τι η Εθνική Αντίσταση»! Κλήθηκαν να αναγνωρίσουν από φωτογραφίες πρόσωπα και τοπόσημα. Και πες πώς γνώρισαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το Ηρώδειο, αλλά την Οδό των Λεόντων στη Δήλο; Αλήθεια, πόσοι Ελληνες θα την αναγνώριζαν; Είχε και άλλες τέτοιες ερωτήσεις, από το αν ο Μίκης Θεοδωράκης πήρε το όσκαρ για τη μουσική του «Ποτέ την Κυριακή», μέχρι να εξηγήσουν τι σημαίνει «τέταρτη εξουσία» και τι «ναός της δημοκρατίας»! Ασε που έπρεπε να ξέρουν και πόσοι είναι οι έλληνες ευρωβουλευτές (τους οποίους δεν είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν).
Αν πας στη Βοστώνη και κάνεις αυτές τις ερωτήσεις στον Τζον Πάπας, θα σε κοιτάζει απορρημένος, γιατί από ελληνικά το πολύ να ξέρει τη… διεθνή λέξη «μαλάκας». Ομως, η ΝΔ θέλει ο Τζον Πάπας να έχει δικαίωμα ψήφου στις ελληνικές εκλογές, μόνο και μόνο επειδή ο προπάπος του Γεώργιος Παπαχριστονικολόπουλος ήταν Ελληνας από την Ανω Κωλοπετεινίτσα, που μετανάστευσε κάπου μεταξύ 1890 και 1900 στις ΗΠΑ. Το Δίκαιο του αίματος…
Ετσι, ο μετανάστης από την Αλβανία που περιγράψαμε στην αρχή, που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα επί τρεις δεκαετίες (περισσότερες απ’ όσες έζησε στη γενέτειρά του), που μιλάει ελληνικά, σε αντίθεση με τον Τζον Πάπας, και που τα παιδιά του ενδεχομένως έχουν προλάβει να πάρουν ελληνική υπηκοότητα, θα μείνει και πάλι με καθεστώς «άδειας παραμονής» (την οποία ενδεχομένως του εξασφαλίζουν τα παιδιά του, που είναι έλληνες πολίτες!), επειδή απάντησε καταφατικά στην ερώτηση για το όσκαρ μουσικής, καθώς δε γνώριζε ότι το πήρε ο Χατζηδάκις και όχι ο Θεοδωράκης.