Ο πρώην δικαστής και νυν αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Χ. Αθανασίου είναι αναμφίβολα ακροδεξιός και δεν μπορεί να το κρύψει, γιατί ενεργεί περισσότερο με την κατασταλτική μανία του δικαστή παρά με τη φινέτσα του έμπειρου πολιτικού. Οσες φορές έγινε θόρυβος γύρω από το όνομά του ήταν γιατί ξεστόμισε κάποια ακροδεξιά-κατασταλτική άποψη. Είναι και κολλητός του Σαμαρά από την εποχή της ΠΟΛΑ και σ’ αυτόν οφείλει το πέρασμά του στην πολιτική και τη γρήγορη ανέλιξή του. Θυμίζει έντονα τους κηπουρούς του ΓΑΠ, που από το πουθενά γίνονταν βουλευτές και υπουργοί. Εχοντας αυτές τις δυο ιδιότητες (ακροδεξιός και κηπουρός του Σαμαρά) και χωρίς να βαρύνεται με ενεργό ακροδεξιό πολιτικό παρελθόν, ενεργεί ως το ακροδεξιό δόρυ του Σαμαρά. Ανοίγει θέματα που ο Σαμαράς κωλύεται να ανοίξει, κυρίως λόγω των εταίρων του στη συγκυβέρνηση.
Ενώ, λοιπόν, η κατάργηση του νόμου Ραγκούση για την ιθαγένεια, την οποία είχε διατάξει ο ίδιος ο Σαμαράς (μόλις έγινε γνωστό ότι το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικές κάποιες διατάξεις του), πάγωσε, επειδή αντέδρασαν η ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, ο Αθανασίου έσπευσε με εγκύκλιό του να αναστείλει την εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου «ενόψει της προσεχούς δημοσιεύσεως της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας». Περιττεύει να πούμε πως ο κύριος τέως δικαστής γράφει το ίδιο το σύνταγμα στα παλιά του τα παπούτσια. Ακόμη και αν δημοσιευτεί η απόφαση του ΣτΕ, ο νόμος Ραγκούση θα εξακολουθήσει να ισχύει. Διότι οι νόμοι δεν καταργούνται με αποφάσεις δικαστηρίων, αλλά μόνο με άλλους νόμους που ψηφίζει η Βουλή. Αν η Βουλή δεν καταργήσει μια νομική διάταξη που έχει κηρυχτεί αντισυνταγματική από το ΣτΕ, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η προσφυγή για την ακύρωση αποφάσεων που εκδίδονται βάσει αυτής της διάταξης. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο και ο συνταγματικός έλεγχος είναι διάχυτος. Κάθε δικαστήριο μπορεί να κρίνει τη συνταγματικότητα ή μη των νόμων, χωρίς η απόφασή του να σημαίνει αυτόματη κατάργηση νομικής διάταξης που κρίνεται αντισυνταγματική.
Ούτε καν η Βουλή είναι υποχρεωμένη να καταργήσει το νόμο που κρίθηκε αντισυνταγματικός από ένα δικαστήριο, ακόμη και το ΣτΕ. Πολιτική είναι η υποχρέωση που προκύπει και στη συγκεκριμένη περίπτωση θα φανεί αν υπάρχουν εκείνοι οι πολιτικοί συσχετισμοί για ν’ αλλάξει ο νόμος και σε ποιο εύρος θα είναι οι αλλαγές του. Εχει η ΝΔ την πλειοψηφία να καταργήσει το νόμο; Μόνο αν συμφωνήσει με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Ακόμη και με τις ψήφους του Καμμένου και των νεοναζί ζήτημα είναι αν μπορεί να έχει πλειοψηφία, πέρα από τις πολιτικές παρενέργειες που θα είχε κάτι τέτοιο αναφορικά με τη σταθερότητα της συγκυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, εγκύκλιος ενόψει μελλοντικών νομοθετικών αλλαγών δεν μπορεί να εκδοθεί. Ο Αθανασίου δεν έχει δικαίωμα να διατάξει την αναστολή εφαρμογής του νόμου. Και οι δημόσιοι υπάλληλοι που είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή του έχουν όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να πετάξουν στα σκουπίδια την εγκύκλιο Αθανασίου και να εφαρμόσουν το νόμο για όσες υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον των οργάνων της διοίκησης. Αυτό άλλωστε επεσήμαναν με κοινή τους δήλωση έξι δήμαρχοι, που συντονίστηκαν μετά από πρωτοβουλία του Καμίνη. Δήμαρχοι κάθε άλλο παρά αντικυβερνητικοί.
Ο Αθανασίου ούτε στην τουαλέτα δεν πηγαίνει χωρίς να ρωτήσει τον Σαμαρά. Είναι βέβαιο, ότι αυτή την εγκύκλιο την εξέδωσε και την έστειλε σε συνεννόηση με τον αρχηγό του και με μοναδικό σκοπό να ανοίξει το θέμα, εκβιάζοντας τους κυβερνητικούς εταίρους να μην κωλυσιεργήσουν όταν θα δημοσιευτεί η απόφαση του ΣτΕ, γιατί δε θα κερδίσουν τίποτα, αφού η εφαρμογή του νόμου έχει ήδη ανασταλεί.
Τέλος, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως η συγκεκριμένη διάταξη για την ιθαγένεια κάθε άλλο παρά προοδευτικό βήμα ήταν (ο Ραγκούσης, άλλωστε, υπήρξε γνωστός «μεταναστοφάγος»). Τη σχετική διάταξη χρησιμοποιούσαν κυρίως «ομογενείς» αλλοδαποί (από την Αλβανία και τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης), ενώ ελάχιστοι αλλοδαποί μετανάστες μπόρεσαν να πολιτογραφηθούν, λόγω των σωρευτικών προϋποθέσεων που βάζει ο νόμος. Και βέβαια, κάθε άλλο παρά «μαγνήτης για τους λαθρομετανάστες» αποτελεί ο σχετικός νόμος, διότι αφορά μόνο νόμιμους μετανάστες που έχουν χρόνια στην Ελλάδα. Ο μετανάστης που έρχεται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα ξέρει ότι δεν υπάρχει πια περίπτωση να πάρει άδεια διαμονής και εργασίας, ώστε μετά από χρόνια να μπορέσει να διεκδικήσει πολιτογράφηση. Παράνομος μπαίνει, παράνομος μένει, με μοναδικό σκοπό του να μπορέσει κάποια στιγμή, πληρώνοντας αδρά στα δουλεμπορικά κυκλώματα, να φύγει από την Ελλάδα για κάποια δυτικοευρωπαϊκή χώρα και όχι να εγκατασταθεί εδώ για να πολιτογραφηθεί κάποια στιγμή στο μέλλον. Ολος ο ντόρος γίνεται καθαρά και μόνο για την καλλιέργεια του ρατσισμού και όχι επειδή δήθεν ξαφνικά η Ελλάδα έγινε «γη της επαγγελίας» για τους μετανάστες.