ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ είναι γνωστά. Τα κοινοβουλευτικά κόμματα (όλα ανεξαιρέτως) συμφώνησαν στη ζούλα και «έκοψαν» ένα μηνιαίο επίδομα 3.300 ευρώ σε κάθε βουλευτή που είχε κλείσει το μαγαζί ή το γραφείο του (λόγω ασυμβίβαστου) και δεν επανεκλέχτηκε ή δεν ξαναέβαλε υποψηφιότητα στις τελευταίες εκλογές. Το μυστικό διέρρευσε στην «Ελευθεροτυπία» που το δημοσιοποίησε, έγινε της κακομοίρας και όλοι μαζί αποφάσισαν να αναστείλουν την εφαρμογή της διάταξης.
Τα επιχειρήματα που επιστρατεύτηκαν για να δικαιολογήσουν τη «μπαγαποντιά» ήταν στο σύνολό τους αισχρά. Από το «οι βουλευτές πένονται» της προέδρου της Βουλής μέχρι το ότι έπαθαν ζημιά οι βουλευτές και κάτι έπρεπε να γίνει. Για ποια ζημιά γίνεται λόγος; Ακόμα και αν παραβλέψουμε τα φανερά και κρυφά έσοδα των βουλευτών, ζήτημα είναι αν ελάχιστοι απ’ αυτούς έπαθαν ζημιά. Γιατί μεταβίβασαν τα μαγαζιά και τα γραφεία σε συγγενείς και φίλους, όπως έκαναν οι μεγαλοεργολάβοι και ιδιοκτήτες ΜΜΕ με το νόμο για το βασικό μέτοχο. Δεν αξίζει, λοιπόν, να ασχοληθούμε με αυτά τα γελοία επιχειρήματα. Ολος ο ελληνικός λαός εισέπραξε την πράξη τους ως λαμογιά και τέτοια ήταν. Γι’ αυτό, άλλωστε, και την έκαναν στη ζούλα, προσπαθώντας να μη μαθευτεί.
Το ερώτημα είναι γιατί συνέπραξαν σ’ αυτή τη λαμογιά και τα κόμματα της ψευτοαριστεράς και ειδικότερα ο Περισσός, οι βουλευτές του οποίου -απ’ όσο ξέρουμε- δεν εισπράττουν τη βουλευτική αποζημίωση (αυτή πάει στο κόμμα) αλλά το μισθό του επαγγελματικού στελέχους. Οι ίδιοι απάντηση δεν έδωσαν. Νομίζουμε, όμως, ότι εύκολα μπορούμε να τη μαντέψουμε. Η λαμογιά δεν έγινε για να βολευτούν ατομικά κάποιοι, αλλά το κόμμα που θα έβαζε μερικές χιλιάδες ευρώ στο ταμείο του κάθε μήνα. Την ίδια λαμογιά έκαναν παλιότερα με το πούλημα βουλευτικών αυτοκινήτων. Πέρα από τα παχιά λόγια και την αντικαπιταλιστική ρητορεία, συμπεριφέρονται και αυτοί ως ένας εσμός εξουσιαστών που δεν έχει κανένα πρόβλημα να παρασιτεί σε βάρος του ελληνικού λαού.