Habemus papam. Η φράση ακούστηκε περιπαικτικά από τα χείλη διευθυντή μεγάλης καθημερινής εφημερίδας «πράσινης» απόχρωσης, λίγο μετά το διάγγελμα Καραμανλή για την επιλογή του Παπούλια ως 6ου προέδρου της μεταπολιτευτικής Ελληνικής Δημοκρατίας, θα ταίριαζε, όμως, περισσότερο στα χείλη του προέδρου του ΣΕΒ ή του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας. Γιατί είναι η κεφαλαιοκρατία όλων των κλάδων αυτή που επέβαλε τελικά τους όρους του παιχνιδιού και υποχρέωσε τα ηγετικά κονκλάβια των δυο εταίρων του δικομματισμού να κάνουν τις μικροκινήσεις τους.
Καπνό αναθρώσκοντα από τις καμινάδες του μεγάρου Μαξίμου ουδείς από τους αδημονούντες προεδρολόγους των τελευταίων μηνών πρόλαβε να δει. Ο Καραμανλής δεν είχε ανάγκη να χρησιμοποιήσει κάποιο παραδοσιακό τυπικό. Σε συνεργασία με τους στενούς συνεργάτες του επεξεργάστηκε μια τακτική βασισμένη στις αρχές του σύγχρονου πολιτικού μάρκετινγκ: αιφνιδιασμός και ως προς το χρόνο αναγγελίας και ως προς το πρόσωπο, ώστε να φανεί μόνος αυτός ως ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, βέβαια, είναι μια υπόθεση καθαρά εθιμοτυπική. Ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος, όταν αποφάσισε να μεταπηδήσει ο ίδιος στην προεδρία, αφήνοντας τους επιγόνους του να δεχτούν τη χλαπάτσα μιας ταπεινωτικής ήττας, φρόντισε να φτιάξει έναν προεδρικό θεσμό με υπερεξουσίες. Ενα θεσμό ταιριαστό στη μεγαλομανία και τον καισαρισμό του. Μπορεί να μην άσκησε ποτέ αυτές τις εξουσίες, τις επέσειε όμως πάντοτε ως απειλή, όπως ο ίδιος έχει πει στους βιογράφους του. Ο Α. Παπανδρέου φρόντισε να ψαλιδίσει αυτές τις προεδρικές εξουσίες, δημιουργώντας ένα σύστημα καθαρά πρωθυπουργικοκεντρικό, με έναν πρόεδρο διακοσμητικό. Εδώ που τα λέμε, πρόεδρος της Δημοκρατίας με εξουσίες και ταυτόχρονα εκλεγόμενος από ένα στενό εκλεκτορικό σώμα (Βουλή) και όχι με λαϊκή εκλογή, δεν είναι και τόσο σόι κατάσταση για μια κοινοβουλευτική δημοκρατία που σέβεται τον εαυτό της και τους αντιπροσωπευτικούς τύπους. Ο πρωθυπουργός τουλάχιστον εκλέγεται άμεσα (ως αρχηγός του κόμματος της πλειοψηφίας) και υπόκειται σε διαρκή κοινοβουλευτικό έλεγχο (λέμε τώρα). Αρα, το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα είναι πιο κοντά στο μοντέλο της προεδρευόμενης (και όχι προεδρικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας).
Μετά τον Καραμανλή τον πρεσβύτερο, λοιπόν, ο θεσμός έχασε κάθε εξουσιαστική αίγλη και κατήντησε καταφύγιο για απόμαχους (ή αποτυχημένους) της αστικής πολιτικής. Τους εκτός πολιτικής παράγοντες δεν τους θέλουν πλέον, μετά το κάζο που έπαθαν με τον Κύριο (το Κ κεφαλαίο, σύντροφε διορθωτή) Σαρτζετάκη, που δεν μαζευόταν με τίποτα.
Εμεινε, όμως, κάτι άλλο από την παλιά καραμανλική σύλληψη. Οι 180 απαραίτητοι ψήφοι για την εκλογή του προέδρου στην τρίτη ψηφοφορία. Ετσι και δεν συγκεντρωθούν αυτές, πάμε για εκλογές, μετά τις οποίες αρκούν και οι 150 ψήφοι. Τέτοια εμπλοκή για να εκλεγεί απλά ένας άνθρωπος που θα παρακολουθεί τις παρελάσεις, θα σταυροκοπιέται στις δοξολογίες και θα υποδέχεται ξένους ηγέτες χωρίς να έχει τη δυνατότητα να διεξάγει συνομιλίες ουσίας; Αυτό κι αν είναι αντίφαση.
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Οι ρυθμίσεις αυτές για την προεδρική εκλογή δεν έμειναν στο Σύνταγμα και μετά την τελευταία αναθεώρηση για να προσδίδουν κύρος σ’ ένα θεσμό που όλοι τον έχουν χεσμένο, αλλά για να έχουν τα κόμματα μια δυνατότητα να προκαλέσουν πρόωρες εκλογές. Οποιο από τα δυο μεγάλα κόμματα, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, δεδομένου ότι τους 180 βουλευτές μόνο του δεν τους πιάνει κανένα από τα δύο.
Με βάση όλα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, ας δούμε πώς φτάσαμε στην επιλογή Παπούλια.
Το βέβαιο είναι πως ο Καραμανλής είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων στα χέρια του, χωρίς ούτε μια στιγμή να φοβάται τον Γιωργάκη. Εκείνοι που λένε ότι και τον κηπουρό της βίλας του στη Ραφήνα να πρότεινε, ο Γιωργάκης θα τον ψήφιζε, δεν βρίσκονται μακριά από την αλήθεια. Ο Γιωργάκης δεν ήθελε μια τρίτη εκλογική ήττα σ’ ένα χρόνο, γιατί αυτή ενδεχομένως να του στοίχιζε ακόμα και την αρχηγία. Βέβαια, αν ο Καραμανλής πρότεινε για πρόεδρο ας πούμε τον Μητσοτάκη, θα ήταν αναγκασμένος να τον καταψηφίσει. Και σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, ο Καραμανλής θα ήταν αυτός που θα επέβαλε τις εκλογές με τη συγκεκριμένη πρόταση. Ενας ή μια μετριοπαθής δεξιός, τύπου Μολυβιάτη, Μπενάκη, Σουφλιά θα ήταν μια επιλογή που θα την ψήφιζε το ΠΑΣΟΚ, αν ο Καραμανλής δεν ήθελε εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, αυτός θα καθόριζε τη στάση του ΠΑΣΟΚ.
Η αλήθεια είναι πως στο στενό καραμανλικό επιτελείο για ένα χρονικό διάστημα η λύση εκλογές «έπαιζε» το ίδιο με τη λύση συναινετική εκλογή προέδρου. Φάνηκε αυτό σε όλους τους χειρισμούς που γινόταν το δίμηνο Σεπτέμβρης-Οκτώβρης. Μικροπολιτικοί υπολογισμοί ήταν αυτοί που κυριαρχούσαν. Οχι τόσο το να κερδηθεί θητεία ενός επιπλέον χρόνου (ο Καραμανλής το πάει για οχταετία και δεν αρκείται σε πενταετία) όσο το να μπει σε κρίση το ΠΑΣΟΚ και επιπρόσθετα να μπορέσει η κυβέρνηση να σκληρύνει την οικονομική και κοινωνική της πολιτική, έχοντας ξεφορτωθεί αρκετά από τα προεκλογικά βαρίδια του 2004.
Υπήρχε, βέβαια, αντίλογος και σ’ αυτούς τους μικροπολιτικούς υπολογισμούς, όμως καθοριστικός παράγοντας ήταν η αντίδραση της κεφαλαιοκρατίας, που πάντα παθαίνει αλλεργία όταν ακούει τη λέξη εκλογές, πολύ περισσότερο τώρα. Και ο Κυριακόπουλος του ΣΕΒ και ο Γκαργκάνας της ΤτΕ σε κάθε ευκαιρία μιλούσαν ενάντια στην προοπτική εκλογών. Προφανώς, στις προσωπικές τους επαφές με στελέχη της κυβέρνησης και τον ίδιο τον Καραμανλή φρόντιζαν να περάσουν αυτό το μήνυμα με πιο σκληρό τρόπο. Το ίδιο μήνυμα πέρασαν και οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών, των οποίων ο ρόλος κατέστη επικυριαρχικός μετά τους ερασιτεχνικούς χειρισμούς των Αλογοσκούφη-Καραμανλή περί την δημοσιονομική απογραφή.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, η πλάστιγγα έγειρε αποφασιστικά υπέρ της συναινετικής λύσης που θα απέτρεπε μια εκλογική εμπλοκή. Εμενε, λοιπόν, η επιλογή του προσώπου.
Τί θα κέρδιζε ο Καραμανλής αν πρότεινε και επέβαλε έναν μετριοπαθή δεξιό; Απολύτως τίποτα, πέρα από μια μικροταπείνωση του Γιωργάκη και του ΠΑΣΟΚ, η οποία μάλιστα δεν θα είχε κανέναν ιδιαίτερο κοινωνικό αντίχτυπο. Το πολύ να χαίρονταν ο Τράγκας με τον Ρίζο και μερικοί ακόμα παραδοσιακοί δεξιοί, που δεν μπορούν να καταλάβουν ότι μόνο με τη λεγόμενη «στρατηγική του μεσαίου χώρου» μπορεί η ΝΔ να σπάσει το φράγμα στ’ αριστερά της και να δημιουργήσει λίγο-πολύ σταθερές αποικίες στη μεγάλη δεξαμενή την οποία παραδοσιακά νέμεται το ΠΑΣΟΚ.
Η πρόταση πολιτικού προσώπου εκτός ΝΔ είχε για τον Καραμανλή άπειρα πλεονεκτήματα. Ο ίδιος εμφανίζεται να κάνει τομές και να διαγράφει διαχωριστικές γραμμές, ανεβάζει τη διεισδυτικότητά του στο παραδοσιακό πολιτικό ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ και ταυτόχρονα βάζει μια σφήνα στα πλευρά του Γιωργάκη. Δεν είχε κανένα λόγο να επιλέξει τον Κωνσταντόπουλο ή τον Κουβέλη. Εκτός αυτού, άνθρωποι προερχόμενοι από τον ΣΥΝ συναντούν την άρνηση της πρεσβείας (μία είναι η πρεσβεία που έχει λόγο στα πολιτικά πράγματα του ελληνικού αστισμού). Το ίδιο ισχύει και για τον Κακλαμάνη ο οποίος δεν τα μέτρησε καλά και παρίστανε τα τελευταία χρόνια τον αντιαμερικανό μιλώντας για «ανθύπατους» και τα συναφή.
Ετσι, η μπίλια κάθησε στον Παπούλια. Πρόσωπο που και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις του Καραμανλή εξυπηρετεί, αλλά και παρέχει όλα τα εχέγγυα ότι μπορεί να λειτουργήσει ως σύμβολο της ενότητας του πολιτικού συστήματος. Το μόνο πρόβλημα που έχει ο Καραμανλής είναι από κάποια «ορφανά της Δεξιάς», τύπου Τράγκα και Ρίζου, που γκρινιάζουν από τις φυλλάδες τους (ο πρώτος περισσότερο, ο δεύτερος λιγότερο). Αυτοί, όμως, δεν γκρινιάζουν για την επιλογή Παπούλια, αλλά γιατί περίμεναν πως με την κυβέρνηση Καραμανλή θα γίνονταν Λαμπράκηδες στη θέση του Λαμπράκη και δεν έγιναν.
Οσο για το ΠΑΣΟΚ, προσπαθεί μάταια να βγει από την παγίδα που το έκλεισε ο Καραμανλής, με δηλώσεις περί μη συναίνεσης στην ασκούμενη πολιτική κ.λπ. Ομως, τα πράγματα έχουν τη δική τους δυναμική και καθώς εξελίσσονται κερδισμένος βγαίνει μόνο ο Καραμανλής.