«Μετά το φιάσκο του #Παραιτηθείτε, “κλείδωσαν” οι εκλογές για το 2019» πανηγύρισε ο Παπαδημούλης από το twitter, αποκαλύπτοντας τον τρόμο των συριζαίων για το άδηλο μέλλον. Γιατί όταν αναγορεύεις σε μέγιστο πολιτικό αντίπαλο τον Τατσόπουλο, τον Χειμωνά και τον Τζήμερο, σημαίνει πως δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τους πραγματικούς πολιτικούς σου αντιπάλους, ενώ τρέμεις μπροστά σ' έναν πραγματικό λαϊκό ξεσηκωμό (έστω και διαμεσολαβημένο από τη μνημονιακή αντιπολίτευση και τις παραφυάδες της) και προτιμάς να «κάνεις παιχνίδι» με τα ρεντίκολα του Κολωνακίου, που νόμισαν ότι θα φτιάξουν κόμμα μέσω Ιντερνετ.
Τους πανηγυρισμούς για το (αναμενόμενο) φιάσκο των «παραιτηθείτε» τους επέβαλε και το πολιτικά αξιοσημείωτο φιάσκο στο οποίο εξελίχθηκε η προσπάθεια του Τσίπρα να εντάξει για μια φορά ακόμα στους σχεδιασμούς του την αντιπολίτευση, καλώντας τους αρχηγούς της στο Μαξίμου τάχα για να τους ενημερώσει για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και για τις αποφάσεις του Eurogroup της 15ης Ιούνη. Κι επειδή η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί, φρόντισε ο Λεβέντης να δημιουργήσει το πρώτο σύστριγγλο, με τη δήλωσή του ότι ο Τσίπρας είναι έτοιμος να πάει σε οικουμενική κυβέρνηση, αλλά δε θέλει ο Μητσοτάκης. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς συζήτησαν ο Τσίπρας με τον Λεβέντη (δεν αποκλείεται ο Τσίπρας να του είπε και κάτι τέτοιο, καθώς το συνηθίζει να λέει ότι ψέμα του έρθει στο μυαλό κάθε στιγμή), ξέρουμε όμως ότι μετά τις δηλώσεις του Λεβέντη έτρεχε ο Παππάς να διαψεύσει, δηλώνοντας πως «αν υπήρχε διάθεση να συγκυβερνήσουμε με τη ΝΔ, θα το μαθαίνατε από εμάς».
Είπε και κάτι άλλο ο Παππάς: «Τα κόμματα που βρίσκονται στο κέντρο και στην αριστερά θα πρέπει να επανατοποθετηθούν μετά τα νέα δεδομένα που προκύπτουν μετά τη συμφωνία». Η κουβέντα δεν ήταν τυχαία. Ευλόγως ερμηνεύτηκε ως άνοιγμα προς το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και τον Λεβέντη. Και πάνω που φούντωνε η σχετική φιλολογία, πράγμα που επεδίωξε ο Παππάς με το διαχωρισμό της Κεντροαριστεράς από τη Δεξιά, ήρθε η σβουριχτή σφαλιάρα από τη Φώφη στο σβέρκο του Τσίπρα και ανέτρεψε πλήρως το κλίμα. Χωρίς να σεβαστεί το άτυπο πρωτόκολλο, που επιβάλλει οι πολιτικοί αρχηγοί να συζητούν περί ανέμων και υδάτων μπροστά στις κάμερες, η Γεννηματά πήγε έχοντας σχέδιο να τινάξει στον αέρα τον επικοινωνιακό σχεδιασμό των Τσιπραίων. Και το πέτυχε. Η αμηχανία του Τσίπρα, όταν του είπε «δεν ξέρω πόση ανάσα θα πάρουμε, γιατί τη θηλιά στον λαιμό μας την έχεις βάλει», ήταν εμφανής. Κι όταν ψέλλισε ««εσείς μας βάλατε στο μνημόνιο εγώ προσπαθώ να σας βγάλω», η Φώφη είχε απομνημονεύσει το δεύτερο «καρφί», με το οποίο τον τελείωσε: «Μας έχεις βάλει σε δύο καινούργια μνημόνια, οπότε τώρα δεν υπάρχει περιθώριο για άλλες ψεύτικες ελπίδες, Αλέξη μου».
Δεν είναι τυχαίο ότι το Μαξίμου αναγκάστηκε να κάνει «διαρροή» μετά τον αντίχτυπο που είχε η «μαγκιά» της Φώφης, κατηγορώντας την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ ότι πήγε στο Μαξίμου για να κάνει «επικοινωνιακό σόου» (λες και ο Τσίπρας δεν τους κάλεσε όλους για να κάνει το δικό του επικοινωνιακό σόου) και καταγγέλλοντας ότι «η ίδια και το ΠΑΣΟΚ από το 2010 έως το 2015 επέβαλαν 65 δισ. μέτρα» κτλ. κτλ. «Πήραν την απάντηση που τους άξιζε» κατέληγε η «διαρροή» του Μαξίμου, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει. Κι όταν σου κάνει τέτοιο χουνέρι η Φώφη, δεν είναι ό,τι το καλύτερο για τον «παντοδύναμο Τσίπρα». Η Γεννηματά είχε και έτοιμη δήλωση, που την έκανε μετά τη συνάντηση, κατηγορώντας τον Τσίπρα ότι τους κάλεσε «κατόπιν εορτής», ότι «την αναγκαία εθνική συνεννόηση την τορπίλισε σε κάθε ευκαιρία» και ότι «τον ενδιαφέρει μόνο η επικοινωνιακή διαχείριση της ήττας του».
Μετά από τέτοιο χουνέρι από τη Φώφη, ο Τσίπρας θα πρέπει να αισθάνθηκε ευχαριστημένος που ο Κούλης, που έκλεισε την παρέλαση των κοινοβουλευτικών αρχηγών στο μέγαρο Μαξίμου, τήρησε το άτυπο πρωτόκολλο και περιορίστηκε σε ένα εμφανώς ψυχρό ύφος (η ΝΔ φρόντισε να μοιράσει και σειρά φωτογραφιών που σε όλες ο Κούλης φαίνεται ψυχρός και συνοφρυωμένος) και με μια δήλωση που έλεγε ότι «για το ζήτημα της οικονομίας και της εξέλιξης της διαπραγμάτευσης, θα έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε στη Βουλή και νομίζω ότι ο λαός πρέπει να μάθει όλη την αλήθεια για το τι ακριβώς έγινε», για δε «τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, για το ζήτημα του Κυπριακού», «αν υπάρχουν ζητήματα τα οποία πρέπει να τα γνωρίζω κατ’ ιδίαν, είμαι έτοιμος να ακούσω». Εκλεισε, δηλαδή, κάθε πόρτα συζήτησης για τα ζητήματα της αξιολόγησης (μόνο στη Βουλή θα τα κουβεντιάσουμε, ήταν η κατηγορηματική τοποθέτησή του) και έδειξε διάθεση να ενημερωθεί μόνο για το Κυπριακό.
Μετά απ' αυτές τις εξελίξεις, κατέστη αναγκαία η εσπευσμένη σύγκληση του υπουργικού συμβουλίου για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες και η απευθείας ραδιοτηλεοπτική μετάδοση της ομιλίας Τσίπρα, με την οποία παρουσίασε στους υπουργούς το «success story» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και τους ζήτησε να σηκώσουν τα μανίκια και να πιάσουν δουλειά. Οπως άφησαν να διαρρεύσει, θα κρατήσουν τη Βουλή ανοιχτή και το καλοκαίρι (χωρίς τμήματα διακοπών), γιατί θα έχουν… καταιγίδα νομοθετημάτων που θα προωθούν την… ανάπτυξη.
Το επόμενο επεισόδιο θα παιχτεί την επόμενη εβδομάδα στη Βουλή, όπου ο Τσίπρας δε θα καλοπεράσει. Μόνη επιλογή του να αρχίσει να μιλάει για τα «κατορθώματα» του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στο παρελθόν, σε μια προσπάθεια να ισοφαρίσει τις εντυπώσεις. Οι Τσιπραίοι έχουν διαφοροποιήσει την τακτική τους. Δεν χρησιμοποιούν πια το παλιό «μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί», αλλά το «αυτοί μας έβαλαν στα Μνημόνια – εμείς παλεύουμε για να βγούμε». Γι' αυτό εξακολουθούν να ανατρέχουν στο παρελθόν, το οποίο δεν πολυεπιτρέπει σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να παριστάνουν τις… αθώες κορασίδες.
Κατά τα άλλα, η αστική πολιτική κινείται πλέον στον αστερισμό της εκλογολογικής σεναριολογίας. Θα γίνουν εκλογές το 2018 ή ο Τσίπρας θα εξαντλήσει την τετραετία και θα πάει για εκλογές το 2019; Κι αν πάει για το 2019, θα τις κάνει το Σεπτέμβρη, που λήγει η θητεία της σημερινής Βουλής, ή θα τις κάνει τον Ιούνη, παρέα με τις ευρωβουλευτικές και τις τοπικές εκλογές; Η κάθε πλευρά ποντάρει στην «πρόβλεψή» της επιστρατεύοντας επιχειρήματα που δεν είναι καθόλου δύσκολο να αρθρωθούν. Ο Τσίπρας θα κάνει εκλογές το 2018, για ν' αποφύγει την υπογραφή του επόμενου Μνημόνιου, που θα πάει πακέτο με τον καθορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους, όπως και για ν' αποφύγει την κατακραυγή από την εφαρμογή των μέτρων που έχουν ήδη προνομοθετηθεί για το 2019, λέει η μία πλευρά. Ο Τσίπρας θα κοιτάξει να εξαντλήσει την τετραετία και να στήσει τετραπλές κάλπες το 2019 (βουλευτικές, ευρωβουλευτικές, δημοτικές, περιφερειακές), ώστε να μειώσει τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ εκτονώνοντας τη διαμαρτυρία σε κάποια από τις τρεις άλλες κάλπες, λέει η άλλη πλευρά.
Ολ' αυτά έχουν λογική και έχουν ξαναγίνει στο παρελθόν. Δεν παύουν, όμως, να είναι σενάρια. Ούτε ο ίδιος ο Τσίπρας με το στενό επιτελείο του δεν πρέπει να έχει εκλογικό σχεδιασμό. Βλέποντας και κάνοντας βαδίζουν. Αλλωστε, ο ένας χρόνος ή τα δύο χρόνια είναι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για τη μνημονιακή περίοδο, για να μπορεί μια πολιτική ηγεσία να κάνει σχεδιασμούς. Η ίδια η ζωή είναι γεμάτη απρόβλεπτα που μπορούν να τινάξουν στον αέρα οποιονδήποτε σχεδιασμό. Αν, για παράδειγμα, έρθει το φθινόπωρο το ΔΝΤ και διαπιστώσει ότι το «πρόγραμμα» δε βγαίνει το 2018 (πράγμα σχεδόν σίγουρο) και ζητήσει νέα μέτρα, πώς ακριβώς θα διαχειριστούν την κατάσταση οι Τσιπραίοι και πώς θα σχεδιάσουν εκλογές το πρώτο εξάμηνο του 2018;
Επειδή μπορούμε να βάλουμε και άλλα τέτοια ερωτήματα, όλα με πραγματική βάση, προτιμούμε να προειδοποιήσουμε για τις βλαβερές συνέπειες της παραπολιτικής σεναριολογίας και να πάμε στην ουσία: έχει καμιά σημασία πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές; Εχει καμιά σημασία αν θα τις κερδίσει ο Τσίπρας ή ο Μητσοτάκης; Εχει καμιά σημασία αν ο σχηματισμός μιας νέας συγκυβέρνησης θα είναι σχετικά εύκολη υπόθεση ή θα υπάρξει αδιέξοδο και νέες εκλογές;
Αφού το ξέρουμε πως τίποτα δεν πρόκειται ν' αλλάξει, γιατί να συμμετέχουμε στην εξέταση σεναρίων για τον πιθανό χρόνο των εκλογών και το πιθανό σχήμα διακυβέρνησης που θα προκύψει; Δυστυχώς, ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός είναι ισοδύναμο του πολιτικού μιθριδατισμού. Ακόμα και άνθρωποι που χωρίς δυσκολία λένε ότι «τίποτα δεν πρόκειται ν' αλλάξει», μπορεί να είναι έτοιμοι να πάνε καμαρωτοί στις κάλπες -όποτε κι αν αυτές στηθούν- για να ψηφίσουν το «μικρότερο κακό», για να ψηφίσουν «να φύγουν αυτοί» ή «να μην έρθουν οι άλλοι». Δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεριζωθεί η κοινοβουλευτική ιδεολογία από τις συνειδήσεις των ανθρώπων της δουλειάς. Ακόμα και άνθρωποι που έκαναν αποχή τον Σεπτέμβρη του 2015, αηδιασμένοι από τη μνημονιακή προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ και την κοροϊδία της ΛΑΕ, μπορεί την επόμενη φορά -έχοντας στο μεταξύ ξεθυμώσει- να επιλέξουν και πάλι το «μικρότερο κακό». Η μετά το 2015 κοινωνική νηνεμία, με την απογοήτευση και την ηττοπάθεια να δίνουν τον τόνο, δεν δημιουργεί ευοίωνες προοπτικές.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να κινηθούμε έξω από κάθε εκδοχή του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, σε κατεύθυνση πλήρους ρήξης με την αστική πολιτική και οργάνωσης της ταξικής αντιπαράθεσης.