Οι ψηφοφόροι της ΝΔ σκέφτηκαν μάλλον απλά: ο Σαμαράς έπιασε 28%, έχοντας απέναντί του έναν Τσίπρα που κάλπαζε πάνω στο αντιμνημονιακό του άτι. Ο Βαγγέλας έπιασε πάλι 28%, έχοντας απέναντί του έναν Τσίπρα τσαλακωμένο, που είχε υπογράψει το τρίτο Μνημόνιο, έχοντας χάσει την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία. Αρα, χρειαζόμαστε κάποιον άλλο για την επόμενη μέρα. Από τους τρεις που κατέβηκαν απέναντι στον Βαγγέλα, ο Κούλης τους φάνηκε ο πιο σοβαρός, καθώς ο μεν τηλε-Μπουμπούκος αναλώνονταν στα γνωστά καραγκιοζιλίκια του, ο δε Τζίτζι έδειχνε πολύ λίγος, ενώ κάτω από τα Τέμπη δεν είχε καμιά επιρροή.
Στο δεύτερο γύρο μεταφέρθηκε σχεδόν αυτούσιο το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που στον πρώτο γύρο επέλεξαν Κούλη, Τζίτζι και Μπουμπούκο ψήφισε Κούλη, ενώ ο Βαγγέλας έμεινε κατά βάση με όσους τον είχαν ψηφίσει στον πρώτο γύρο. Κυριάρχησε η ανάγκη για «νέο πρόσωπο» και όχι το παιχνίδι των μηχανισμών. Κάτι ήξερε ο Βαγγέλας που από το 2009 ακόμα τασσόταν ενάντια στο σύστημα της απευθείας εκλογής αρχηγού και πρότεινε το σύστημα της εκλογής από την οργανωμένη εκλογική βάση. Η οργανωμένη εκλογική βάση μπορεί να ελεγχθεί απόλυτα από τους μηχανισμούς, ενώ με την απευθείας εκλογή λειτουργεί περισσότερο το θυμικό του ψηφοφόρου παρά η εντολή του κομματάρχη και η κατάσταση καθίσταται ανεξέλεγκτη ή δύσκολα ελέγξιμη.
Με τα παραπάνω δε θέλουμε να πούμε ότι οι μηχανισμοί δεν έπαιξαν κανένα ρόλο. Οπως αποδείχτηκε, όμως, εκείνος που είχε τον ισχυρότερο μηχανισμό, λόγω της στήριξης της πλειοψηφίας των βουλευτών και των καραμανλικών, έχασε από εκείνον που είχε τον ασθενέστερο μηχανισμό. Αυτός ο ασθενέστερος μηχανισμός, όμως, είχε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, γιατί συμβάδιζε με τις αυθόρμητες διαθέσεις της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων. Ο Μητσοτάκης δεν είχε μαζί του το σύνολο του παλιού μητσοτακικού μηχανισμού (κομμάτι του ελέγχει η Ντόρα, που ήταν με τον Βαγγέλα), είχε όμως τον μητσοτακικό μηχανισμό στη Β’ Αθήνας, τη μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας. Είχε τους ακροδεξιούς (με Γεωργιάδη και Βορίδη αυτή τη φορά), είχε το μηχανισμό του Τζιτζικώστα στη Μακεδονία, είχε τον Αυγενάκη στο Ηράκλειο και τον «πατροπαράδοτο» μηχανισμό του πατέρα του στα Χανιά και την υπόλοιπη Κρήτη και είχε και την αποφασιστική στήριξη του Σαμαρά, που κατέβηκε στην Καλαμάτα για να διευθύνει προσωπικά το παιχνίδι στην Πελοπόννησο.
Φυσικά, τα περί «νέας εποχής» στη ΝΔ είναι οι συνήθεις μπούρδες που ακούγονται κάθε φορά που ένα αστικό κόμμα αλλάζει αρχηγό. Το γεγονός ότι το εκλογικό αποτέλεσμα που ανακοινώθηκε ήταν «μαγειρεμένο» έτσι που να μην «τσαλακωθούν» ο Μεϊμαράκης και τα στελέχη που τον υποστήριξαν (μεταξύ των οποίων και ο Καραμανλής), δείχνει ότι πρώτο μέλημα του Μητσοτάκη και των ανθρώπων του είναι να κρατήσουν τη ΝΔ ενωμένη. Εγινε μια εκλογική διαδικασία, κάποιοι κέρδισαν, κάποιοι έχασαν και όλοι χαράζουν πλέον τη νέα τακτική τους. Και οι κερδισμένοι και οι χαμένοι. Ετσι γίνεται πάντοτε στα αστικά κόμματα εξουσίας.
Ο Μητσοτάκης, για παράδειγμα, πρέπει να απαλλαγεί από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των ακροδεξιών. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να δώσει ρόλο στον Π. Μαντούβαλο, που ήταν «πρώτη μούρη στο Καβούρι» το βράδυ της Κυριακής, πάντα δίπλα στον Μητσοτάκη, ώστε να τον παίρνει ο τηλεοπτικός φακός. Μόλις τον περασμένο Ιούνη ο Μαντούβαλος καταδικάστηκε τελεσίδικα σε φυλάκιση τεσσάρων ετών για τη συμμετοχή του στο λεγόμενο παραδικαστικό κύκλωμα (υπόθεση Καλούση), οπότε θα είναι ένας εύκολος στόχος για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε μπορεί να δώσει όλα τα πόστα στην ακροδεξιά παρέα Γεωργιάδη, Βορίδη και σία, γιατί θα γίνει όμηρός τους. Θα φροντίσει να κάνει ανοίγματα προς όσους υποστήριξαν τον Μεϊμαράκη, προκειμένου να εξισορροπήσει τα πράγματα στη ΝΔ και να μπορεί αυτός να διοικεί ευκολότερα. Ούτε είναι δυνατόν ν’ ανοίξει πόλεμο κατά των καραμανλικών, γιατί μπορεί να έχασαν, όμως παραμένουν ισχυροί.
Ο Βαγγέλας φρόντισε να στείλει στον Μητσοτάκη την πρώτη προειδοποίηση να μην τολμήσει να επιβάλει την προσωπική του δικτατορία στο κόμμα (τη δικτατορία που θα επέβαλε ο Βαγγέλας, αν ήταν αυτός ο νικητής!). Και ο Μητσοτάκης, έχοντας γνώση των συσχετισμών, φρόντισε την επομένη να επισκεφτεί τον Καραμανλή στο γραφείο του και να φωτογραφιστεί σε στάση «αγκαλίτσες και φιλάκια» μαζί του, για να τον διαβεβαιώσει προφανώς, πίσω από τις κλειστές πόρτες, ότι δεν πρόκειται να θίξει τα «ιδιοκτησιακά» δικαιώματα των καραμανλικών στο κόμμα. Αλλά και ν' ακούσει τους όρους του, γιατί ο Καραμανλής δε θα έκανε αυτή τη συνάντηση αν δεν ήταν να υπαγορεύσει όρους στον Μητσοτάκη.
Γενικά, στα αστικά κόμματα εξουσίας πάντοτε λειτουργούν κέντρα και ομάδες, που ο εκάστοτε αρχηγός πρέπει να παίρνει υπόψη του, αν δε θέλει να του πριονίσουν την προεδρική καρέκλα πριν καλά-καλά καθήσει σ' αυτή. Αυτό ισχύει για κάθε αρχηγό, πολλώ δε μάλλον για τους αρχηγούς της περιόδου των «αναλώσιμων», που μπορεί να πάρουν πόδι με την πρώτη εκλογική ήττα. Ο Μητσοτάκης δεν είναι καμιά χαρισματική προσωπικότητα που μπορεί να δικτατορεύσει σ' ένα κόμμα σαν τη ΝΔ. Από τώρα και μετά δε θα έχει να κάνει με την κομματική βάση που τον ψήφισε, αλλά με τους μηχανισμούς. Με την κοινοβουλευτική ομάδα και τις διάφορες βαρονίες που πρέπει να τις ικανοποιήσει όλες.
Ακόμα και σε επίπεδο πολιτικής, ο Μητσοτάκης θα προσαρμοστεί στις ανάγκες ενός κόμματος που μέσω της αντιπολίτευσης θέλει να ξαναπάρει την πρωτιά και επομένως τη μερίδα του λέοντος στην επόμενη συγκυβέρνηση (με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη). Δεν μπορεί να είσαι στην αντιπολίτευση και να κάνεις κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ από τα δεξιά, από σκληρές νεοφιλελεύθερες θέσεις. Ο νεοφιλελευθερισμός θα μεταμφιεστεί σε «μεταρρυθμιτισμό» και θα περιτυλιχτεί με μπόλικη φιλολαϊκή χρυσόσκονη. Αλλιώς, το μόνο που θα έκανε η ΝΔ θα ήταν να βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ να ανακάμψει και να «ρουφήξει» σημαντικό μέρος των εκλογικών απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ.
O Mητσοτάκης άρπαξε την ευκαιρία και έγινε πρόεδρος της ΝΔ, ξεκινώντας σαν αουτσάιντερ στην κούρσα (όλοι θυμόμαστε ότι ο πρώτος γύρος παρουσιαζόταν σαν μονομαχία Μεϊμαράκη-Τζιτζικώστα με τους άλλους δύο να μην έχουν καμιά τύχη). Στόχος του τώρα είναι να γίνει πρωθυπουργός. Και για να γίνει πρωθυπουργός ξέρει πολύ καλά (ούτε ο ίδιος είναι πρωτάρης ούτε αυτοί που τον περιβάλλουν) πως δεν μπορεί να εμφανιστεί σαν… Τζήμερος. Ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει με συνέπεια το Μνημόνιο. Οι ιμπεριαλιστές δανειστές θα πιέσουν για στήριξη του Τσίπρα από την αντιπολίτευση, όπως πίεζαν τον Σαμαρά την περίοδο των Ζαππείων, μέχρι που τον ανάγκασαν να μπει στη συγκυβέρνηση Παπαδήμου. Τι γραμμή θα χαράξει ο Μητσοτάκης; Θα κατηγορεί τον Τσίπρα ότι δεν εφαρμόζει πιστά το Μνημόνιο; Μια τέτοια από τα δεξιά κριτική θα ήταν βούτυρο στο ψωμί του ΣΥΡΙΖΑ, που θα εμφανιστεί σαν… αντιστεκόμενος στους δανειστές. Από την άλλη, η ΝΔ δεν μπορεί να κάνει καθαρόαιμη κριτική από τα αριστερά στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν της ταιριάζει ως κόμμα (δε βρισκόμαστε και στην περίοδο 2000-2004), αλλά θα την έφερνε και σε αντίθεση με τους ιμπεριαλιστές δανειστές.
Πρέπει να περιμένουμε, λοιπόν, μια τακτική που θα πετάει τη μπάλα στην κερκίδα. Δηλαδή, θ' αφήνει απέξω τα ζητήματα ουσίας και θα φλυαρεί για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμούς, εστιάζοντας κυρίως στο «μεγάλο και σπάταλο κράτος». Μέσω αυτής της τακτικής, η ΝΔ θα εφευρίσκει λόγους για να καταψηφίζει τα μνημονιακά νομοσχέδια. Τι θα γίνει, όμως, στην περίπτωση που η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου χάσει την ισχνή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία; Τότε θ' αρχίσουν τα δύσκολα για τον Μητσοτάκη, καθώς θα πιεστεί να μπει σε οικουμενική.