Τα όρη και τα βουνά έχει πάρει η Φώφη, σε μια προσπάθεια να δείξει ότι η Δημοκρατική Συμπαράταξη δεν κατατρύχεται από «εσωστρέφεια», αλλά «συνομιλεί με το λαό» και «παρουσιάζει το πρόγραμμά της». Δεν πείθει κανέναν, όμως, καθώς το εσωτερικό μέτωπο παραμένει συνεχώς ανοιχτό, ενώ πέραν των γνωστών που συμμετέχουν στη ΔΗΣΥ (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, ΔΗΚΚΙ, Κινήσεις Πολιτών) δεν έχει γίνει καμιά κίνηση προσχώρησης (ουσιαστικά μόνο τον Λυκούδη με την παρέα του περιμένουν).
Δεν πάνε, βέβαια, καλύτερα τα πράγματα στην άλλη πλευρά της Κεντροαριστεράς, καθώς ο Θεοδωράκης δε διαλύει το Ποτάμι για να προσχωρήσει στην Ωρα Αποφάσεων των ΦλωΡαΔια, όμως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δε θα έδινε καμιά σημασία σ' αυτούς, αν δεν είχε ν' αντιμετωπίσει κάμποσους «δούρειους ίππους» μέσα στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι τυχαίο ότι τα αστικά έντυπα κατακλύζονται σε καθημερινή βάση από σεναριολογία για το τι σχεδιάζει το ένα ή το άλλο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, εμπλέκοντας και τον Λοβέρδο στους σχεδιασμούς που κάνει ο Βενιζέλος σε συνεργασία με τον Σαμαρά.
Ο Βενιζέλος είναι το «βαρύ όνομα» που φοβούνται οι Λαλιωτοσκανδαλίδηδες, και όχι η ομάδα των Ανδρουλάκη-Ξεκαλάκη, που την περιθωριοποίησαν με διοικητικά μέτρα χωρίς αυτή να μπορέσει να αντιδράσει. «Οποιος βλέπει μόνο την ανάγκη να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ και αδιαφορεί για τα υπόλοιπα, ουσιαστικά λέει στον κόσμο να ψηφίσει ΝΔ», έλεγε η Φώφη στην τελευταία συνεδρίαση της κεντρικής οργανωτικής επιτροπής συνεδρίου της ΔΗΣΥ, φωτογραφίζοντας τον Βενιζέλο. «Μετά από εκλογές χρειάζεται μία άλλη κυβέρνηση, ευρύτατης συνεργασίας όλων των δημοκρατικών δυνάμεων ευρωπαϊκού προσανατολισμού, με τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ να καλείται να μετάσχει, χωρίς να μπορεί να παρεμποδίσει ή να υπαγορεύσει τις εξελίξεις» απάντησε ο Βενιζέλος από το βήμα της Βουλής, κάνοντας έναν εύκολο γι' αυτόν ελιγμό. Πρέπει να γίνουν εκλογές αμέσως, να ηττηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και τότε να τον βάλουμε κι αυτόν στην κυβέρνηση, είναι το πρακτικό περιεχόμενο αυτής της άποψης, η οποία βέβαια δεν έχει καμιά πιθανότητα υλοποίησης. Γιατί ένας ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ θα επιλέξει να «αράξει» στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να αγρεύει τη δυσαρέσκεια που θα δημιουργεί η πολιτική της ΝΔ και των συμμάχων της. Το μόνο που μένει πρακτικά από την πρόταση Βενιζέλου είναι το «φύγετε, εκλογές τώρα», δηλαδή το ίδιο που λέει και η ΝΔ.
Μήπως έχει, όμως, περισσότερες πιθανότητες πρακτικής υλοποίησης η… ντιπ αμήχανη πρόταση που παρουσιάζει η Γεννηματά; «Αποδείχθηκε ότι κανένας μόνος του δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση με ασφάλεια. (…) Γι' αυτό επιμένουμε στην ανάγκη συνεννόησης για την επεξεργασία και υιοθέτηση μιας Εθνικής Γραμμής εξόδου από την κρίση και τα Μνημόνια. Η συνεννόηση των δημοκρατικών δυνάμεων και μια ισχυρή, βιώσιμη Κυβέρνηση ευρύτατης Κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και λαϊκής στήριξης, είναι προϋπόθεση για την ενίσχυση της αξιοπιστίας και της διαπραγματευτικής ικανότητας της χώρας. Και είναι το κλειδί για να σπάσουμε τα δεσμά των μνημονίων». Είναι τόσο ασαφής αυτή η πρόταση (δε διευκρινίζει καν αν αναφέρεται στην παρούσα Βουλή ή προϋποθέτει εκλογές), που η ίδια η Γεννηματά αισθάνεται την ανάγκη να κλείσει με μια κορόνα: «ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αρνούνται ακόμη αυτή την αναγκαιότητα. Θα τους την επιβάλουμε. Η συνεννόηση είναι και αναγκαία και εφικτή». Και γέλασε κάθε πικραμένος, αναλογιζόμενος: πώς θα επιβάλει το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ να συνεργαστούν;
Το πραγματικό ερώτημα που τίθεται δεν αφορά το ευρύτερο πολιτικό σκηνικό (ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ μια χαρά έχουν οριοθετήσει τη σχέση τους, οργανώνοντας καθημερινά κοκορομαχίες, θεωρώντας ότι η λεγόμενη Κεντροαριστερά είναι σαν να μην υπάρχει), αλλά το στενό σκηνικό της Κεντροαριστεράς, όπου ηγέτες και ηγετίσκοι τραβούν ο καθένας ή σε μικρές παρέες το δρόμο τους, ενώ κυριαρχεί η ίντριγκα, ο αποπροσανατολισμός και το παρασκήνιο. Περιττεύει να πούμε ότι αυτή η εικόνα λειτουργεί και υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ (που πασχίζει να συγκρατήσει τη διαρροή πρώην πασόκων ψηφοφόρων) και υπέρ της ΝΔ (που μπορεί και εμφανίζεται σαν η μοναδική αξιόπιστη εναλλακτική λύση εξουσίας). Κι όπως είναι γνωστό, στη μάζα των ταλαντευόμενων ψηφοφόρων πιάνει πολύ η έννοια της πολιτικής σταθερότητας, έστω κι αν αυτή εξασφαλίζεται από το «μη χείρον».








