Οπως γίνεται κάθε φορά που ξεσπά μια κρίση που αγγίζει τη δράση μυστικών υπηρεσιών, βγαίνουν τα μεγάλα μαχαίρια κι αρχίζουν τα πισώπλατα μαχαιρώματα μεταξύ πρακτόρων, αλλά και «λόμπι» (πολιτικών, επιχειρηματικών, εκδοτικών). Ιδού το παράδειγμα της περιβόητης πλέον «ομάδας OLAF». Εν αρχή ήταν ένα δημοσίευμα της φιλοκυβερνητικής «Καθημερινής», που έλεγε τα εξής:
«Ολα άρχισαν λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, όταν η τότε κυβέρνηση αποφάσισε τη συγκρότηση μιας “ομάδας” με αντικείμενο τις παρακολουθήσεις τηλεφώνων… Η OLAF συγκροτήθηκε επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη στο πλαίσιο της ΕΥΠ και υπαγόταν απευθείας στον διοικητή της, τελώντας φυσικά υπό τον πολιτικό έλεγχο του υπουργείου Δημόσιας Τάξεως. Κατά τη συγκρότησή της, η ΕΥΠ ζήτησε και τη συμμετοχή στην ομάδα ενός αξιωματικού του Στρατού Ξηράς, ο οποίος να σημειωθεί ότι είχε αποσπαστεί στην Υπηρεσία από το 1998 και ο οποίος τα έτη 1992 και 1993 είχε μετεκπαιδευτεί στην Αγγλία. Το ΥΕΘΑ συναίνεσε, η ομάδα άρχισε να λειτουργεί και έδρασε στην περίοδο πριν και κατά τους Αγώνες, παρακολουθώντας τηλέφωνα. Λίγο μετά τους Αγώνες, έπρεπε να διαλυθεί, όπως ήδη από τη σύστασή της προβλεπόταν. Ομως η ομάδα OLAF δε διαλύθηκε. Αντιθέτως, συνέχισε να βρίσκεται σε πλήρη δράση, πιθανότατα παρακολουθώντας πλέον όχι μόνον ντόπιους “αντιεξουσιαστές” ή ξένους υπόπτους για τρομοκρατία, αλλά, όπως αναφέρουν πηγές του ΥΕΘΑ, και πολλούς άλλους. Εκείνη ήταν η στιγμή, που ένας μυστικός πόλεμος ξέσπασε ανάμεσα στα δυο υπουργεία: Το Εθνικής Αμυνας και το Δημοσίας Τάξεως. Αμέσως μετά το τέλος των Αγώνων, το ΥΕΘΑ ζήτησε τη λήξη της απόσπασης του αξιωματικού του ΓΕΣ και την επιστροφή του στην οργανική του υπηρεσία. Κι αυτό, όπως αναφέρουν οι πηγές του υπουργείου, για δύο λόγους: Ο πρώτος, και πιο βασικός, ήταν ότι το αντικείμενο είχε πλέον εκλείψει και συνεπώς η ύπαρξη της ομάδας δεν ήταν πλέον μόνον αναίτια, αλλά και επικίνδυνη. Ο δεύτερος ήταν ότι αξιωματικοί του ΓΕΣ είχαν παρακολουθήσει όλον αυτό τον καιρό τη δράση της ομάδας OLAF και ειδικά του συνάδελφού τους αξιωματικού και είχαν με ασφάλεια, όπως λένε οι πηγές, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εκείνος ενεργούσε πολύ πέραν των αρμοδιοτήτων του. Ο στόχος ήταν λοιπόν να τον σταματήσουν το γρηγορότερο δυνατό και να τον απομακρύνουν. Δεν τα κατάφεραν. Σύμφωνα με τις πιο πάνω πηγές, το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και η ΕΥΠ αντέδρασαν στο σχετικό επίσημο αίτημα, λέγοντας ότι ο αξιωματικός τούς είναι “απαραίτητος” και ότι είναι ο “καλύτερος σε αυτήν τη δουλειά”».
Στη συνέχεια ήρθε ο Ρουσόπουλος με μια ψευτοδιάψευση που έλεγε ότι δεν υπάρχει ομάδα OLAF και ότι η OLAF είναι υπηρεσία της ΕΕ που ασχολείται με τη δίωξη του οικονομικού εγκλήματος (και χιούμορ ο Θοδωρής που έγινε Θεόδωρος). Και βέβαια, όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι αναγνώστες της «Κόντρας» από δημοσιεύματά μας με άλλη θεματολογία, OLAF ονομάζεται το Γραφείο Καταπολέμησης της Απάτης της ΕΕ, με έδρα τις Βρυξέλλες. Υπήρχε, όμως, ή δεν υπήρχε «ομάδα OLAF» στις μυστικές υπηρεσίες; Η μισοδιάψευση του Ρουσόπουλου μετατράπηκε σε επιβεβαίωση από τον Βουλγαράκη. Μιλώντας στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ο Βουλγαράκης επιβεβαίωσε την ύπαρξη τέτοιας ομάδας (άτυπα πήρε αυτό το όνομα, ποιος ξέρει γιατί), με επικεφαλής τον ταγματάρχη Σ. Κατσούλη, που κάποια στιγμή η κυβέρνηση πήγε να τον απομακρύνει, αυτός δεν έφευγε με τίποτα, στην υπόθεση ενεπλάκησαν βουλευτές του ΠΑΣΟΚ κ.λπ. κ.λπ. Η «Καθημερινή» επανήλθε γράφοντας ότι ο εν λόγω αξιωματικός διαχειρίστηκε πάνω από 1,7 εκατ. Ευρώ για να εξοπλίσει την ομάδα του με προηγμένο κατασκοπευτικό υλικό για υποκλοπές στη διάρκεια της Ολυμπιάδας κ.λπ.
Μορεί κανείς να δίνει βάση στα λεγόμενα κυβέρνησης και λοιπών εμπλεκόμενων;