«Πριν από 3-4 χρόνια ήρθε σε επαφή μαζί μου ο κ. Αλέξανδρος Λέτσας, ο οποίος με ερώτησε εάν είχα γνωστούς οι οποίοι διαθέτουν κεφάλαια στην ημεδαπή και θα ήθελαν να τα λάβουν στην αλλοδαπή, διότι είχε ανάγκη χρημάτων για διάφορες επενδύσεις του στην Ελλάδα… Προκειμένου να εξυπηρετήσω τον κ. Λέτσα ανεζήτησα ανθρώπους οι οποίοι θα ήθελαν χρήματα στο εξωτερικό έναντι καταβολής στην Ελλάδα του ισόποσού των. Πράγματι αποτάθηκα στον κοινωνικώς γνωστό μου κ. Τυρογαλά, αλλά και στον επαγγελματικώς γνωστό μου κ. Ράμμο. Αυτοί μου έδωσαν τους λογαριασμούς τους στο εξωτερικό… Αυτό που εγνώριζα ήταν ότι τα χρήματα ανήκαν στον κ. Λέτσα, ο οποίος τα εισήγαγε τμηματικώς για προσωπικές του επενδύσεις».
του χρηματιστή Σάββα Γιαννακάκη
προς τον εισαγγελέα Π. Αθανασίου
(25.6.08)
Προσέξτε πόσο απλά και κυνικά περιγράφει τα πράγματα ένας από τους γνωστότερους χρηματιστές που έχουν εμπλακεί στη διαδικασία «ξεπλύματος» του χρήματος που διοχετευόταν για μίζες από τη Siemens. Τον βρήκε ο Λέτσας και του είπε ότι είχε κεφάλαια στο εξωτερικό για να τα διαθέσει για επενδύσεις στην Ελλάδα και ζητούσε ανθρώπους που να ήθελαν τα κεφάλαιά τους να κάνουν την αντίστροφη διαδρομή (από την Ελλάδα στο εξωτερικό), ώστε να γίνει η τράμπα. Ο χρηματιστής δεν αναρωτήθηκε τι σόι επενδύσεις είν’ αυτές που θέλει να κάνει ο Λέτσας και δεν φέρνει τα κεφάλαια νόμιμα, για να εισπράξει και τις επιδοτήσεις που προβλέπονται από το λεγόμενο αναπτυξιακό νόμο, αλλά θέλει να τα φέρει στη ζούλα. Ούτε σκέφτηκε ότι τα κεφάλαια που θα έβγαιναν από την Ελλάδα και θα πήγαιναν σε κάποια ελβετική τράπεζα, σε ανταλλαγή αυτών που θα έφερνε στην Ελλάδα ο Λέτσας, θα διέπραταν τουλάχιστον το αδίκημα της φοροδιαφυγής (γιατί μπορεί πίσω τους να κρύβονταν πολύ μεγαλύτερα αδικήματα, ότι μπορεί να προέρχονταν από καθαρά παράνομες δραστηριότητες, όπως εμπόριο ναρκωτικών, κυκλώματα πορνείας κ.λπ.). Και βέβαια, και ο εν λόγω χρηματιστής, όπως και οι άλλοι που μπλέχτηκαν σ’ αυτή την υπόθεση, δεν πήρε μία για τις υπηρεσίες του. Εξυπηρέτηση έκανε ο άνθρωπος, δίνοντας ένα λογαριασμό του στο εξωτερικό, εισπράττοντας τα χρήματα και παραδίδοντάς τα στο ακέραιο σε μετρητά στους ανθρώπους του Χριστοφοράκου.
Στην προ ευρώ και προ ΕΟΚ εποχή του ελληνικού καπιταλισμού, μια εποχή που το ελληνικό χρηματιστήριο έκανε τζίρους της πλάκας και δεν υπήρχε στο διεθνή χάρτη, οι χρηματιστές ασχολούνταν με το ευγενές σπορ της παράνομης εξαγωγής κεφαλαίων. Είχαν τη δική τους συνεισφορά στο φούσκωμα των λογαριασμών της ελληνικής αστικής τάξης στις ελβετικές τράπεζες. Με το αζημίωτο βέβαια. Γι’ αυτό και ήταν πανέτοιμοι να «εξυπηρετήσουν» και το κύκλωμα των μιζών. Είχαν την τεχνογνωσία.
Ομως, δεν ήταν μόνο ο παράνομος τρόπος εξαγωγής κεφαλαίων προς το εξωτερικό, μέσω των καναλιών που είχαν ανοίξει οι χρηματιστές. Υπήρχαν και άλλοι, νόμιμοι τρόποι. Για παράδειγμα, μέσω των υπερτιμολογήσεων στην αγορά εξοπλισμού, πρώτων και βοηθητικών υλών. Οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις που αποτελούσαν τους προμηθευτές των ντόπιων καπιταλιστών ευχαρίστως τους έκαναν την εξυπηρέτηση να φουσκώσουν κάποια τιμολόγια, ώστε η διαφορά από την πραγματική τιμή να πάει στον προσωπικό λογαριασμό των καπιταλιστών σε κάποια ελβετική τράπεζα.
Και βέβαια, υπήρχε η πατέντα της πώλησης know how και της πληρωμής royalties, με τις οποίες το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο εξήγαγε μεγάλο μέρος της υπεραξίας που «άφηναν» οι εργάτες της Ελλάδας, βολεύοντας και τους έλληνες συνεργάτες του. Φουσκώνοντας λίγο τα κέρδη που εξάγονταν μ’ αυτό το νόμιμο τρόπο και που παρουσιάζονταν σαν δαπάνες, έβγαινε και μέρος των κερδών των ντόπιων καπιταλιστών, για να μεγαλώσει τους λογαριασμούς τους στις ξένες τράπεζες.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, χρόνια σχετικά γοργής ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, οι καπιταλιστές ειδικεύτηκαν στο ευγενές σπορ των θαλασσοδανείων. Οχι μόνο από τις τράπεζες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν υπό κρατικό έλεγχο, αλλά και από το ίδιο το κράτος, που δημιούργησε γι’ αυτούς ειδικές συνθήκες δανεισμού, στο όνομα της «ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας». Ετσι καταβρόχθισαν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία δεσμεύονταν υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος, άτοκα ή (μετά από αρκετά χρόνια) με επιτόκια κάτω και από το επιτόκιο για καταθέσεις ταμιευτήριου.
Στους διάφορους κύκλους της κρίσης, όταν κάποιοι κλάδοι κλονίζονταν, οι καπιταλιστές δεν έδειχναν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις επιχειρήσεις τους. Τις άφηναν στο έλεος του διεθνούς ανταγωνισμού. Το μόνο για το οποίο «σκοτώνονταν» είναι να μεγαλώσουν τα χρέη των επιχειρήσεων, με τρόπο ευθέως ανάλογο προς το μεγάλωμα των λογαριασμών τους στις ελβετικές τράπεζες. Δανείζονταν οι επιχειρήσεις και τα λεφτά πήγαιναν στους προσωπικούς τους λογαριασμούς. Κι όταν οι επιχειρήσεις έφτασαν στο μη παρέκει, τις φόρτωσαν στο κράτος, εισπράττοντας και αποζημιώσεις από πάνω. Από αυτή την τακτική, διαχρονική τακτική, πριν και μετά τη χούντα, βγήκε η παροιμιώδης φράση «οι επιχειρήσεις λιμοκτονούν, οι επιχειρηματίες ευημερούν».
Αυτά είναι μερικά από τα κατορθώματα της κομπραδόρικης ελληνικής αστικής τάξης, που πρέπει να τα έχουμε υπόψη μας όταν παρακολουθούμε το ξέσπασμα σκανδάλων, όπως αυτό της Siemens. Το πολιτικό προσωπικό, οι κάστες που «κόσμησαν» το κοινοβούλιο και τα υπουργικά γραφεία, δέθηκε με την ολιγαρχία των καπιταλιστών όπως το νύχι με το κρέας. Η συμπεριφορά τους ήταν καθαρά ληστρική. Ληστρική με αεριτζίδικο τρόπο. Ο,τι αρπάξουμε σήμερα, αύριο έχει ο θεός…
Ρήμαξαν τον τόπο. Λεηλάτησαν τις πλουτοπαραγωγικές του πηγές. Γονάτισαν το λαό, που ποτέ δεν είδε άσπρη μέρα. Γέμισαν τα σκλαβοπάζαρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού κυρίως με αγροτόπαιδα που ξεκληρίζονταν βίαια. Φτάσαμε στο σημείο οι έλληνες εργάτες να έχουν ως πρότυπο όχι μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, κοινωνίες εκμετάλλευσης επίσης, με ένα καλύτερο μεροκάματο και καλύτερες κοινωνικές παροχές.
Απ’ αυτούς τους λησταρχαίους και τα τσιράκια τους περιμένουμε «κάθαρση», «διαφάνεια», «εντιμότητα»; «Φωτιά και τσεκούρι», που έλεγε ο Κολοκοτρώνης.