Είναι πραγματικά για γέλια η συνδικαλιστική γραφειοκρατία που από τη μια κήρυξε απεργία για την Πρωτομαγιά και από την άλλη καταγγέλλει την κυβέρνηση που δεν μετέθεσε την αργία από την Κυριακή του Πάσχα στις 11 Μάη. Ο Πολυζωγόπουλος, βλέπετε, είχε την προσωπική διαβεβαίωση του Παναγιωτόπουλου για τη μεταφορά της αργίας και βρέθηκε μπροστά σε έκπληξη όταν αυτή η διαβεβαίωση δεν έγινε πράξη. Αμέσως μετά την πρώτη έκπληξη, όμως, η ενέργεια αυτή της κυβέρνησης αξιοποιήθηκε ως μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να βγει πολιτική υπεραξία υπέρ του ΠΑΣΟΚ.
Η κυβέρνηση έχει πάρει σωρεία αντιλαϊκών αποφάσεων με τελευταία την αύξηση των έμμεσων φόρων. Ουδέποτε έγινε τόσος θόρυβος από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τον φιλοπασοκικό Τύπο, όπως στην περίπτωση της μη μετάθεσης της αργίας της Πρωτομαγιάς. Επί μια βδομάδα ασχολούνται μόνο μ’ αυτό το θέμα, έρχονται και επανέρχονται, ενώ με τα φορομπηχτικά μέτρα ο Τύπος ασχολήθηκε καναδυό μέρες και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία «καθάρισε» με ένα δελτίο Τύπου.
Είναι φανερό ότι έχουμε μια εκστρατεία πολιτικής σπέκουλας απέναντι σε μια κυβέρνηση που ενεργεί σπασμωδικά, χωρίς καν να έχει «σφίξει» το εσωτερικό της μέτωπο. Τί προσδοκούσε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία από την κήρυξη επίσημης αργίας στις 11 Μάη; Λίγο περισσότερο κόσμο στις συγκεντρώσεις της. Συνηθισμένη σ’ αυτή την τακτική χρόνια τώρα, είχε εναποθέσει τις ελπίδες της στην κυβέρνηση. Οταν είδε ότι αυτό φέτος δεν γινόταν, το γύρισε προσπαθώντας να βγάλει πολιτική υπεραξία και να ενεργοποιήσει αντιδεξιά ανακλαστικά, μπας και καταφέρει μ’ αυτό τον τρόπο να μαζέψει λίγο κόσμο στις έτσι κι αλλιώς αναιμικές της συγκεντρώσεις (το ΠΑΜΕ του Περισσού δεν είχε αυτό το πρόβλημα, γι’ αυτό και δεν προσχώρησε στο καταγγελτικό μέτωπο, αλλά προσπάθησε να βγάλει τη δική του υπεραξία καταγγέλλοντας τις κυρίαρχες φατρίες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας). Είναι ο αστικός Τύπος που έδωσε γραμμή στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η οποία στην αρχή έδειχνε αιφνιδιασμένη. Η γραμμή ήταν εξαιρετικά απλή: ναι μεν εμείς κηρύσσουμε πάντοτε απεργία, αλλά οι κυβερνήσεις που σέβονται τους εργαζόμενους είναι υποχρεωμένες να δίνουν την αργία, τιμώντας μ’ αυτό τον τρόπο την εργατική πρωτομαγιά!
Από την πλευρά της η κυβέρνηση ενήργησε για μια ακόμη φορά σαν μαθητευόμενος μάγος, καταφέρνοντας για μια ακόμη φορά να βάλει αυτογκόλ. Αποκάλυψε για μια ακόμη φορά ότι δεν έχει επεξεργασμένη σε όλες τις λεπτομέρειές της τακτική και δεν έχει βρει το κατάλληλο μίγμα νεοφιλελευθερισμού-λαϊκισμού με το οποίο θα πορευτεί από εδώ και πέρα.
Εκείνο που πρυτάνευσε στην κυβερνητική σύσκεψη η οποία πολύ νωρίς είχε αποφασίσει τη μη μετάθεση της αργίας ήταν η πρόθεση να στείλει ένα θετικό μήνυμα στην κεφαλαιοκρατία και ταυτόχρονα ένα μήνυμα σκληρότητας στους εργαζόμενους. Μια τέτοια απόφαση, όμως, δεν την κρατάς κρυφή. Τη δημοσιοποιείς αμέσως, ενεργοποιείς τους μηχανισμούς προπαγάνδας που διαθέτεις και βάζεις όλο το πολιτικό σου προσωπικό να τη στηρίξει. Δεν αφήνεις τον Παναγιωτόπουλο να το παίζει… εργατιστής, ούτε τον Ανδρεουλάκο να βγάζει εκείνη τη γελοία εγκύκλιο για τις «διευκολύνσεις» στους δημόσιους υπαλλήλους, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε κακήν κακώς. Και βέβαια, έχεις φροντίσει να συμμαζέψεις όσο μπορείς τα κορυφαία στελέχη της δικής σου συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (όπως και την κοινοβουλευτική ομάδα), να τους κάνεις το σχετικό φροντιστήριο και να τα εφοδιάσεις με προπαγανδιστικά επιχειρήματα. Με δυο λόγια, φτιάχνεις ένα σχέδιο παρέμβασης, έχοντας προβλέψει ότι οι πολιτικοί σου αντίπαλοι θα σπεκουλάρουν.
Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έκανε τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά. Κράτησε κρυφή την απόφασή της, την ανακοίνωσε την τελευταία στιγμή, τα σκάτωσε με τις «διευκολύνσεις» στο δημόσιο κι όταν ξέσπασε η αντιπολιτευτική μπόρα όχι μόνο δεν είχε σχέδιο αντιμετώπισής της, αλλά βρέθηκε χωρίς εσωτερική συνοχή, καθώς στις αντιπολιτευτικές φωνές προστέθηκαν και δικά της συνδικαλιστικά στελέχη και βουλευτές και υπουργοί που προσπαθούσαν να βγάλουν την ουρά τους απέξω.
Είναι φανερό ότι η ΝΔ παραδέρνει σε μια αντίφαση. Ετσι όπως έχουν τα πράγματα στον ελληνικό καπιταλισμό, πρέπει να ασκήσει μια σκληρή αντιλαϊκή πολιτική. Από την άλλη, δεν θέλει να έχει την τύχη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που έμεινε στην εξουσία μόλις τρία χρόνια και έκτοτε αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή για κάθε αστική κυβέρνηση. Ο Καραμανλής θέλει από τη μια να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και από την άλλη να ξανακερδίσει τις εκλογές, έστω και αν χρειαστεί να τις κάνει πρόωρα. Είναι σαν να προσπαθεί να κρατήσει δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη. Τα μέτρα που παίρνει δεν έχουν καμιά σχέση με τα όσα έταζε προεκλογικά, αλλά δεν έχουν και καμιά συνοχή, δεν δείχνουν καν ότι υπακούουν σε ένα σχέδιο. Δεν έχει καταφέρει καν να προβάλει ένα ψευτοόραμα στους ψηφοφόρους, όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ, πότε με την ΟΝΕ και πότε με την Ολυμπιάδα. Ο Καραμανλής αναγκάζεται να κρατάει στην κυβέρνηση μια σειρά «λαϊκιστές», που κανονικά θα έπρεπε να τους είχε βάλει στη μπάντα, γιατί του κάνουν ζημιά προπαγανδιστικά. Και μέχρι στιγμής έχει ανοίξει μόνο το δημοσιονομικό μέτωπο, χωρίς να έχει αγγίξει έστω το εργασιακό, για το οποίο δέχεται μεγάλες πιέσεις από την κεφαλαιοκρατία.
Η γκάφα της πρωτομαγιάτικης αργίας, λοιπόν, ήρθε σαν λογικό επακόλουθο αυτής της αντίφασης. Τί μένει επί της ουσίας; Μα το ότι στο τέλος κερδίζουν… οι κακοί. Μπορεί η κυβέρνηση να έγινε ρόμπα για μια ακόμα φορά, όμως εκείνο που άκουσε ήταν το μήνυμα των καπιταλιστών (που δεν ήθελαν να πληρώσουν ένα μεροκάματο) και όχι των συνδικαλιστών της.