«Συζητήσαμε επίσης και για τα επόμενα βήματα. Η Ελλάδα επεξεργάζεται τα επόμενα βήματα και η Ελλάδα βρίσκεται σε επαφή με την τρόικα και επ’ αυτού είναι σαφές ότι υπάρχουν διάφορες ευχάριστες εξελίξεις που πρέπει να επιβεβαιωθούν. Θα υπάρξουν σίγουρα τις επόμενες βδομάδες διαβουλεύσεις για τα επόμενα βήματα».
Ανγκελα Μέρκελ, Βερολίνο, 23.9.2014
«Η διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, συναντήθηκε σήμερα με τον υπουργό Οικονομικών της Ελλάδας, Γκίκα Χαρδούβελη, τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα και τους συνεργάτες τους για να συζητήσουν την πρόοδο του προγράμματος και τα ενδεχόμενα επόμενα βήματα. Η κ. Λαγκάρντ συνεχάρη τις ελληνικές Αρχές για τη σημαντική πρόοδο στο δημοσιονομικό τομέα και συνέστησε στην Ελλάδα να εφαρμόσει αποφασιστικά κρίσιμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ευθυγραμμισμένες με τις δεσμεύσεις του προγράμματος. Επανέλαβε τη δέσμευση του Ταμείου για την υποστήριξη της Ελλάδας στην προσπάθεια συνέχισης επίτευξης των στόχων του προγράμματος».
Ανακοίνωση ΔΝΤ, Ουάσιγκτον, 12.10.2014
«Χρειάζεται περισσότερη πρόοδος σε ορισμένους τομείς. Καλούμε τις ελληνικές αρχές να προχωρήσουν στις αναγκαίες δράσεις για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Οταν τα συμπεράσματα από την αξιολόγηση θα είναι πιο καθαρά, τότε θα συζητηθούν οι διαδικασίες για το τι θα ακολουθήσει μετά την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος».
Γερούν Ντεϊσελμπλούμ, Βρυξέλλες, 13.10.2014
Μέσα σ’ ένα εικοσαήμερο, οι εκπρόσωποι των τριών βασικών οικονομικών ιμπεριαλιστικών κέντρων εξέφρασαν δημόσια την άποψή τους για το τι μέλλει γενέσθαι σχετικά με την προσπάθεια «εξόδου από το Μνημόνιο» και «απεμπλοκής από την εναπομένουσα χρηματοδότηση του ΔΝΤ», που στην Ελλάδα εμφανίζονται ως το δίπτυχο της νέας Μεγάλης Ιδέας, για την οποία αγωνίζονται νυχθημερόν ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος, ο Χαρδούβελης, ο Στουρνάρας. Σε ελεύθερη απόδοση, η τοποθέτηση της Μέρκελ, της Λαγκάρντ και του Ντεϊσελμπλούμ (ως προέδρου του Eurogroup) είναι: «κάντε τα μαθήματά σας, ολοκληρώστε ό,τι έχετε αναλάβει στο πλαίσιο του προγράμματος και αφού σας ελέγξει η τρόικα και σας βρει εντάξει, ελάτε να συζητήσουμε ό,τι άλλο θέλετε». Κανονικό φτύσιμο, δηλαδή, που δεν κρύβεται πίσω από τη διπλωματική φινέτσα.
Οπως εύκολα μπορεί να διακρίνει ο καθένας με μια απλή ανάγνωση των δηλώσεων που παραθέσαμε, δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε έξοδο από το Μνημόνιο, αποχώρηση του ΔΝΤ και της τρόικας και τα παρόμοια.
Υπάρχουν και άλλα δεδομένα, όμως. Πρώτη η Λαγκάρντ, πριν δεχτεί στο γραφείο της τους Χαρδούβελη, Στουρνάρα και Παπασταύρου, για να της υποβάλουν (υποτίθεται) το αίτημα απεμπλοκής από τον εναπομένοντα δανεισμό του ΔΝΤ και να κάνουν την πρώτη συζήτηση μέσα σ’ ένα μισάωρο, άδειασε δημόσια τον Σαμαρά που είχε πει στο Bloomberg ότι αισθάνεται σίγουρος πως η Ελλάδα «μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τις αγορές ομολόγων τα επόμενα χρόνια». «Πιστεύουμε ότι για να προχωρήσει μπροστά η χώρα και προκειμένου να αποδίδει διαρκώς ένα θετικό αποτέλεσμα, θα ήταν κατά τη γνώμη μας σε καλύτερη θέση αν είχε προληπτική στήριξη».
Ακολούθησε ο Ντεϊσελμπλούμ, ο οποίος προσερχόμενος στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, μια μέρα μετά τη συνάντηση των Χαρδούβελη-Στουρνάρα-Παπασταύρου με τη Λαγκάρντ, φρόντισε να δηλώσει ότι «πριν από το τέλος του έτους θα κάνουμε νέους υπολογισμούς σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, προκειμένου να δούμε ποιες είναι οι χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2015 και τα επόμενα χρόνια». Το ξέκοψε, δηλαδή, ότι το τι θα γίνει δε θα το αποφασίσει μονομερώς η ελληνική κυβέρνηση, αλλά θα το αποφασίσουν το Eurogroup, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ. Μετά το τέλος του Eurogroup επανήλθε, «δίνοντας» στεγνά τον Χαρδούβελη: «Νομίζω ότι ήταν ξεκάθαρο από την σημερινή μας συζήτηση, ότι υπάρχει μια ισχυρή συναίνεση στο γεγονός ότι η έξοδος θα πρέπει να θεωρηθεί από όλους τους εταίρους ως βιώσιμη και αξιόπιστη. Συνεπώς ανεξαρτήτως του πώς θα σχεδιαστεί – αυτό θα το κουβεντιάσουμε αργότερα – θα πρέπει να είναι μια “συνετή έξοδος”. Αυτήν την έκφραση χρησιμοποίησε ο έλληνας υπουργός και νομίζω ότι αυτό είναι το σωστό».
Ο Ντεϊσελμπλούμ δε δίστασε να ευθυγραμμιστεί με τη Λαγκάρντ, δηλώνοντας ότι «η υιοθέτηση προληπτικής γραμμής πίστωσης είναι μια εναλλακτική λύση», σπεύδοντας να συμπληρώσει ότι αυτή (η προληπτική γραμμή πίστωσης) «θα πρέπει να συνοδεύεται από όρους και προϋποθέσεις». Απαντώντας σε ερώτημα για το ενδεχόμενο να γίνουν εκλογές και να αλλάξει η κυβέρνηση στην Ελλάδα, ο πρόεδρος του Eurogroup απάντησε με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου: «Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, αλλά υπάρχουν κανόνες. Το βασικό για την Ελλάδα είναι το πώς θα σχεδιάσει την έξοδο για την επόμενη μέρα». Είναι, προφανώς, κι αυτός ενημερωμένος για τις εγγυήσεις που έχει προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου να επιθυμούσε μια –συγκαλυμμένη έστω– δόση κινδυνολογίας (κατά το πρότυπο των δύο προεκλογικών περιόδων του 2012), όμως ο Ντεϊσελμπλούμ, απηχώντας το κλίμα που υπάρχει στις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές πρωτεύουσες, δεν της έκανε τη χάρη να κινδυνολογήσει σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ και της πιθανότητας πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα. Αυτό το βάρος θα πρέπει να το σηκώσει μόνος του ο Σαμαράς (ο Βενιζέλος είναι πια ανύπαρκτο πολιτικό μέγεθος και μάλλον ζημιά κάνει στο κυβερνητικό δίδυμο όταν κινδυνολογεί), αλλά χωρίς στήριξη «απ’ έξω» μπορούμε να καταλάβουμε ότι η αποτελεσματικότητά του θα είναι εξαιρετικά μειωμένη σε σχέση με το 2012. Αλλωστε, τότε έπαιζε το σενάριο «ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να μας βγάλει από το ευρώ», ενώ τώρα αυτό το σενάριο πέθανε και αντικαθίσταται από το σενάριο «ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει εκλογές στο μέσον μιας κρίσιμης εθνικής διαπραγμάτευσης».
Ο Ντεϊσελμπλούμ φρόντισε ακόμη να καταστήσει σαφές ότι σε κάθε περίπτωση «είναι πρόωρη η συζήτηση, καθώς προτεραιότητά μας είναι να ολοκληρώσουμε την πέμπτη αξιολόγηση. Δεν έχουμε ακούσει επισήμως από την Ελληνική κυβέρνηση πώς βλέπουν την κατάσταση να εξελίσσεται μετά την 1η Ιανουαρίου. Νοέμβριο και Δεκέμβριο θα συζητήσουμε το μέλλον».
Οι «αγορές» ετοιμάζονται
Στο μεταξύ, για να συμπληρωθεί το παζλ των εξελίξεων, πρέπει να σημειωθεί ότι οι «αγορές» από τη Δευτέρα άρχισαν να ξανανεβάζουν τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων. Η θεωρία του Χαρδούβελη, ότι η προηγούμενη άνοδος (πριν από δύο εβδομάδες) οφειλόταν στο γεγονός ότι ένας μεγάλος «θεσμικός επενδυτής» ξεφορτώθηκε τα ελληνικά ομόλογα που κατείχε και γι’ αυτό το φαινόμενο ήταν καθαρά συγκυριακό, έγινε σκόνη. Γι’ αυτό και επιστρατεύθηκε νέα θεωρία: «οι αγορές ανησυχούν από την πολιτική αστάθεια που προκαλεί ο ΣΥΡΙΖΑ απειλώντας με εκλογές». Γελοιότητες, δηλαδή. Οι «αγορές», δηλαδή οι τοκογλύφοι του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, βλέπουν τον Σαμαρά να διακηρύσσει ότι η Ελλάδα δε χρειάζεται και δε θα πάρει τις συμφωνημένες από το ΔΝΤ δόσεις του 2015 και του πρώτου τριμήνου του 2016 και ετοιμάζονται να υποδεχτούν τον «πελάτη», ανεβάζοντας φυσικά τα επιτόκια, όπως θα έκανε κάθε έμπορος που θα αισθανόταν ότι υπάρχει εναγώνια ζήτηση για τα προϊόντα του. Με εκλογές ή χωρίς εκλογές, αυτή θα ήταν η λογική αντίδραση των τοκογλύφων που βλέπουν ένα κράτος να διακηρύσσει εκ των προτέρων ότι θα προσφύγει σ’ αυτούς για να δανειστεί τουλάχιστον 20-25 δισ. ευρώ την επόμενη διετία. Τα υπόλοιπα είναι για εσωτερική κατανάλωση.
Τέλος, ο διοικητής των EFSF-ESM Κλάους Ρέγκλινγκ κατέστησε σαφές τη Δευτέρα ότι τα 11 δισ. ευρώ που παραμένουν στο ΤΧΣ, στο βαθμό που δε χρειαστούν για νέα δόση ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, μετά τα αναμενόμενα stress tests της ΕΚΤ, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους λόγους, παρά μόνο μετά από απόφαση του ΔΣ του EFSF, ενδεχομένως και κάποιων εθνικών κοινοβουλίων. Την ίδια μέρα, «κυβερνητικές πηγές στο Λουξεμβούργο» (λέγε με Γιούνκερ δηλαδή) ανέφεραν ότι για την Ελλάδα θα ήταν προτιμότερο ό,τι περισσέψει από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μετά τα stress tests να μην επιστραφεί στον EFSF (για να μειωθεί ισόποσα το χρέος), αλλά να παραμείνει ως «μαξιλάρι ασφαλείας». Οι ίδιες «πηγές» δεν παρέλειψαν να τονίσουν ότι αυτή τη στιγμή προτεραιότητα για την Ελλάδα είναι η ολοκλήρωση του «προγράμματος» και το κλείσιμο της πέμπτης αξιολόγησης από την τρόικα. «Η Ελλάδα πρέπει να αποδείξει ότι προχωρά μόνη της και ότι οι μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται, γιατί οι Ελληνες έχουν κατανοήσει την αξία τους», έλεγαν με νόημα οι εκ Λουξεμβούργου «πηγές».
Προεκλογικό παιχνίδι
Ουδείς στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον, όπως φαίνεται καθαρά απ’ όσα παραθέσαμε παραπάνω, ασχολείται στα σοβαρά με όσα λέγονται και γράφονται στην Ελλάδα από τα πλέον επίσημα κυβερνητικά χείλη. Τελειώστε πρώτα με την τρόικα και μετά συζητάμε για όλα είναι το σταθερό μότο. Συζητάμε και για το τι θα γίνει με τις δόσεις του ΔΝΤ που απομένουν και για το τι θα γίνει με το χρέος και για το πώς θα ισχύσουν οι δεσμεύσεις για την μετά το «πρόγραμμα» περίοδο, η οποία θα είναι επίσης περίοδος αυστηρής επιτήρησης. Στο ΔΝΤ δεν έχει υποβληθεί επίσημο αίτημα, στο Eurogroup δεν έχει ειπωθεί τίποτα επίσημα, τότε τι στο διάολο γίνεται όλη αυτή η φασαρία; Γιατί ο Σαμαράς βγήκε από το βήμα της Βουλής και δήλωσε ότι «βγαίνουμε από το Μνημόνιο» και «διώχνουμε το ΔΝΤ»; Για προεκλογικούς και μόνο λόγους.
Από το προηγούμενο φύλλο εξηγήσαμε πώς βλέπουμε να εξελίσσεται η προεκλογική τακτική των Σαμαρά και Βενιζέλου, οι οποίοι δεν έχουν καθόλου σίγουρες τις 180 βουλευτικές ψήφους στην προεδρική εκλογή για να πάρουν παράταση ζωής και επομένως είναι αναγκασμένοι να κινούνται σε προεκλογική τροχιά. Στόχος τους είναι να σύρουν τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, να θέτουν συνεχώς το ζήτημα της αποχώρησης της τρόικας και του ΔΝΤ, να ζητούν από το Euro- group να ασχοληθεί με τη νέα αναδιάρθρωση του χρέους, όπως έχει δεσμευτεί το Νοέμβρη του 2012, να δραματοποιούν την κατάσταση, να καλλιεργούν την εντύπωση ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της πιο κρίσιμης διαπραγμάτευσης, ώστε από τη μια να «διευκολύνουν» βουλευτές να ψηφίσουν υπέρ του προσώπου που θα υποδείξουν για πρόεδρο της Δημοκρατίας και από την άλλη να υποδείξουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως υπεύθυνο για το «ναυάγιο» της εθνικής διαπραγμάτευσης και να τον φορτώσουν με πολιτικό κόστος (έτσι ελπίζουν).
Ζόρια και για τον ΣΥΡΙΖΑ
Οι εξελίξεις γύρω από την παραπέρα διαχείριση του χρέους και της πολιτικής που απορρέει από τη σκληρή επιτήρηση δεν αφορούν μόνο τη συγκυβέρνηση. Αφορούν εξίσου και τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος φιλοδοξεί να τη διαδεχτεί. Η συζήτηση που γίνεται για «προληπτική πιστωτική γραμμή» είναι μια τεχνοκρατική συζήτηση. Στον Μόνιμο Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) προβλέπονται «προληπτικές γραμμές πίστωσης». Και οι δυο περιπτώσεις (δεν χρειάζεται να μπούμε σε αναλυτική τεχνική ανάλυση εδώ) προϋποθέτουν επιτήρηση πέραν αυτής που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας. Θυμίζουμε ακόμη τη δήλωση Ντράγκι από τη Νάπολι, ότι για να μπορέσουν οι ελληνικές τράπεζες να εκμεταλλευτούν τη χορήγηση ρευστότητας από την ΕΚΤ, μέσω αγοράς ομολόγων τους, θα πρέπει η Ελλάδα (το ίδιο και η Κύπρος) να βρίσκεται σε «πρόγραμμα».
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πει τίποτα για το τι θα κάνει με τις δόσεις που απομένουν από το ΔΝΤ. Σιωπηρά υπονοεί πως θα τις πάρει, αλλά ανοιχτά δεν τολμά να το πει, γιατί θα κατηγορηθεί ότι θέλει τη συνέχιση της παραμονής του ΔΝΤ, το οποίο ο Σαμαράς παλεύει να διώξει. Με αυτές τις δόσεις ή χωρίς αυτές, υπάρχει «χρηματοδοτικό κενό». Μόνο το ύψος του αλλάζει ανάλογα με το αν επιλεγεί να παρθούν οι δόσεις από το ΔΝΤ ή όχι. Πώς θα καλύψει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αυτό το κενό, δεδομένου ότι διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι θα σεβαστεί απόλυτα τις δανειακές συμβάσεις, μέχρι να πετύχει «διεθνή διάσκεψη για το χρέος»; Με δανεισμό από τις «αγορές» προφανώς, οι οποίες δε θα επιφυλάξουν στον ΣΥΡΙΖΑ μεταχείριση διαφορετική απ’ αυτή που επιφυλάσσουν ήδη στη σημερινή συγκυβέρνηση. Με επιτόκια κοντά στο 6% για δεκαετή ομόλογα (σήμερα είναι πάνω από 6,5%) το δημόσιο χρέος θα γίνει ακόμη πιο επαχθές, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα βάλλεται ότι υποτάσσεται στους τοκογλύφους. Και βέβαια, με τέτοιο δανεισμό δε θα μπορεί να υλοποιήσει ούτε το φιλανθρωπικό μέρος του προγράμματος που εξήγγειλε.
Αυτή η προοπτική θα οδηγήσει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην αγκαλιά της ΕΕ και της ΕΚΤ. Σε μια διαπραγμάτευση που το αδύναμο μέρος θα είναι η ελληνική κυβέρνηση, ακόμη και αν δούμε το ζήτημα με τεχνικούς όρους. Θα είναι αδύναμη όχι μόνο γιατί οι άλλοι είναι οι δανειστές, αλλά και γιατί θα χρειαστεί βοήθεια για ν’ αντιμετωπίσει το «χρηματοδοτικό κενό». Ευνόητο είναι πως αυτός που ζητά δεν επιβάλλει όρους. Ορους επιβάλλει αυτός που δίνει. Γι’ αυτό και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να βλέπουν τα «θετικά» της «επιμήκυνσης». Δεν είναι μόνο οι «δεξιοί» σαν τον Σταθάκη που τα λένε αυτά. Ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Π. Σκουρλέτης, όταν ρωτήθηκε για την επιμήκυνση (Πορτοσάλτε, ΣΚΑΙ, 14.10.2014), όχι μόνο δεν την απέρριψε μετά βδελυγμίας, αλλά απάντησε: «Οποιεσδήποτε εναλλακτικές προτάσεις για κάποιο ενδιάμεσο διάστημα θα πρέπει να υπηρετούν το στόχο της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους»! Δηλαδή, πρώτα θα υπάρξει συμφωνία για «επιμήκυνση» και μετά ο ΣΥΡΙΖΑ θα διεκδικήσει και θα πετύχει και τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, που διακρατούν ο EFSF, το ΔΝΤ και τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης! Ούτε μικρά παιδιά δεν τα χάβουν κάτι τέτοια.
Αν πρέπει να βγάλουμε ένα συμπέρασμα απ’ όλη αυτή την ιστορία είναι πως όλες οι διαχειριστικές προτάσεις οδηγούν στο σφίξιμο της θηλιάς του χρέους, στην υποταγή στις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις και τους μηχανισμούς τους και στην παγίωση της κινεζοποίησης που έχει επιβληθεί στον ελληνικό λαό.