Ο Ακης Τσοχατζόπουλος δεν είναι χτεσινός στην πιάτσα. Ξενίζει, λοιπόν, η απροσεξία του ν’ αφήσει πίσω τα ημερολόγια με τόσα στοιχεία, ενώ ήξερε πως επίκειται η σύλληψή του και επομένως το σπίτι και το γραφείο του θα ερευνηθούν εξονυχιστικά. Αν, όμως, σκεφτούμε ότι δεν πρόκειται για απροσεξία, αλλά για σκόπιμη ενέργεια, τότε όλα γίνονται εξηγήσιμα. Ο Ακης άφησε πίσω προειδοποίηση με πολλούς αποδέκτες: φροντίστε να με «καθαρίσετε», γιατί θα σας πάρω μαζί μου.
Η εύλογη ένσταση, ότι αφήνοντας τα ημερολόγια άφησε άφθονα ενοχοποιητικά στοιχεία για τον εαυτό του, είναι επίσης εξηγήσιμη. Ο Ακης ξέρει ότι σε μια ποινική δίκη επί της ουσίας δεν υπάρχει περίπτωση να «καθαρίσει». Οι συνήγοροί του έχουν χαράξει ήδη τη γραμμή της παραγραφής και σ’ αυτή θα ρίξουν όλο το βάρος τους. Υποστηρίζουν ότι και το αδίκημα του ξεπλύματος μαύρου χρήματος έχει παραγραφεί, διότι συναρτάται με το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, το οποίο έχει παραγραφεί λόγω της υπουργικής ιδιότητας του Τσοχατζόπουλου. Με μια παραγραφή όλοι θα είναι ευχαριστημένοι. Ο Τσοχατζόπουλος γιατί θα έχει «καθαρίσει» ποινικά (πολιτικά είναι έτσι κι αλλιώς τελειωμένος). Και οι υπόλοιποι, διότι δε θα εμπλακεί τ’ όνομά τους σε μια ποινική δίκη.
Και η… ανεξάρτητη Δικαιοσύνη; Αυτή είναι ένα από τα σύντομα ανέκδοτα. Αν επέλθει συμφωνία σε πολιτικό επίπεδο, η… ανεξάρτητη Δικαιοσύνη θ’ αναλάβει να της δώσει ποινική σάρκα και οστά. Αλλωστε, δεν πρόκειται παρά για ένα ζήτημα νομικής ερμηνείας, για το οποίο υπάρχουν βάσιμα νομικά επιχειρήματα ένθεν κακείθεν. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι αποφάσεις είναι, σε τελευταία ανάλυση, πολιτικές.