Κάθε φορά που έχουμε εκλογές, τα ίδια και τα ίδια. Ανάλογα με τη μορφή που έχει το εκλογικό αποτέλεσμα θα διαβάσουμε αναλύσεις για «συντηρητική στροφή» ή για «στροφή προς τ’ αριστερά». Τώρα, όπως ασφαλώς έχετε διαπιστώσει, βρισκόμαστε στη δεύτερη φάση: «στροφή προς τ’ αριστερά». Γιατί; Διότι Περισσός και ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσαν 13,2%.
Πριν από οτιδήποτε άλλο, όμως, θα έπρεπε οι φορείς αυτής της θεωρίας να είναι ειλικρινείς με τους αναγνώστες τους. Να τους πουν ότι δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται αυτό το αποτέλεσμα. Αντί για κουτοπόνηρες συγκρίσεις με το 1989 και το ισόποσο ποσοστό του τότε ενιαίου Συνασπισμού (ορισμένοι δεν δίστασαν να πάνε πίσω μέχρι το 1958, που η ΕΔΑ είχε βγει αξιωματική αντιπολίτευση!), ας πάνε πολύ πιο κοντά στο παρελθόν. Στο 1996. Οπως μπορείτε να δείτε στον πίνακα, το άθροισμα Περισσού, ΣΥΝ και ΔΗΚΚΙ (τα απομεινάρια του εντάχθηκαν στις πρόσφατες εκλογές στο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ορισμένα συνδικαλιστικά και αυτοδιοικητικά στελέχη του στήριξαν τον Περισσό) ήταν μεγαλύτερο από το σημερινό. Ακόμα και ο ΣΥΝ, που εμφανίζεται σαν ο μεγάλος νικητής των εκλογών, είχε το 1996 μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό του 2007 (χωρίς μάλιστα τότε να έχει ενισχύσεις από δεξιά και αριστερά). Οποιος λοιπόν θέλει να κάνει ανάλυση με βάση τα αποτελέσματα, οφείλει να κάνει αυτή τη σύγκριση και να εξηγήσει τι μεσολάβησε μεταξύ 1996 και 2007. Γιατί μεσολάβησαν πολλά.
Επίσης, το 1996 είχαμε και πάλι το χαμηλότερο ποσοστό του δικομματισμού. Κατά διαβολική σύμπτωση ίδιο ακριβώς με το σημερινό άθροισμα των ποσοστών ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Με τη διαφορά ότι πρώτο ήταν τότε το ΠΑΣΟΚ και δεύτερη η ΝΔ. Μάλιστα, η ήττα οδήγησε στην παραίτηση του Μ. Εβερτ και στην επιλογή του Κ. Καραμανλή από τους βαρόνους της ΝΔ (συνεδρίασαν στο σπίτι του Βαρβιτσιώτη και πήραν τις σχετικές αποφάσεις υπό την υψηλή καθοδήγηση του «εθνάρχη»). Η διαφορά είναι πως η φετινή ήττα του ΠΑΣΟΚ άνοιξε τις διαδικασίες για την εκπαραθύρωση του Γ. Παπανδρέου. Γι’ αυτό πάει να σκάσει η φαμίλια Παπανδρέου. Ο Καραμανλής κληρονόμησε το κόμμα από το θείο του και γίνεται για δεύτερη φορά πρωθυπουργός, ενώ ο Γιώργος δεν θα γίνει ούτε μία. Αυτό είναι… unfair.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο θέμα μας. Και το 1996 είχαμε αρθρογραφία για ήττα του δικομματισμού και στροφή στ’ αριστερά. Τι ακολούθησε; Δυο φαινόμενα αντιφατικά από την άποψη των αναλυτών που δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα αποτελέσματα των κοινοβουλευτικών εκλογών, απολύτως συμβατά όμως από την άποψη αυτών που ερμηνεύουν τα πολιτικά φαινόμενα από τη σκοπιά της ταξικής πάλης. Το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη εφάρμοσε τα πιο σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα, ενώ το 1999-2000 συντελέστηκε η μεγάλη ληστεία του χρηματιστήριου. Θα περίμενε κανείς, λοιπόν, στις επόμενες εκλογές να αδυνατίσει ακόμα περισσότερο ο δικομματισμός και να ενισχυθούν τα αριστερά κόμματα του αστικού πολιτικού φάσματος. Ομως, στις εκλογές του 2000 η «αριστερή στροφή» και το «αδυνάτισμα του δικομματισμού μετατράπηκαν στο αντίθετό τους. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε οριακά, όμως ΠΑΣΟΚ και ΝΔ μαζί ανέβασαν το άθροισμα των ποσοστών τους κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ ΚΚΕ, ΣΥΝ και ΔΗΚΚΙ είχαν μείωση (πτώση του αθροίσματος των ποσοστών τους κατά 3,75%. Αναλλοίωτη παρέμεινε η εικόνα και στις εκλογές του 2004: η ΝΔ κέρδισε άνετα με μια διαφορά που άγγιξε το 5%, ενώ ΚΚΕ και ΣΥΝ έμειναν με καθηλωμένα τα ποσοστά τους (αμελητέα άνοδος).
Αντί να μιλάμε για «αριστερή» ή «δεξιά στροφή», κάθε φορά που έχουμε μετατοπίσεις στο δίπολο δικομματισμός – καθεστωτική αριστερά, θα έπρεπε να μιλάμε για τους κύκλους του κοινοβουλευτικού συστήματος εξουσίας. Η εναλλαγή από το ένα κόμμα εξουσίας στο άλλο γίνεται αφού μεσολαβήσει μια μεταβατική περίοδος, στη διάρκεια της οποίας η καθεστωτική αριστερά βλέπει τα ποσοστά της αρχικά να αυξάνονται και μετά να μειώνονται. Είναι λογικό ο δικομματισμός να περνάει κρίσεις. Τότε ανεβαίνουν τα μικρότερα κόμματα. Και μάλιστα, ανεβαίνουν όχι μόνο τα κόμματα της καθεστωτικής αριστεράς, αλλά και κάποια κόμματα που δημιουργούνται από διασπάσεις των κομμάτων του δικομματισμού (η ΔΗΑΝΑ, η ΠΟΛΑΝ και το ΛΑΟΣ από τη ΝΔ, το ΔΗΚΚΙ από το ΠΑΣΟΚ). Μόνο που τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς αποτελούν σταθερά στοιχεία του πολιτικού συστήματος (παρά τις αυξομειώσεις των ποσοστών τους), ενώ οι διασπάσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είναι μέχρι στιγμής θνησιγενείς και βραχύβιες.
Για να προσεγγίσουμε σωστά το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να ορίσουμε πρώτα πώς αντιμετωπίζουμε το πολιτικό σκηνικό και ύστερα να μελετήσουμε τη σχέση κοινοβουλευτικών διαδικασιών και ταξικής πάλης.
Το πολιτικό σκηνικό πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως μια ενιαία ποιότητα, ως αστικό πολιτικό σκηνικό. Ουδέποτε μετά την πτώση της χούντας το 1974 υπήρξε ο παραμικρός κλυδωνισμός για το σύστημα εξαιτίας των αλλαγών στο πολιτικό σκηνικό. Ολοι οι πόλοι του πολιτικού σκηνικού (η συντηρητική ΝΔ, το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ και οι δυο εκδοχές της καθεστωτικής αριστεράς) έχουν συμπεριφερθεί σε όλες τις περιστάσεις με απόλυτη υπευθυνότητα έναντι του συστήματος. Χαρακτηριστικότατη απ’ αυτή την άποψη είναι η στάση τους το 1989-90, όταν εφαρμόστηκε ο πιο αναλογικός εκλογικός νόμος (κόλπο του Α. Παπανδρέου, που έβλεπε ότι το ΠΑΣΟΚ κατρακυλάει). Δεν άφησαν το σύστημα να βυθιστεί στην κρίση, αλλά το διαχειρίστηκαν (διαχειριζόμενοι και τις αντιθέσεις τους), βάζοντας το λαό στο περιθώριο, μέχρι που η σταθερότητα αποκαταστάθηκε και πάλι και το σύστημα ξαναλειτούργησε ομαλά, διαδικασία που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι με την ίδια υπευθυνότητα έναντι του καπιταλιστικού συστήματος θα διαχειριστούν και κάθε μελλοντική κρίση.
Ας έρθουμε, όμως, και στη δεύτερη πλευρά της ανάλυσής μας. Ποια η σχέση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών με την πορεία της ταξικής πάλης; Ας ξεπεράσουμε καταρχάς τις γενικότητες περί επηρεασμού του εκλογικού αποτελέσματος από την πορεία της ταξικής πάλης. Αυτό ασφαλώς και ισχύει, όμως εκείνο που πρέπει να διερευνήσουμε είναι το βαθμό αυτής της επιρροής και τα ποιοτικά της στοιχεία. Κάποτε, τα κόμματα της καθεστωτικής αριστεράς μετρούσαν την ταξική πάλη με βάση τις χαμένες λόγω απεργιών εργατοώρες. Δείκτης ανασφαλής και χωρίς βάθος, αλλά σίγουρα πλησιέστερος στην αλήθεια από το δείκτη των εκλογικών ποσοστών. Και μάλιστα των εκλογικών ποσοστών στη σημερινή φάση.
Τα πρώτα χρόνια της «μεταπολίτευσης» τα εκλογικά ποσοστά αντανακλούσαν σε κάποιο βαθμό την πορεία της ταξικής πάλης. Ηταν η περίοδος που οι δρόμοι ήταν γεμάτοι, που τα κινήματα έβραζαν, που οι εργατικές, αγροτικές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη, που τα πέραν της ΝΔ κόμματα ήταν αναγκασμένα να περιλαμβάνουν στα προγράμματά τους κάποιες απ’ αυτές τις διεκδικήσεις. Μέσα από μια πορεία που δε μπορεί να περιγραφεί αναλυτικά στον περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου, αυτή η σχέση άλλαξε. Η ανάθεση ήταν πάντα παρούσα, αλλά παλαιότερα η ανάθεση συνοδευόταν και από διεκδικητικά κινήματα, που ασκούσαν κάποιον περιορισμένο έλεγχο στους εκπροσώπους. Πλέον, υπάρχει σκέτη ανάθεση, καθαρά πελατειακού τύπου. Πλέον έχουμε μια καθαρή σχέση ψηφοφόρου-εκπροσώπου, χωρίς διεκδικήσεις, χωρίς κίνημα, χωρίς έλεγχο. Κέντρο αυτής της διαδικασίας είναι ο δικομματισμός. Πότε επιβραβεύεται ο ένας πόλος του και τιμωρείται ο άλλος και πότε τιμωρούνται και οι δύο (μολονότι ο ένας από τους δυο κερδίζει). Μια τέτοια περίπτωση έχουμε και τώρα. Οι ψήφοι τιμωρίας (ή διαμαρτυρίας, αν θέλετε) δεν προέρχονται από διεκδικητικά κινήματα, αλλά από «μπουχτισμένους» ψηφοφόρους, που ακόμα δεν έχουν αποφασίσει να κινηθούν σε επίπεδο απλής έστω διεκδίκησης, αλλά περιμένουν λύσεις από το πολιτικό σύστημα. Γι’ αυτό και όσο εύκολα αυτοί οι ψήφοι στράφηκαν στ’ αριστερά του αστικού πολιτικού φάσματος, άλλο τόσο εύκολο μπορούν να επαναπατριστούν στον ένα ή τον άλλο ή και στους δυο μονομάχους του δικομματισμού, που θα κάνουν τις προσαρμογές τους, βοηθούντος και του εκλογικού νόμου.