Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διαγράφεται με το θόρυβο που ξέσπασε μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου για το βούλευμα για το ναυάγιο του «Εξπρές Σαμίνα» είναι να μετατραπεί ένα καθαρά πολιτικό ζήτημα σε νομικό, σε ζήτημα νομικών ερμηνειών και αντιδικούντων δικηγόρων.
Η υπόθεση είναι γνωστή πλέον. Μετά το ναυάγιο και τα όσα αποκαλύφθηκαν για το σαπιοκάραβο και τις ευθύνες της πλοιοκτήτριας εταιρίας (πέρα από τις όποιες προσωπικές ευθύνες των ναυτικών που κυβερνούσαν το πλοίο), ασκήθηκαν διώξεις σε βαθμό κακουργήματος και ξεκίνησε η ανάκριση από εφέτη ανακριτή. Η άσκηση δίωξης σε βαθμό κακουργήματος αποτελεί πάγια τακτική σ’ αυτές τις περιπτώσεις, για να κατασιγαστεί η οργή του λαού και των συγγενών των θυμάτων. Αυτοί που αναλαμβάνουν υπερασπιστές σ’ αυτές τις υποθέσεις ξέρουν πολύ καλά ότι δύσκολα θα σταθεί τέτοια δίωξη με βάση το ισχύον νομικό καθεστώς.
Το πρώτο βούλευμα που έβγαλε το Συμβούλιο Εφετών μετέτρεψε τις κατηγορίες σε πλημμελήματα. Ξέσπασε σάλος και ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κρουσταλλάκης άσκησε αναίρεση κατά του βουλεύματος. Το νέο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου αποκατέστησε τις κατηγορίες στον κακουργηματικό βαθμό, όμως κατά αυτού του βουλεύματος άσκησαν αναίρεση στον Αρειο Πάγο οι 5 από τους 7 κατηγορούμενους. Το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης και επιστρέφει τη δικογραφία στο Συμβούλιο Εφετών, για να εκδώσει νέο βούλευμα με κατηγορίες σε βαθμό πλημμελήματος.
Μέσα σε ένα χρόνο από τώρα το Συμβούλιο Εφετών θα πρέπει να έχει εκδώσει νέο βούλευμα και να έχει ολοκληρωθεί η δίκη. Αλλιώς, οι κατηγορίες θα παραγραφούν λόγω παρέλευσης πενταετίας. Αυτοί που ξέρουν λένε πως η παραγραφή είναι η πιθανότερη κατάληξη, γιατί υπάρχουν ένδικα μέσα (π.χ. μια νέα αναίρεση) που μπορούν να «καταπιούν» αυτόν τον ένα χρόνο χωρίς να το καταλάβει κανένας. Αλλά και αν γίνει τελικά η δίκη, οι ποινές θα είναι αστείες, καθώς η κύρια ευθύνη θα αποδοθεί στον πλοίαρχο, τον υποπλοίαρχο και τον πρώτο μηχανικό, ενώ οι πλοιοκτήτες το πολύ να καταδικαστούν σε αστείες ποινές για αμέλεια ως προς τη συντήρηση των σωστικών μέσων.
Το ζήτημα, λοιπόν, εμφανίζεται ως στενά νομικό. Στα ραδιοκάναλα βγαίνουν οι δικηγόροι και αρχίζουν τις αναλύσεις αν ήταν ή δεν ήταν ενδεχόμενος δόλος και άλλα τέτοια ακατανόητα στους μη νομικούς. Επαναλαμβάνεται η ίδια ακριβώς συζήτηση που είχε γίνει και με τα κτίρια που κατέρρευσαν μετά το μεγάλο σεισμό του 1999 σκοτώνοντας τόσους ανθρώπους. Νομικά πρόκειται για το ίδιο ακριβώς πρόβλημα. Μπορεί και να είναι έτσι. Δηλαδή, από τα στοιχεία της δικογραφίας να μη μπορεί να σταθεί κατηγορία σε βαθμό κακουργήματος.
Στη λογική των απλών ανθρώπων του λαού μας, όμως, μπορεί να σταθεί αυτό το πράγμα; Μπορεί κανείς να δεχτεί πως οι δολοφόνοι 80 ανθρώπων θα μείνουν ατιμώρητοι λες και προκάλεσαν απλώς ένα τροχαίο ατύχημα; Ιδια είναι η ευθύνη ενός οδηγού που κάνει λάθος και προκαλεί ένα θανατηφόρο ατύχημα με αυτή ενός εφοπλιστή που αφήνει το σαπιοκάραβό του να πλέει σαν οιονεί ζωντανό φέρετρο για τόσο κόσμο, επειδή θέλει να βγάλει και από τη μύγα ξύγκι;
Ολοι τώρα συμφωνούν πως υπάρχει νομικό κενό γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Πόσες φορές στο παρελθόν δεν έχουν καταλήξει στην ίδια συμφωνία; Και τί έγινε; Τίποτα απολύτως. Μόλις καταλάγιασε ο θόρυβος ξεχάστηκε η ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Βλέπετε, οι δράστες είναι εφοπλιστές και όχι μέλη επαναστατικών οργανώσεων.