Πόσες «μεταγραφές αεροδρομίου» δεν αποδείχτηκαν «παλτά»; Η προεδράρα έφερνε τον σχεδόν σαραντάχρονο πρώην παιχταρά από την Αλ Παλτουάν της Σαουδαραβίας, τα παπαγαλάκια έφτιαχναν το κλίμα, οι οπαδοί έτρεχαν εκστασιασμένοι στο αεροδρόμιο, η έκταση (και με… τεχνητή υποβοήθηση) τους εμπόδιζε να δουν τα κιλά του πρώην παιχταρά, που θύμιζαν ταβερνιάρη στη Χασιά, όμως στο ποδόσφαιρο καθρέφτης είναι το γήπεδο. Ο πρώην παιχταράς αποδεικνυόταν «παλτό», ο προπονητής τον έβαζε μόνο σαν αλλαγή σκοπιμότητας (να κρατήσουμε το σκορ κερδίζοντας κάνα λεπτό στο τέλος) και γενικά «πέρναγε και δεν ακούμπαγε». Κι ο πρόεδρος αναγκαζόταν να βάλει τα «μεγάλα μέσα» για να τον ξεφορτωθεί, όπως είχε καταγγείλει για τον Μάκη Ψωμιάδη ένα από τα διασημότερα «παλτά» που πέρασαν από την ΑΕΚ, με το όνομα-γλωσσοδέτη Ραμπεσαντρατανά.
Στην αστική πολιτική δε γίνονται ακριβώς έτσι τα πράγματα, αλλά δε λείπουν και οι ομοιότητες. Η κατάληξη του πολιτικού «παλτού» δεν είναι ακριβώς η ίδια με των ποδοσφαιρικών «παλτών», αλλά σκεφθείτε πόσα «παλτά» του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ εξακολουθούν ν’ απασχολούν την επικαιρότητα, έχοντας μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους.
Συγχωρήστε μας την κάπως μακροσκελή εισαγωγή, αλλά ο δεξιός Κύπριος Χρήστος Στυλιανίδης, τον οποίο ο Μητσοτάκης κουβάλησε από την Κύπρο (και τις Βρυξέλλες) για να τον βάλει επικεφαλής στο νεοσύστατο υπουργείο Πολιτικής Προστασίας, μετά το φιάσκο με τον συριζαίο Αποστολάκη, είναι κανονικότατο «παλτό». Κι αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει, όσες αγιογραφίες κι αν του φιλοτεχνήσουν τα παπαγαλάκια της κυβερνητικής προπαγάνδας, που ενθαρρύνονται σ’ αυτό και από το άντρο των Βρυξελλών.
Καταρχάς να «λήξουμε» το ζήτημα της κυπριακής υπηκοότητας του Στυλιανίδη. Σε όλες τις κυπριακές εφημερίδες και ιστοσελίδες, ανεξάρτητα από την τοποθέτησή τους, είναι κοινή η εκτίμηση ότι η υπουργοποίηση Στυλιανίδη εμφανίζει την Κύπρο ως επαρχία της Ελλάδας. Και υπονομεύει την ίδια την υπόθεση του Κυπριακού, θα συμπληρώναμε εμείς, καθώς δικαιώνει την τακτική του Ερντογάν.
Και να σταματήσουν οι βλακείες για άλλους Ελληνοκύπριους που έκαναν πολιτική καριέρα στην Ελλάδα. Δύο ήταν όλοι κι όλοι και πολιτικά ήταν ενταγμένοι σε ελληνικά αστικά πολιτικά κόμματα, χωρίς ίχνος πολιτικής καριέρας στην Κύπρο. Ο Λουκής Ακρίτας ήρθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’30, τη δεκαετία του ’50 ήταν βουλευτής του Πλαστήρα (η Κύπρος ήταν ακόμη βρετανική αποικία) και τη δεκαετία του ’60 έγινε υπουργός του Γ. Παπανδρέου. Ο Γιάννος Κρανιδιώτης ήταν μέλος του ΠΑΣΟΚ από το 1976. Πρόκειται, δηλαδή, για έλληνες αστούς πολιτικούς που συνέβη να έχουν κυπριακή καταγωγή.
Αντίθετα, ο Στυλιανίδης δεν είχε καμιά πολιτική δραστηριοποίηση στην Ελλάδα (εκτός ίσως από τη συνδικαλιστική του δράση ως φοιτητής της Οδοντιατρικής). Εχτισε την πολιτική καριέρα του στην Κύπρο, ως κυβερνητικός εκπρόσωπος δύο δεξιών προέδρων (πρώτα του Κληρίδη, μετά του Αναστασιάδη), ως βουλευτής του ΔΗΣΥ και μετά ως ευρωβουλευτής, θέση στην οποία έμεινε μόνο ένα τετράμηνο, καθώς «έψησε» τον Αναστασιάδη να τον κάνει επίτροπο στην Κομισιόν Γιούνκερ.
Δεν του ανανέωσε, όμως, τη θητεία ως επιτρόπου ο Αναστασιάδης. Ξέρετε γιατί; Γιατί ο Στυλιανίδης «ορέχτηκε» να γίνει… Αναστασιάδης στη θέση του Αναστασιάδη. Να είναι αυτός ο προεδρικός υποψήφιος της Δεξιάς το 2023. Αρχισε να συμπεριφέρεται περισσότερο ως στέλεχος της Κομισιόν και λιγότερο ως πολιτικό στέλεχος του Αναστασιάδη. Αρχισε να «χτυπάει» τον Αναστασιάδη για την υπόθεση των «χρυσών διαβατηρίων», θέλοντας να πετύχει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: και τον Αναστασιάδη να αποδομήσει πολιτικά και στο ιερατείο των Βρυξελλών να φανεί αρεστός.
Ο Αναστασιάδης τον πέταξε σαν την τρίχα από το ζυμάρι και ο Στυλιανίδης απομονώθηκε από το κυπριακό αστικό πολιτικό σύστημα (που στο ζήτημα της πώλησης «χρυσών διαβατηρίων» σε κάθε είδους μαφιόζους επεδείκνυε μια θαυμαστή… εθνική ομοψυχία). Γύριζε άνεργος στους διαδρόμους των Βρυξελλών, όπου τον μάζεψε ο Σχοινάς (ο δεξιός πορτ παρόλ του Γιούνκερ, που το ιερατείο των Βρυξελλών επέβαλε ως επίτροπο στον Κούλη, αναγκάζοντάς τον ν’ αφήσει εκτός νυμφώνος τον Σαμαρά) και τον έκανε… άμισθο σύμβουλό του.
Από εκεί τον μάζεψε με τη σειρά του ο Κούλης και τον έκανε υπουργό, προσπαθώντας να επισκιάσει το φιάσκο Αποστολάκη. Αν ο Στυλιανίδης είναι «ο κορυφαίος ευρωπαίος παράγοντας στα ζητήματα αντιμετώπισης κρίσεων», όπως λένε οι άνθρωποι του Μαξίμου και τα παπαγαλάκια τους, γιατί δεν τον επέλεξε εξαρχής ο Μητσοτάκης, αλλά επέλεξε τον Αποστολάκη; Για να ξέρουμε τι λέμε, δηλαδή.
Ο Στυλιανίδης δεν είναι «παλτό» επειδή είναι Κύπριος, αλλά πρώτον επειδή είναι ένας «πουθενάς» που περιφερόταν άνεργος στις Βρυξέλλες και δεύτερο (και σπουδαιότερο) επειδή στη λεγόμενη Πολιτική Προστασία δεν υπάρχουν θέσεις για θαυματοποιούς. «Δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι, και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων», έλεγε στους συγχρόνους του ο Δημοσθένης στον Α’ Ολυνθιακό λόγο του. Η αποστροφή του αρχαίου ρήτορα ισχύει στο ακέραιο για την κατ’ ευφημισμόν Πολιτική Προστασία. Το αστικό κράτος έχει εγκαταλείψει τα δάση, τα δάση καίγονται, από τα καμένα ξεκινούν χείμαρροι που πνίγουν χωριά και πόλεις. Αυτόν τον φαύλο κύκλο κανένας «θαυματοποιός» δεν μπορεί να τον σπάσει. Θέλει λεφτά, πολλά λεφτά, και το αστικό κράτος δε διαθέτει λεφτά για κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς σκοπούς.
Γράφτηκε κατά κόρον (ιδιαίτερα στην Κύπρο), ότι ο Στυλιανίδης θέλει να χρησιμοποιήσει την υπουργοποίησή του στην Ελλάδα ως όχημα για να διεκδικήσει την προεδρία στην Κύπρο (κάτι που δεν πρόλαβε να κάνει ο Κρανιδιώτης καθώς σκοτώθηκε στο γνωστό αεροπορικό δυστύχημα με το πρωθυπουργικό αεροσκάφος). Κατά τη γνώμη μας οι πιθανότητες να πετύχει κάτι τέτοιο είναι μικρές, όμως αν το επιδιώκει, τότε θα πρέπει να προσεύχεται νυχθημερόν μην τον βρουν τίποτα καταστροφικές πλημμύρες, διότι τα αντιδιαβρωτικά-αντιπλημμυρικά έργα στα καμένα δεν έχουν καν ξεκινήσει.