Αν η επίσκεψη Τσίπρα στην εισαγγελέα «κατά της διαφθοράς» ήταν ενταγμένη στο πολιτικό παιχνίδι (συμβόλιζε, υποτίθεται, τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ στην καταπολέμηση της διαφθοράς που αφορά τα άλλα κόμματα), η επίσκεψη στο ΣτΕ είχε άλλο συμβολισμό. Απετέλεσε ένα ράπισμα προς τους εργαζόμενους και τον ελληνικό λαό, που έχουν δει το ΣτΕ να επικυρώνει τα Μνημόνια και όλους τους εφαρμοστικούς τους νόμους. Ο Τσίπρας, όχι μόνο δεν υπαινίχτηκε κάτι για τις αποφάσεις του ΣτΕ, αλλά αντίθετα το περιέβαλε με επαίνους και ύμνους. Ηταν ίσως η θεαματικότερη κωλοτούμπα της διετίας.
Ο πρόεδρος του ΣτΕ Σ. Ρίζος όχι μόνο δεν ενοχλήθηκε από την επίσκεψη Τσίπρα, αλλά δέχτηκε (πράγμα ασυνήθιστο για δικαστή) να κάνει και δηλώσεις παρέα με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. Οπως είπε, είχε την ευκαιρία να εξηγήσει στον Τσίπρα «το ρόλο του ΣτΕ», «τις δυσκολίες του δικαστηρίου να επιλύει όλο και περισσότερο οξυμένες διαφορές των πολιτών με το κράτος» και «τη μεγάλη πίεση που δέχθηκε το δικαστήριο τόσο από μια εκτεταμένη και ασταθή νομοθεσία όσο και από τις δυσμενείς πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα». Κατέληξε λέγοντας ότι «παρακάλεσε τον πρόεδρο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως να συμβάλει σε όσο μέρος του αναλογεί και βεβαίως με τους ιδιαίτερους τρόπους που ακολουθεί η πολιτική στην ενίσχυση του θεσμικού ρόλου του δικαστηρίου ως εγγυητής της πραγματικής λειτουργίας του συνταγματικού κράτους».
Χωρίς δισταγμό (δείγμα του ότι όλα ήταν προαποφασισμένα), ο Τσίπρας ανταποκρίθηκε αμέσως στην παράκληση του προέδρου του ΣτΕ. Θαυμάστε τον: «Βαθιά μας πίστη είναι ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αποτελεί βασικό πυλώνα της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος. Ιδιαίτερα δε σε μια εποχή πολλαπλής κρίσης, όχι μόνο κρίσης οικονομικής, αλλά και κρίσης εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς του πολιτεύματος, ο ρόλος του ΣτΕ είναι ουσιαστικός, σημαντικός και αναντικατάστατος στο βαθμό που ελέγχει τη συνταγματική νομιμότητα των αποφάσεων του κράτους και βεβαίως την τήρηση της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών αλλά και του συλλογικού συμφέροντος. Μ΄ αυτή την έννοια πιστεύουμε ότι θα πρέπει όλοι μας να συμβάλουμε στο να αποκατασταθεί αυτή η κλονισθείσα εμπιστοσύνη απέναντι στους θεσμούς, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στους θεσμούς που αφορούν τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος και άρα νομίζω ότι η συμβολή των πολιτικών κομμάτων σ΄ αυτή την κατεύθυνση θα είναι σημαντική σε ότι αφορά τη δυνατότητα του ΣτΕ και της δικαιοσύνης να λειτουργεί απερίσπαστη και χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις (…) Εμείς, όπως προείπα, έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στους θεσμούς που κρίνουν αυτές τις αποφάσεις (…) Πιστεύουμε με δυο λόγια ότι η ορθή λειτουργία των θεσμών, και ιδιαίτερα της δικαιοσύνης, μπορεί να συμβάλει μελλοντικά στην ισχυρή διαπραγμάτευση της χώρας με τους εταίρους».
Λίγο μετά, στη συνάντηση με τη Ράικου, ο Τσίπρας επανέλαβε το γλείψιμο στην αστική Δικαιοσύνη: «Η προσπάθεια που οφείλει να κάνει η δικαιοσύνη, αυτόνομα και ανεξάρτητα, να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο, αποτελεί ταυτόχρονα και προσπάθεια εξυγίανσης του δημόσιου βίου και της πολιτικής ζωής του τόπου. Οφείλουμε να περιβάλουμε με εμπιστοσύνη αυτή την προσπάθεια πέρα και έξω από μικροκομματικές σκοπιμότητες».
Χρειάζεται μήπως να υπενθυμίσουμε ότι το ΣτΕ έχει απορρίψει όλες τις προσφυγές εργαζόμενων ενάντια σε μνημονιακούς νόμους, εκτός από αυτή των μπάτσων και των καραβανάδων, τους οποίους δικαίωσε με το προκλητικό επιχείρημα ότι αποτελούν τον «πυρήνα του κράτους» και πρέπει να έχουν ξεχωριστή μεταχείριση; Χρειάζεται μήπως να υπενθυμίσουμε ότι η ποινική δικαιοσύνη έχει βγάλει παράνομες και καταχρηστικές όλες τις απεργίες εργαζόμενων (ειδικά η εισαγγελέας Ράικου έχει πρωταγωνιστήσει σε επίδειξη αντεργατικού πνεύματος ως προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθήνας);
Αυτή τη Δικαιοσύνη των Μνημονίων και της καταστολής ανέλαβε να νομιμοποιήσει πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνοντας στην αστική τάξη ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η εξουσία και όχι τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα. Νόμος δεν είναι το δίκιο του εργάτη…








