Την ώρα που ο Γιούνκερ έβαζε τους ανθρώπους του να αποδοκιμάσουν την άμεση απορριπτική τοποθέτηση Σόιμπλε, την παραμονή του Eurogroup, ενώ το Μαξίμου διέδιδε non paper με τις διαβεβαιώσεις για βοήθεια που υποτίθεται ότι είχε αποσπάσει ο Τσίπρας από τον Ολάντ, τον Ρέντσι, ακόμη και από την Μέρκελ, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών παρέμενε σταθερό στη θέση του. Το μόνο που δέχτηκε να πει η γερμανική πλευρά είναι ότι δέχεται την επιστολή Μπαρουφάκη «ως βάση συζήτησης».
Οταν ήρθε η ώρα του Eurogroup, ο Σόιμπλε αρνήθηκε να μπει σ’ αυτό, αν προηγουμένως δεν υπήρχε συμφωνία σε κείμενο που υπαγόρευσε ο ίδιος. Αδιαφόρησε ακόμη και για τη δήλωση Τσίπρα στο Reuters, σύμφωνα με την οποία η ελληνική κυβέρνηση ζητά «εξάμηνη επέκταση της δανειακής σύμβασης με τις δεσμεύσεις που τη συνοδεύουν». Συναντήθηκε με τους Ντεϊσελμπλούμ και Λαγκάρντ και τους κατέστησε σαφές ότι το Eurogroup δεν πρόκειται να ξεκινήσει, αν προηγουμένως η ελληνική κυβέρνηση δεν συμφωνήσει στο γερμανικό σχέδιο ανακοίνωσης. Στη συνέχεια, αυτοί οι δύο συναντήθηκαν με τον Μπαρουφάκη και του επέδωσαν το τελεσίγραφο Σόιμπλε, ενώ συνεχής ήταν η επικοινωνία του Ντεϊσελμπλούμ και με τον Τσίπρα. Αυτές τις δυο ώρες που καθυστέρησε να ξεκινήσει το Eurogroup δεν υπήρχαν παρά μόνο δύο πλευρές: από τη μια η Γερμανία και από την άλλη η Ελλάδα. Ολοι οι υπόλοιποι, είτε πρόκειται για τα ιμπεριαλιστικά και λοιπά κράτη της ΕΕ, που εκπροσωπούνταν από τους υπουργούς τους, είτε για τους επικεφαλής των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και του ΔΝΤ, παρέμεναν είτε αμέτοχοι είτε ταχυδρόμοι που μετέφεραν το γερμανικό τελεσίγραφο στην ελληνική κυβέρνηση, μιας και ο Σόιμπλε αρνιόταν να παρακαθήσει σε σύσκεψη με τη συμμετοχή και του Μπαρουφάκη. Και βέβαια, ουδείς απ’ αυτούς τους «φίλους και εταίρους» διανοήθηκε να ασκήσει την παραμικρή πίεση στη Γερμανία. Ουδείς θέλησε να βρεθεί όχι σε σύγκρουση αλλά έστω σε διάσταση με τη γερμανική πολιτική, χάριν της Ελλάδας.
Δεν γνωρίζουμε αν ο Ντεϊσελμπλούμ τηλεφώνησε στον Τσίπρα και του είπε «ή το δέχεστε ή τελειώσαμε», όπως γράφτηκε στον ευρωπαϊκό Τύπο, όμως η εικόνα ήταν ακριβώς αυτή. Ο Ρέντσι είχε πει τον καλό του λόγο («δεν μπορούν να φέρονται κάποιοι, σαν να μην κέρδισε ο Αλέξης Τσίπρας, τις ελληνικές βουλευτικές εκλογές»), ο Ολάντ με την Μέρκελ είχαν πει το δικό τους («θα κάνουμε τα πάντα για να παραμείνει η Ελλάδα στον δρόμο της ανάπτυξης που επετεύχθη»), ακόμη και ο πανούργος Σουλτς πήρε «συναινετική» θέση («είναι ζήτημα σεβασμού το να δοθεί σε μια νέα κυβέρνηση μια ευκαιρία»), ο Τσίπρας είχε δώσει μέσω Reuters τις διαβεβαιώσεις του, αλλά ο Παππάς είχε κάνει ένα ακόμη λάθος ως… ελλανοδίκης σ’ αυτόν τον αγώνα δρόμου: «Η Ελλάδα έχει διανύσει τα 4/5 της απόστασης με τους Ευρωπαίους. Πλέον, αυτοί πρέπει να διανύσουν το 1/5 για να κλείσει η συμφωνία».
Πράγματι, είχαν διανυθεί τα 4/5 της απόστασης, αλλά το υπόλοιπο 1/5 δεν το διήνυσαν οι «Ευρωπαίοι». Το διήνυσε και αυτό η ελληνική συγκυβέρνηση, υπογράφοντας ό,τι πιο ταπεινωτικό μπορούσε να υπογράψει. Δικαιώνοντας έτσι τον Πρετεντεράκο που όλη τη βδομάδα που προηγήθηκε υπενθύμιζε δουλοπρεπώς μια κυνική φράση του Βίσμαρκ: «Στη διαπραγμάτευση ενός ανίσχυρου με έναν ισχυρό, ο ανίσχυρος πρέπει να δεχτεί αμέσως την πρώτη προσφορά, διότι η δεύτερη θα είναι χειρότερη!».
Στη γραμμή αυτή, τη γραμμή της υποτέλειας και του ραγιαδισμού, βάδισαν όλες οι κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν τον ελληνικό καπιταλισμό από τη γέννησή του. Από τον Βενιζέλο της «μεγάλης ιδέας» μέχρι τους δωσίλογους της Κατοχής, από τους δεξιο-κεντρώους του μοναρχοφασισμού και του «στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας» μέχρι τη χούντα, από τον Κ. Καραμανλή του «ανήκομεν εις την Δύσιν» μέχρι τον Α. Παπανδρέου του «φεύγουν οι βάσεις που μένουν», από τον Γιωργάκη μέχρι τον Σαμαρά. Στην ίδια γραμμή ευθυγραμμίστηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας δεν άκουσε τον Δραγασάκη που είχε βάλει την υπογραφή του σε ένα πιο ήπιο (φραστικά) σχέδιο ανακοίνωσης στις 11 Φλεβάρη, δεν πήρε αυτή την «πρώτη προσφορά», αλλά θέλησε –για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης- να κάνει μερικά τσαλιμάκια. Ισως και να πίστεψε πως αν πάρει ο ίδιος πάνω του αυτή τη διαπραγμάτευση, θα πετύχει κάτι καλύτερο. Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκαστεί να υπογράψει ένα ακόμη πιο εξευτελιστικό κείμενο.
«Νέοι είναι, σιγά-σιγά θα μάθουν» ήταν το νόημα της δήλωσης που έκανε, μια μέρα μετά τη συμφωνία, ο πολύπειρος Γιούνκερ στη γερμανική οικονομική επιθεώρηση «WirtschaftsWoche». Η ακριβής δήλωσή του ήταν η εξής: «Δεν είδα πολύ μεγάλη πείρα. Πρέπει να υποδεχτούμε την ελληνική κυβέρνηση φιλικά, αν και οι υψηλόβαθμοι έλληνες πολιτικοί πλειοδοτούν στην επιλογή των λέξεων. Οταν ένας πρωθυπουργός βρίζει δύο φορές μέσα σε μια εβδομάδα τους Γερμανούς, δεν νομίζω ότι ασκεί υψηλή πολιτική τέχνη. Υπάρχουν πάρα πολλές λάθος δηλώσεις στην Αθήνα, αλλά αυτό με τον καιρό θα αλλάξει»!
Ακούμε πολλά αυτές τις μέρες, για το γεροντικό πείσμα του Σόιμπλε, για την προτεσταντική ηθική των Γερμανών και άλλα τέτοια. Είναι οι γνωστές μπούρδες που ερμηνεύουν την Ιστορία με βάση τα προσωπικά χαρακτηριστικά διάφορων ηγετικών παραγόντων και τις θρησκευτικές και άλλες δοξασίες που χαρακτηρίζουν την ιδεολογία συγκεκριμένων λαών. Ολα αυτά, είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν, παίζουν έναν εντελώς ασήμαντο ρόλο στις διεθνείς σχέσεις. Για την ακρίβεια, «χρωματίζουν» κάποιες πολιτικές συμπεριφορές και επηρεάζουν μόνο τα εξωτερικά τους στοιχεία. Εκείνο που σφραγίζει τις εξελίξεις είναι ο συσχετισμός δύναμης. Στην περίπτωση της συγκυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου ο Σόιμπλε έβαλε πράγματι στόχο να τους λιώσει, να τους εξευτελίσει. Και το έκανε, παραβιάζοντας συχνά-πυκνά το πρωτόκολλο. Μολονότι είχε και προσωπικούς λόγους να τους συμπεριφερθεί έτσι, εκείνο που κυριάρχησε στη στάση του ήταν το συμφέρον του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Ηθελε να στείλει μήνυμα προς όλους (όχι μόνο στην Ελλάδα), ότι η Γερμανία είναι το πραγματικό αφεντικό στην Ευρωζώνη. Επειδή αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν, οι γάλλοι και ιταλοί ιμπεριαλιστές δεν προσπάθησαν καν να κοντράρουν τους γερμανούς. Το ζήτημα δεν τους αφορούσε. Οταν ήταν για τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Γαλλίας και της Ιταλίας, όχι μόνο κοντραρίστηκαν με τη Γερμανία, αλλά και απέσπασαν στο τέλος συμφωνία εξαίρεσης της Γαλλίας και της Ιταλίας από το Σύμφωνο Σταθερότητας. Προεκλογικά, οι συριζαίοι το έφερναν αυτό ως παράδειγμα και έλεγαν ότι το ίδιο θα καταφέρει και η δική τους κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα δείχνει τι κατάφεραν. Δεν κατάφεραν τίποτα, γιατί άλλο βάρος έχουν η δεύτερη και η τρίτη ιμπεριαλιστική δύναμη της Ευρωζώνης και άλλο η εξαρτημένη Ελλάδα του μεσαίου καπιταλιστικού επιπέδου ανάπτυξης και της βαθιάς κρίσης.
Ο Γιούνκερ συμβούλεψε δημόσια τους συριζαίους να παρατήσουν τις ψευτομαγκιές που γίνονται για εσωτερική κατανάλωση. Στις συνομιλίες του με τον Τσίπρα θα του τα είπε ακόμη πιο χοντρά. Οι συριζαίοι κατάλαβαν ότι πρέπει να είναι «μαζεμένοι» ακόμη και στο ύφος. Και θα «μαζευτούν» ακόμη πιο πολύ στο άμεσο μέλλον, καθώς πρέπει να περάσουν τον κάβο της αξιολόγησης από την τρόικα (μέχρι τον Απρίλη) και μετά τον κάβο της νέας συμφωνίας (Ιούνη-Ιούλη). Ετσι, βοηθούν και αυτοί στην παγίωση του ραγιαδισμού και του δωσιλογισμού ως εθνικής ιδεολογίας. Το μήνυμα που στέλνουν στον ελληνικό λαό είναι πως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης με τους ιμπεριαλιστές, ενώ στην πραγματικότητα περιθώριο διαπραγμάτευσης δεν υπάρχει για τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να κινούνται μέσα στο στρατηγικό πλαίσιο στο οποίο έχει (αυτο)τοποθετηθεί ο ελληνικός καπιταλισμός.
ΥΓ1. Για «αμοιβαίες υποχωρήσεις» έκανε λόγο ο Γαβρίλος στο Mega. Μήπως μπορείτε, κύριε κυβερνητικέ εκπρόσωπε, να μας πείτε μία (αριθμός 1) υποχώρηση που έκανε η πλευρά των ιμπεριαλιστών δανειστών, όπως εκπροσωπήθηκε από τον Σόιμπλε;
ΥΓ2. «Η παρούσα συμφωνία μας διευκολύνει να πούμε και να δηλώσουμε ευθαρσώς ότι έχουμε φύγει από το μνημόνιο» δήλωσε ο Παππάς στον ΑΝΤ1. Εχει και ο πολιτικός κωλοπαιδισμός τα όριά του, αλλά κάποιοι δεν είναι σε θέση να τα αντιληφθούν. Καλό είναι αυτό (για όσους αγωνιζόμαστε για να λάμψει η αλήθεια και ν’ αλλάξουν οι συνειδήσεις).