Μια από τις πιο κρίσιμες συνόδους κορυφής στην ιστορία της ΕΕ θα γινόταν χτες και προχτές στις Βρυξέλλες. Εμείς, βέβαια, δεν γνωρίζουμε το τελικό αποτέλεσμα, αν δηλαδή βρέθηκε κάποιος συμβιβασμός ή οδηγήθηκαν σε ναυάγιο, γνωρίζουμε όμως το υπόβαθρο αυτής της κρίσης και αυτό έχει σημασία να σχολιάσουμε.
Η κρίση είναι μόνιμος συνοδός στην πορεία της ΕΕ, καθώς πρόκειται για ένα διιμπεριαλιστικό μόρφωμα, η πορεία του οποίου δεν μπορεί να είναι ομαλή και ευθύγραμμη, λόγω των ιδιαίτερων επιδιώξεων κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης που συμμετέχει και των συμμαχιών που αυτή κλείνει με άλλες δυνάμεις αλλά και με τις χώρες της λεγόμενης δεύτερης ταχύτητας, που μπορεί αυτόνομα να μη μπορούν να διαδραματίσουν κανένα καθοριστικό ρόλο, διαπραγματεύονται όμως τις ψήφους τους και αποτελούν ένα βάρος στις συμμαχίες γύρω από τις ηγέτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Καθοριστικός παράγοντας της σημερινής θεσμικής κρίσης της ΕΕ είναι το «όχι» των Γάλλων και των Ολλανδών στα δημοψηφίσματα για την έγκριση της ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης. Η ανακοπή της διαδικασίας έγκρισης του ευρωσυντάγματος, στο οποίο με δυσκολία είχαν καταλήξει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ύστερα από μια άλλη κρισιακή διαδικασία, αποδέσμευσε όλες τις αντιθέσεις και μετέτρεψε τη διεύρυνση από παράγοντα ισχυροποίησης και ανάπτυξης της ΕΕ σε παράγοντα κρίσης.
Η μεγάλη σύγκρουση, που θα επιχειρούνταν να διευθετηθεί την Πέμπτη και την Παρασκευή στα διαβούλια των ευρωπαίων ηγετών και των συμβούλων τους, αφορά τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Δεν πρόκειται για ένα στενό δημοσιονομικό ζήτημα αλλά για κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα. Γιατί το ύψος των κονδυλίων και η εσωτερική κατανομή τους έχει να κάνει με τη διαμόρφωση των ζωνών επιρροής στο εσωτερικό της ΕΕ. Χοντρικά, η σύγκρουση αναπτύσσεται ανάμεσα στη Βρετανία και το Γαλλογερμανικό άξονα. Η Βρετανία ζητά τη δραστική μείωση των κονδυλίων που δίνονται για την ΚΑΠ, ενώ Γαλλία και Γερμανία θέτουν ζήτημα σταδιακής μείωσης έως εξαφάνισης των επιστροφών που παίρνει η Βρετανία (από την εποχή της Θάτσερ). Και οι δυο πλευρές, δηλαδή, ζητούν επαναδιαπραγμάτευση μιας προηγούμενης συμφωνίας, η οποία καθόρισε τις δημοσιονομικές ισορροπίες στο εσωτερικό της Ενωσης τα προηγούμενα χρόνια.
Και το Ευρωσύνταγμα; Αυτή τη στιγμή ουδείς έχει τη διάθεση ν’ ασχοληθεί μ’ αυτό. Περισσότερο ως διαπραγματευτικό χαρτί στο παζάρι χρησιμοποιείται. Ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, που την επαύριο του γαλλικού δημοψηφίσματος δήλωνε ότι η διαδικασία πρέπει να συνεχιστεί στις άλλες χώρες και να επαναληφθεί στη Γαλλία, την παραμονή της συνόδου κορυφής πρότεινε μια… «περίοδο περισυλλογής». Η διακοπή των διαδικασιών επικύρωσης, σύμφωνα με τον Μπαρόζο, «είναι ο καλύτερος τρόπος για να σώσουμε το σύνταγμα. Πρέπει να κάνουμε ένα διάλειμμα για να εμβαθύνουμε τον προβληματισμό μας σε αυτό»!
Στην Ελλάδα, βέβαια, γίνεται συζήτηση και για τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης Καραμανλή. Ο… διεθνιστής Γιωργάκης ύψωσε τους τόνους κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι πηγαίνει στη σύνοδο απροετοίμαστη με αποτέλεσμα η χώρα να χάσει πόρους τα επόμενα χρόνια (2007-2013). Κατά βάθος, όμως, όλοι γνωρίζουν πως η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες της δεύτερης ταχύτητας, σ’ αυτή τη σύνοδο έχουν το ρόλο των βατραχιών που βλέπουν τους ιπποπόταμους να τσακώνονται μέσα στο ποτάμι. Ο βάτραχος-Καραμανλής δεν μπορεί να παίξει κανένα ρόλο στον άγριο καυγά των ιπποπόταμων Σρέντερ, Σιράκ, Μπλερ. Θα διερευνήσει τις συνθήκες και θα ρίξει την ψήφο του παθητικά, με γνώμονα την αρχαιοελληνική ρήση «το μη χείρον βέλτιστον». Γι’ αυτό και ο επικοινωνιακός μηχανισμός της κυβέρνησης, που μέχρι πρότινος μπούκωνε τον ελληνικό λαό με τις παπαριές των 22-25 δισ. ευρώ που θα συρρεύσουν στη χώρα τα επόμενα χρόνια, «δουλεύει» με βάση το… μισό, τα 12 δισ. ευρώ, ώστε οτιδήποτε πάνω απ’ αυτό να διαφημιστεί σαν μεγάλη επιτυχία και να παρουσιαστεί σαν αποτέλεσμα της «σκληρής εθνικής μάχης που έδωσε ο πρωθυπουργός». Αν υπάρξει συμβιβασμός, βέβαια, γιατί αν δεν τα βρουν οι ιπποπόταμοι, τα βατράχια απλώς θα περιμένουν με την αγωνία στο κατακόρυφο.
Εκείνο που κανείς δεν συζητά είναι η περιβόητη «στρατηγική της Λισαβόνας», στην οποία η σύνοδος κορυφής αναμένεται να δώσει ώθηση, παρά την κρίση. Γιατί σ’ αυτό το πεδίο τα βρίσκουν τόσο εύκολα; Διότι, απλούστατα, αυτή η στρατηγική αφορά αυτούς που σε κάθε περίπτωση καλούνται να πληρώσουν το λογαριασμό, τους εργαζόμενους.